του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (Θεσσαλονίκη, 1969), μιλώντας για την πεζογραφία στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα παρατηρεί: «Στο κέντρο της πεζογραφίας στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας βρίσκονται αναμφισβήτητα δύο συγγραφείς, ο Κ. Χατζόπουλος και Κ. Θεοτόκης, οι οποίοι, συνεχίζοντας αλλά και ξεπερνώντας την παράδοση της ηθογραφίας, στρέφουν τα ενδιαφέροντά τους σε θέματα περισσότερο κοινωνικά και ψυχογραφικά […] Ο Κ. Χατζόπουλος με το πρώτο του μυθιστόρημα, τον «Πύργο του Ακροπόταμου», έδωσε την εικόνα της ξεπεσμένης ζωής στην ελληνική επαρχία […] Φανερά κοινωνικά ενδιαφέροντα και προεκτάσεις έχει και η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη […] Με λιγότερη επιτυχία (και πιο διαφανή την κοινωνιστική πρόθεση) δοκιμάζεται στο μυθιστόρημα ο Κώστας Παρορίτης, ενώ ο Δ. Βουτυράς γράφει ένα πλήθος διηγήματα, όπου θέλει να παραστήσει τον κόσμο των απόκληρων στις φτωχογειτονιές των σύγχρονων αστικών κέντρων» (σελ. 66-67).
***
Ξεκινούμε τον περίπατό μας με τον πολύπλευρο και πολυτάλαντο Κωνσταντίνο Χατζόπουλο (1868 Αγρίνιο – 1920 Μπρίντιζι), του οποίου είδαμε την ποίηση σε προηγούμενη ενότητα. Στα πεζογραφήματα «Αγάπη στo χωριό» (1910), «Ο πύργος του Ακροποτάμου» (1915), «Υπεράνθρωπος» (1915) κ.ά. ακολούθησε τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού.
Ο «Πύργος του Ακροπόταμου» χαρακτηρίζεται από βαθύ κοινωνικό στοιχείο, ο μύθος τοποθετείται σε μια επαρχιακή πόλη της Δυτικής Στερεάς, αγκαλιάζοντας μικροαστικά και αστικά κοινωνικά στρώματα.
«Οἱ ἀδερφάδες ξαναμείνανε μονάχες στὸν πύργο κ’ ἡ ζωὴ ἐκεῖ μέσα ξαναβρῆκε τὸν παλιὸ ρυθμό της. Ὁ βρόντος τοῦ ἀργαλιοῦ δὲν εἶναι φόβος τώρα νὰ ταράξῃ τὴν ἡσυχία κανενός· τρίζει μονότονα, ἀκατάπαυτα ἀπὸ τὴν αὐγὴ θαμπὰ ὥς βαθιὰ τὴ νύχτα, ἡ βελόνα τρυπᾷ, μουδιάζει τὰ δάχτυλα κ’ ἡ Παναγιούλα ξανάπιασε τὰ τρεξίματα στὴν πόλη. Δὲ ντροπιάζει κανέναν τώρα. Ἡ γενιὰ τοῦ Κρανιᾶ δὲ θέλει νὰ ξέρῃ πιὰ ἀπὸ τὶς νυφάδες τῆς πόλης κοντὰ στὸν ποταμό. Κλείστηκε κατσουφιασμένη καὶ πληγωμένη στοὺς ραγισμένους τοίχους τῆς κούλιας»
***
Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 – 1 Ιουλίου 1923), συγγραφέας και μεταφραστής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Ασχολήθηκε τόσο με την πεζογραφία όσο και με την ποίηση, ενώ μετέφρασε έργα των Σαίξπηρ, Γκαίτε και άλλων. Τα πιο γνωστά του έργα είναι οι νουβέλες «Η Τιμή και το Χρήμα» και «Κατάδικος» και το μυθιστόρημα «Οι Σκλάβοι στα Δεσμά τους».
«Η Τιμή και το Χρήμα» (1914) θεωρείται ως η πρώτη κοινωνική νουβέλα. Η επαρχία του Θεοτόκη δεν ήταν τόπος ειδυλλιακός, ήταν μια κλειστή και καθυστερημένη κοινωνία, εγκλωβισμένη σε αδιέξοδα κοινωνικά σχήματα και παράλογες ηθικές προκαταλήψεις.
