Η δομική αλλαγή που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία πρέπει να δωθεί εντός αυτού του παγκόσμιου οικονομικού κύκλου. Αυτός έχει τη δική του δυναμική, που πηγάζει από την άναρχη δομή του ιμπεριαλιστικού συστήματος, μια δυναμική ανεξάρτητη από θελήσεις και ανάγκες. Το σύστημα αυτό χύνει τώρα κροκοδείλια δάκρυα για τον αγώνα μερικών βυθιζόμενων στα χρέη «συνεργατών» του (βλ. Ελλάδα) που προηγουμένως τους χτύπαγε φιλικά στην πλάτη. Από την άλλη, ωθεί κάποιους άλλους «συνεργάτες» του (βλ. Τουρκία), να γίνουν πλούσιοι, εξερχόμενοι από το βούρκο του χρέους στον οποίο τους είχε βουλιάξει. Συσσωρεύει εκεί το κεφάλαιο και εντατικοποιεί την αξιοποίησή του.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, η Τουρκία έχει φτάσει διά πυρός και σιδήρου την τελευταία 30ετία. Ο βασικός υπεύθυνος για αυτό είναι το ιμπεριαλιστικό χρηματιστικό κεφάλαιο που σφετερίζεται την κοινωνική παραγωγή εκατομμυρίων φτωχών τους οποίους έχει συγκεντρώσει σε μεγάλες πόλεις, την ίδια περίοδο. Υπάρχει αίμα και εργασία Τούρκων πολιτών, διαφόρων εθνοτήτων που εξηγεί ιστορικά τη διεθνή διαγωγή της τουρκικής άρχουσας τάξης. Αυτό το αίμα και η εργασία κατέστησαν αυτή τη χώρα των 75 εκατομμυρίων κατοίκων 17η στην παγκόσμια οικονομία. Με την καταβολή αυτού του κόστους η Τουρκία αναβάθμισε την πιστοληπτική της ικανότητα στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε βάρος της δημόσιας ζωής, με τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εργασιακής ανασφάλειας και με τη θεσμική αποδυνάμωση της οργάνωσης και της απεργίας, όπως και με την εξασφάλιση της ύπαρξης φτηνής εργατικής δύναμης.
Σχέδια και πραγματικότητα
Ωστόσο, το ζήτημα που μελετάμε εδώ σχετίζεται με κάτι βαθύτερο. Αν δούμε τον παγκόσμιο χάρτη και θεωρήσουμε το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο ως μια τέντα, τοποθετημένη πάνω από αυτόν, θα δούμε τα στηρίγματά της ως εξής: η Βραζιλία στη Λατινική Αμερική, η Ν. Αφρική και η Αίγυπτος στην Αφρική, η Ινδία στην Ασία. Η Τουρκία είναι το στήριγμά της στη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο. Γι’ αυτό της το ρόλο, η Τουρκία αυξάνει το πιστωτικό της όριο.
Η συνεπαγόμενη οικονομική και πολιτική «ηθική» κάνει τις τουρκικές άρχουσες τάξεις να προβαίνουν σε «ήπιες» επενδύσεις σε μια μεγάλη περιοχή, από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή ώς τα Βαλκάνια και τον Καύκασο. Αυτές οι επενδύσεις που γίνονται στον κατασκευαστικό και τον τραπεζικό τομέα, αλλά και από τον τουρισμό ώς τις ηλεκτρικές οικοσυσκευές και την επιπλοποιία, κάνουν τους Τούρκους καπιταλιστές να διαμορφώνουν την αντίστοιχη εξωτερική πολιτική, για τη διασφάλιση και επέκταση των κερδών τους.
Το στρατηγικό «αφεντικό» αυτής της εξωτερικής πολιτικής είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες, ευρισκόμενες σε δύσκολη οικονομική και στρατιωτική κατάσταση, δίνουν προτεραιότητα στο να αφήσουν την Τουρκία να «αναπνεύσει» στην περιοχή. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως πρέπει να εμποδίσει η Τουρκία αυτή την περιοχή να γίνει απειλή για τις ΗΠΑ. Έτσι, η Τουρκία καλείται να χτίσει το προφίλ του «συμπαραστάτη» στις «έξοχες» «αντιιμπεριαλιστικές» αραβικές εξεγέρσεις, το προφίλ του «υποστηρικτή» τους, με σκοπό βέβαια να τις ανακόψει και να τις σύρει από πίσω της. Ωστόσο, αυτή η πολιτική των ΗΠΑ και άλλων δυτικών ιμπεριαλιστών, κατά καιρούς, γεννά μια αντίθεση, ως συνέπεια της δυναμικής του νόμου των αντιθέσεων. Για παράδειγμα, τη σύγκρουση Τουρκίας-Ισραήλ ή τη συμφωνία Τουρκίας-Ιράν για το φυσικό αέριο, παρά την δυσαρέσκεια των ΗΠΑ.
Επομένως, η νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, αποκαλούμενη ως νέο-οθωμανισμός, κινείται βάσει των παραπάνω παραμέτρων. Από την άλλη, όμως, συχνά καταλήγει σε μια κατάσταση όπου «τα πράγματα δεν πάνε όπως τα υπολογίζαμε», όπως λέει και ένα τουρκικό ρητό. Είναι ακόμα φρέσκο στη μνήμη πως η Τουρκία, η οποία άλλωστε δεν είχε υποστηρίξει τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε Τυνησία και Αλγερία τη δεκαετία του ’50, προτίμησε να σιωπήσει στην τυνησιακή εξέγερση του 2011 ή να κάνει μια δήλωση δήθεν ενάντια στο καθεστώς του Μουμπάρακ. Τρανταχτό παράδειγμα του οπορτουνισμού της είναι πως, αρχικά, υποστήριξε τον Καντάφι, αγνοώντας τους εξεγερμένους, ενώ αργότερα, σε μια ξαφνική στροφή, υποστήριξε την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Δεν ήταν τυχαία η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού στη Λιβύη, εν μέσω αεροπορικών βομβαρδισμών ΗΠΑ-Γαλλίας-ΝΑΤΟ. Ήταν μια καλή σκηνοθεσία των ΗΠΑ με τον Ερντογάν ηθοποιό.
Ιστορική απάτη
Επιπροσθέτως, είναι μια ιστορική απάτη η Τουρκία να φαίνεται πως στέκεται δίπλα στους Άραβες τώρα, και ο Τούρκος πρωθυπουργός να ανοίγει το χαλάκι και να προσεύχεται δημοσίως σε όποια αραβική χώρα πηγαίνει. Όλη η αραβική γη, από τη Λιβύη ώς το Ιράκ, βίωσε την πολυετή προσάρτηση και τη λεηλασία από την οθωμανική αυτοκρατορία. Δεν έχει ξεχαστεί ακόμα ο σφαγιασμός 3.000 διανοουμένων στη Συρία, μιας πραγματικής «αφρόκρεμας» διανοουμένων, το 1914-15, από τον οθωμανικό στρατό. Ο άνθρωπος που αποκαλούσε τον Μπασάρ Αλ Άσαντ αδερφό του, βοηθώντας τον και υπερασπίζοντάς τον στην ιμπεριαλιστική διεθνή σκηνή, είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Από ιστορική σκοπιά, πρόκειται περί υποκρισίας για την Τουρκία, που έδινε συμβουλές στο καθεστώς της Δαμασκού, προκειμένου να αποφύγει την εξάπλωση της οργής τού επί δέκα μήνες εξεγερμένου λαού, να υποδύεται τώρα το ρόλο του προστάτη του ίδιου λαού.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η στάση της σημερινής Τουρκίας ως του «μεγάλου αδελφού» των αραβικών λαών, με μια έντονη δόση μεγαλοεθνικού σωβινισμού, είναι μια απογοήτευση και μόνο να επιχαίρει κανείς δεν μπορεί.
Η συσσώρευση κεφαλαίου τη δεκαετία του ’20 οδήγησε σε τροποποίηση της κοινωνίας και του ρόλου της θρησκείας, ενώ έθετε και τα θεμέλια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Δεν ισχυριζόμαστε ότι η Τουρκία έγινε αντιθρησκευτικό κράτος, απλώς προσάρμοσε τη θρησκεία στη συνεχώς τροποποιούμενη κοινωνική δομή. Η επίσημη ιδεολογία, το «παράδειγμα» αυτού του σχεδίου που φτάνει ώς τις μέρες μας, κατέστη ο κεμαλισμός.
Ο νέος ρόλος
Σήμερα, για τους παραπάνω οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, ο νέος παγκόσμιος οικονομικός κύκλος και η αποστολή που έλαχε στην Τουρκία, είναι η σύνθεση τουρκισμού και ισλαμισμού, καθώς ο κεμαλισμός δεν τερμάτισε πλήρως την ιστορική αποστολή του. Το μετριοπαθές Ισλάμ αναγορεύεται σε υποψήφιο νέο «παράδειγμα» και επίσημη ιδεολογία της τουρκικής κοινωνίας.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο καταλήγει κανείς σε ένα ιδιαίτερο συμπέρασμα. Η εξουσία του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), που συμπληρώνει 10 χρόνια, δεν φαίνεται να μπορεί να κλονιστεί από παροπλισμένους κεμαλιστές, ούτε από ανίσχυρα και κοντόθωρα επαναστατικά ρεύματα, ούτε όμως και από το ΡΚΚ, που συναγωνίζεται το ΑΡΚ σε ευαισθησία για το Ισλάμ και έχει ανοίξει παρασκηνιακά διάλογο, εδώ και 5 χρόνια, με κυβερνητικά όργανα. Το πρόβλημα είναι μάλλον τα ριζοσπαστικά ισλαμικά ρεύματα που αναβίωσαν χάρη στις ΗΠΑ και το ΑΚΡ και βαθμιαία μεγαλώνουν.
Η διαφορά μεταξύ ριζοσπαστικού Ισλάμ και ιμπεριαλισμού δεν είναι ποιοτική, αλλά ποσοτική. Σίγουρα, ο ιμπεριαλισμός είναι ο πιο ισχυρός και επιβλαβής, δίνει όμως μεγάλη ισχύ στο ριζοσπαστικό Ισλάμ με όσα πράττει. Ποιοτικά δεν διαφέρουν μεταξύ τους, καθώς διάκεινται υπέρ της αντιδραστικής σκοταδιστικής στροφής και αποτελούν τις πραγματικές αλυσίδες σκλαβιάς και επιβαλλόμενης αμάθειας.
Οι λαοί της Τουρκίας, της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και του Καυκάσου είναι ζώντες μάρτυρες αυτής της αλήθειας.
* O Dogan Koc είναι μέλος του Πολιτιστικού Κέντρου των Λαών της Ανατολής «Γέφυρα»