Η κρίση αλλάζει ισορροπίες και εντείνει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Του Γιώργου Τσίπρα.
«Θα καταλάβουμε επτά χώρες σε 5 χρόνια, ξεκινώντας από το Ιράκ και στη συνέχεια Συρία, Λίβανο, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν και τέλος Ιράν». Τα λόγια ανήκουν σε αξιωματούχο του αμερικανικού Πενταγώνου, αμέσως μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 και η μαρτυρία στον Γουέσλι Κλαρκ¹ από τηλεοπτική του συνέντευξη (www.youtube.com/watch?v=SXS3vW47mOE). Μετά την εισβολή στην πρώτη της «λίστας», στο Ιράκ το 2003, ο Καντάφι, ίσως γιατί έλαβε το μήνυμα, προχώρησε σε μια απότομη στροφή-έκπληξη 180° απέναντι στη Δύση. Η Λιβύη συμμορφώθηκε σε όλο το μήκος των πολιτικών απαιτήσεων των ΗΠΑ τις οποίες και βοήθησε σε επίπεδο πληροφοριών στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ειδικά για το διεθνές εμπόριο όπλων μαζικής καταστροφής και την Αλ Κάιντα, και πολύ γρήγορα προχώρησε σε σημαντικές συμφωνίες, ενεργειακές και άλλες, κυρίως με τις ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια, παρέμενε η μία από τις μόνες πέντε χώρες της αφρικανικής ηπείρου που δεν είχαν προχωρήσει σε οποιαδήποτε μορφή «συνεταιρισμού» με το αμερικανικό Πεντάγωνο, μαζί με την Ακτή Ελεφαντοστού (υπό την απειλή επέμβασης του ΟΗΕ), το Σουδάν (σε διαδικασία τεμαχισμού), την Ερυθραία (στη λίστα των χωρών που «υποστηρίζουν την τρομοκρατία») και τη Ζιμπάμπουε.
Η «μονομερής» στρατιωτική επέμβαση ΗΠΑ, Γαλλίας, Βρετανίας στη Λιβύη υπό την ομπρέλα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έρχεται σε μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή, σε ένα πολύ ιδιαίτερο περιβάλλον.
Κατ’ αρχάς, είναι ο πρώτος μεγάλος πολεμικός τυχοδιωκτισμός των ισχυρών μετά την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, με τις πολιτικές Ομπάμα να μην αποφέρουν τα αναμενόμενα στην αμερικανική οικονομία και την Ευρωπαϊκή Ένωση να βυθίζεται σε μια οικονομική-πολιτική ένταση δίχως ορατή διέξοδο.
Δεύτερο, είναι το πρώτο τέτοιου μεγέθους πολιτικο-στρατιωτικό επεισόδιο σε μια τελευταία περίοδο που ακριβώς στο έδαφος της κρίσης έχει ενταθεί ο ανελέητος πόλεμος ανταγωνισμών και διαγκωνισμών, πολιτικών, οικονομικών, εμπορικών, νομισματικών, ενεργειακών, στρατιωτικών, με τις εστίες έντασης και την κινητικότητα να πληθαίνουν. Είναι βέβαιο πως όχι πολύ μακριά από το σήμερα θα ακολουθήσουν και άλλα μεγάλα ή μεγαλύτερα επεισόδια στον πόλεμο αυτό. Οι εσωτερικές εντάσεις στο Βερολίνο και τη Μόσχα γύρω από τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσουν ή τα διάφορα μπρος-πίσω στην Ουάσιγκτον, επισημαίνουν τη χωρίς προηγούμενο ρευστότητα, όξυνση, αμηχανία, αδυναμία προσανατολισμού και αγώνα δρόμου που χαρακτηρίζουν σκηνικό και πολλά επιτελεία. Ο κωμικοτραγικός και κραυγαλέα αδέξιος τρόπος που ξεκίνησε η επέμβαση στη Λιβύη με τις «τρεις πιο παλιές δημοκρατίες» του πλανήτη να διαγκωνίζονται ποια θα βομβαρδίσει τι, σαν ύαινες σε μισοπεθαμένο θήραμα, οι αντιθέσεις μέσα στο ίδιο το ΝΑΤΟ, οι αντιθέσεις των νατοϊκών με Ρωσία και Κίνα, επισημαίνουν ένα περιβάλλον αντιπαράθεσης.
Τρίτο, οι Δυτικοί βάζουν το πόδι τους σε μια αραβική χώρα μέσα σε μια περίοδο εξεγέρσεων και ανατροπών στον αραβικό κόσμο που κλονίζει και αναδιατάσσει, αντικειμενικά, όλες τις μέχρι σήμερα ισορροπίες και σταθερές στην περιοχή, αυξάνοντας τη ρευστότητα. Εδώ και τρεις μήνες δρούσαν κυρίως οι εξεγερμένες μάζες. Τώρα δρουν και οι εμμέσως θιγόμενοι με το δικό τους, βέβαια, τρόπο (Μιράζ, F-15 κ.λπ.) κι ας υποβάλλεται μια εικόνα ψεύτικη, ολότελα αντεστραμμένη. Η επέμβαση και η μόνιμη στρατιωτική παρουσία που (δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία πως) εγκαινιάζεται στη Λιβύη, αποτελεί την επιβολή μιας νέας σταθεράς μέσα σε αυτή τη ρευστότητα που στοχεύει το λαϊκό στοιχείο που εξεγείρεται ή, γενικότερα, τις πιθανές μη αρεστές πολιτικές ανατροπές στην περιοχή και την ίδια στιγμή περιορίζει τη ρευστότητα απέναντι σε τρίτους παίκτες που θα θελήσουν να επωφεληθούν.
Τέταρτο, η Λιβύη δεν είναι μόνο η ίδια ένα ενεργειακό φιλέτο, αλλά η εξάλειψη της συγκριτικά ανεξάρτητης μεταβλητής που λεγόταν Καντάφι «αποκαθιστά» ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ της βόρειας και κεντρικής ζώνης της Αφρικής, που αποκτά όλο και μεγαλύτερο ειδικό βάρος στον παγκόσμιο ανταγωνισμό ΗΠΑ, Δυτικής Ευρώπης και Κίνας. Ο νέος επιχειρησιακός βραχίονας του αμερικανικού στρατού, η AFRICOM, που όχι τυχαία συγκροτήθηκε μόλις πριν από τρία χρόνια με την επέμβαση στη Λιβύη, πήρε από τη Στουτγάρδη όπου εδρεύει και κατευθύνει τα χτυπήματα, το βάφτισμα πυρός. Και έπεται συνέχεια για τη Μαύρη Ήπειρο…
Η επανάκαμψη της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, πριν από δύο χρόνια, ήταν η κορύφωση σε μια στρατηγική στροφή του Παρισιού που προηγείται του Σαρκοζί, αλλά κλιμακώνεται στην προεδρία του και αφορά τη μεγαλύτερη προσέγγιση με τις ΗΠΑ σε Αφρική, Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Χωρίς αυτό, βεβαίως, να εξαλείφει το μεταξύ τους ανταγωνισμό που εκδηλώθηκε πρόσφατα με τα γεγονότα στην Τυνησία και, ανάστροφα, με τα γεγονότα στην Αίγυπτο, όπου ΗΠΑ και Γαλλία καλούσαν αντίστοιχα σε σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων… Ίσως οι δύο πιο «χαμένοι» από τις μέχρι τώρα εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο ενώνονται τώρα σε αυτή τη νέα φυγή προς τα μπρος με τον τυχοδιωκτισμό στη Λιβύη. Το Παρίσι πιστεύει (ή ονειρεύεται) ότι μπορεί να συνδιαχειρίζεται σε προνομιακή θέση, μετά την Ουάσιγκτον, τα πράγματα σε Μεσόγειο, Βόρεια και Δυτική Αφρική -τουλάχιστον. Η στρατιωτική και πολιτική προσέγγιση Σαρκοζί με Βρετανία, τα τελευταία χρόνια, σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται.
Ανάλογη στροφή απέναντι στις ΗΠΑ μετά το 2003 πήρε και το Βερολίνο, αν και με πιο μετρημένα βήματα. Για παράδειγμα, η Γερμανία συμμετέχει μεν στη Μεσογειακή Ένωση αλλά μέσα από διάφορες «σπόντες» δεν έχει κρύψει τους φόβους της να αποτελέσει αυτή όχημα της παραπάνω αμερικανογαλλικής συνδιαχείρισης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του γαλλογερμανικού άξονα ήταν ανέκαθεν η εναλλάξ χωριστή προσέγγιση και απιστία των δύο εταίρων με τον πέραν του ατλαντικού φίλο (και σε μικρότερο βαθμό με τη Ρωσία). Η τωρινή κίνηση Σαρκοζί με τη… λεπτότητα που χαρακτηρίζει τον Γάλλο πρόεδρο ξεπερνά κάθε προηγούμενο διαγκωνισμό. Χωρίς προηγούμενο, άλλωστε, είναι και η «απάντηση» Μέρκελ να αποσύρει τις γερμανικές δυνάμεις από τη νατοϊκή αρμάδα που ελέγχει και κάνει τον νταή στη Μεσόγειο. Δύσκολα δεν θα αντανακλαστεί το νέο αυτό επεισόδιο στον ανταγωνισμό της Γερμανίας με τις ΗΠΑ μα ιδιαίτερα με τη Γαλλία στο ευρωπαϊκό θέατρο μιας Ε.Ε. που σπαράσσεται έτσι κι αλλιώς από ισχυρές συγκρούσεις για το οικονομικό της μέλλον.
Τέλος, σχετικά με τη Ρωσία, από καιρό τώρα εικάζεται από διάφορους ότι υπάρχει κόντρα Πούτιν-Μεντβέντεφ και αποδίδεται στον δεύτερο η ελαττωμένου αντιαμερικανισμού στροφή της Μόσχας τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο ή η στροφή εκδηλώνει κυρίως την αδυναμία της Ρωσίας και όχι τόσο πολιτικές διαφορές μένει να αποδειχτεί. Αυτό που σίγουρα φαίνεται είναι η ανάγκη και η αδυναμία επαναπροσδιορισμού και προσανατολισμού, και όχι μόνο της Μόσχας, στις διαρκώς διαταρασσόμενες συνθήκες που δημιουργεί η οικονομική κρίση, οι οξυνόμενοι πολυπολικοί ανταγωνισμοί, η έντονα ανισόμετρη ανάπτυξη, αλλά και η πιο δυναμική εμφάνιση του λαϊκού παράγοντα στον πολιτικό στίβο.
¹ Ο στρατηγός Κλαρκ ήταν ο διοικητής της νατοϊκής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία το 1999 και υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2004.