«Η ταβέρνα του Τραγούδη, η πιο ακουσμένη στο προάστιο για το καλό της το κρασί, είναι γεμάτη από ανθρώπους εργατικούς. Ο Αντρέας, μαζί με το θείο του Σπύρο και το φίλο του Αντώνη, βρίσκεται ανάμεσά τους. Ενώ πίνουν, συζητούν για τα πολιτικά και για τις εκλογές που πρόκειται να γίνουν. Ο Αντρέας τούς καλεί να ψηφίσουν τον υπουργό που υποστηρίζει κι αυτός· μες στην ταβέρνα οι περισσότεροι φαίνεται να συμφωνούν, εκτός από έναν:
“Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε” είπε ένας μάστορας που έπινε ορθός ένα κρασί, “τίποτα δεν κάνει. Για πες μου, τι θα κάμουνε οι άλλες οι επαρχίες. Εδώ ας τσου πάρει και τσ’ οχτώ· η χωριατιά είναι μαζί του· αμή αλλού; Σας το δίνω γραφτό, η Κυβέρνηση είναι πεσμένη”.
“Το ξέρουμε” του αποκρίθηκε ο Αντρέας “που εσύ δεν ανήκεις στο κόμμα, γιατί δεν έφαες όσα ήθελες από την εργολαβία του θεάτρου· μα το χατίρι δε θα σου γένει”».
***
Ο Κώστας Παρορίτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Λεωνίδας Σουρέας, 1 Ιουνίου 1878 – 10 Νοεμβρίου 1931), πεζογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στο χωριό Παρόρι Λακωνίας. Εμφανίστηκε στα γράμματα ως ποιητής από τις στήλες του περιοδικού Νουμάς. Δημοσίευσε δύο σειρές διηγημάτων, με τον τίτλο «Από την ζωή ενός δειλινού» και «Οι Νεκροί της Ζωής». Μετέφρασε πάρα πολλά έργα Ζολά, Γκαίτε και Γκόργκι.
Το κείμενο «Το στοιχειωμένο καράβι» δημοσιεύτηκε στο «Νουμά» το 1921:
«Όταν το μάτι σου, θολό ακόμα από τον ύπνο, το άνοιξες άξαφνα μπρος στην κρύα λεπίδα που άστραφτε πάνω από το κεφάλι σου, ο νους σου τη στιγμή εκείνη της άγριας σκοτεινιάς, που έβλεπες τους συντρόφους σου να σφάζουνται δίπλα σου κι άκουγες τα βογκητά τους, δεν πέταξε στα είκοσι χρόνια σου, που σαν τριαντάφυλλα σου στεφανώνανε τους κροτάφους.
Ούτε τους γέρους γονιούς σου θυμήθηκες, που σε καρτερούνε να τους φέρεις πίσω το αποκούμπι των γηρατειών τους. Ούτε την όμορφη ζωή που σου γελούσε με όλες τις ομορφιές της, μαγεύτρα Κίρκη. […] Θυμήθηκες τους συντρόφους που σε περιμένανε κάπου μακριά· κι αν ζήτησες κι αν ονειρεύτηκες κάτι να γλιτώσεις, ήτανε το μυστικό που έφερνες από τη χώρα της Δικαιοσύνης στη χώρα την Αμαρτωλή.»
***
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872 – 27 Μαρτίου 1958), από τους σημαντικότερους πεζογράφους του Μεσοπολέμου. Γεννήθηκε το 1872 στην Κωνσταντινούπολη αλλά η καταγωγή του ήταν από την Κέα. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως «ο Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας». Έγραφε ασταμάτητα διηγήματα –γύρω στα πεντακόσια– δημοσιεύοντάς τα σε περιοδικά, κερδίζοντας αναγνώριση πρώτα στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν στην Ελλάδα.
Ένα απόσπασμα από το διήγημα «Παραρλάμα»:
«Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε, ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι […]
Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ’ ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μία λέξη:
– Παραρλάμα
Ήταν φανταστική η λέξη· του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.
Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
– Τι είναι αυτό εκεί! Ποιος το ’γραψε αυτό;
Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη».
Στα επόμενα κείμενά μας θα προσεγγίσουμε τη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου (1920-1940), που αποτελεί σημαντική τομή του νεοελληνικού λόγου.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής