Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Ο Αυστριακός 60άρης Ούλριχ Ζάιντλ, καταστασιακός κινηματογραφιστής, έχει καταφέρει να αποτυπώσει, μέσα από μια καταγραφή περίεργων και τραγελαφικών καταστάσεων, όχι μόνο τον πουριτανισμό και την υποκρισία της αυστριακής κοινωνίας, αλλά και έναν ακραίο φετιχισμό, που διέπει το δυτικό καθωσπρεπισμό.
Από τις αρχές του ’80 έχει δημιουργήσει ιδιαίτερα ντοκιμαντέρ, αρκετά από τα οποία προβλήθηκαν το 2011, σε ειδικό αφιέρωμα, στο 52ο ΦΚΘ.
Στηριζόμενος σε ένα προσχηματικό σενάριο, ο Ζάιντλ δημιουργεί ένα κλίμα άνεσης και εμπιστοσύνης, ώστε οι προσεκτικά επιλεγμένοι ερασιτέχνες ηθοποιοί να ξεχάσουν την κάμερα και να αφεθούν σε αυτοσχεδιαστικές αντιδράσεις, με αυθεντικές ερμηνείες, ενώ η τελική κινηματογραφική αφήγηση διαμορφώνεται στη φάση του μοντάζ.
Με πρωταγωνιστές που ξεπηδούν από τη λαϊκή αυστριακή τάξη, αλλά και το εξαθλιωμένο προλεταριάτο των μεταναστών, το σινεμά του Ζάιντλ γίνεται καθρέφτης μιας νοσηρής κοινωνίας, που υποθάλπει ρατσιστικές και φασιστικές συμπεριφορές, στον αντίποδα ενός αντίστοιχα σκληρού κινηματογράφου απ’ τον Χάνεκε, που βάζει στο επίκεντρο την εκλεπτυσμένη μεσοαστική βιεννέζικη κοινωνία, στα χνάρια της ψυχαναλυτικής παράδοσης του Μπέργκμαν.
Στην τριλογία Παράδεισος, ο Ζάιντλ δημιουργεί ένα ρεαλιστικό γυναικείο πορτρέτο, μέσα από τρεις γυναικείους χαρακτήρες. Στην πρώτη ταινία Ο Παράδεισος του έρωτα (Κάννες 2011), που βγήκε στις αίθουσες την προηγούμενη εβδομάδα, πρωταγωνιστεί μια υπέρβαρη 50άρα, η Τερέζα. Στη δεύτερη ταινία Παράδεισος: Πίστη (Βενετία 2012), η αδερφή της Τερέζας, μια θρησκόληπτη γυναίκα, ταλανίζεται μέσα από την αφοσίωση και την πίστη στον Ιησού, ενώ στην τρίτη ταινία του τρίπτυχου Παράδεισος: Ελπίδα, που προβλήθηκε στη φετινή Μπερλινάλε, πρωταγωνιστεί η έφηβη Μέλανι, κόρη της Τερέζας. Και οι τρεις αναζητούν την ερωτική ολοκλήρωση μέσα στο δικό της, κάθε μία, παράδεισο. Πρόκειται όμως για μια ιδεατή αναζήτηση, που συντηρείται από την πίστη και την ελπίδα, έννοιες που μπλέκονται έντεχνα, στις θεματικές των ταινιών.
Ο Ζάιντλ δίνει ιδιαίτερη σημασία στη σωματικότητα, το πώς δηλαδή αποτυπώνεται στην οθόνη η σωματική παρουσία του χαρακτήρα. Σε μια σκηνή της πρώτης ταινίας, η Τερέζα απεικονίζεται να κοιμάται απελευθερωμένη και γυμνή, προστατευμένη μέσα σε μια μπλε κουνουπιέρα, παραπέμποντας στους αισθησιακούς μπαρόκ πίνακες, από τις Αφροδίτες του Τζορτζόνε και του Τισιάνο, μέσα 16ου αιώνα, ως την περίφημη Ολυμπία, του Μανέ.
Ο Ζάιντλ δημιουργεί τη δική του αισθησιακή Αφροδίτη, στο πρόσωπο της Τερέζας, προκαλώντας τις ανοχές ενός κοινού που βομβαρδίζεται από εικόνες νέων και ιδεατά όμορφων γυναικών, μακριά από την πραγματική ανθρώπινη κλίμακα.
Το σώμα της Τερέζας, παρά το ογκώδες και χαλαρό παρουσιαστικό του, αποπνέει τελικά σεβασμό στην αποδοχή αυτού που πραγματικά είναι, προκαλώντας τη σχετικότητα όμορφου-άσχημου, με την αποκάλυψη της αυθεντικότητας μιας εικόνας, που έχει υποστεί μεγάλο ρατσισμό.
Τα φελινικής πληθωρικότητας πλάνα, με τις ξαναμμένες τεράστιες ξανθιές υπάρξεις που κάνουν ηλιοθεραπεία στις αμμουδερές παραλίες και κακαρίζουν, στη θέα των νεαρών μαύρων, μαρτυρούν τη μοναξιά τους, για να κάνουν αισθητό, στη συνέχεια, τον πηγαίο αισθησιασμό τους, έστω και μέσα από τον αγοραίο έρωτα. Αν το ξενοδοχείο, όπου μένουν, θεωρείται παράδεισος, η κόλαση βρίσκεται εκτός οπτικού πεδίου και εισβάλλει στο κάδρο όταν η κάμερα ακολουθεί την Τερέζα να σεργιανάει στις βρόμικες φτωχογειτονιές, ανακαλύπτοντας ότι ο αγαπητικός της έχει να θρέψει οικογένεια. Η απότομη επιστροφή της Τερέζας στη σκληρή πραγματικότητα, έξω απ’ το όνειρο, σηματοδοτεί και την επιστροφή στη μοναξιά της. Δεν συνειδητοποιεί μόνο την ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας της, αλλά και τη δομή του συστήματος, στο οποίο ανήκει. Έχοντας αποδεχτεί να πληρώσει για τη χαμένη ηδονή της, δέχεται συνειδητά και το υπόλοιπο πλαίσιο που την κάνει να νιώθει ανώτερη, αναπτύσσοντας ρατσιστικές συμπεριφορές, κατάλοιπο της αποικιοκρατίας. Η διάκριση που έχουν υποστεί, αυτές οι ώριμες και υπέρβαρες γυναίκες, αναπαράγεται τώρα στον μαύρο ζιγκολό, σε μια ερωτική σκηνή όπου τον αρπάζουν με τη ζώνη, από το λαιμό.
Υπέρβαρη είναι και η 14χρονη Μέλανι, στη τρίτη ταινία, που βρίσκεται μαζί με τις παχουλές φίλες της σε μια κατασκήνωση ειδικής διατροφής.
Το βλέμμα του Ζάιντλ αγκαλιάζει με μεγαλύτερη επιείκεια αυτά τα αισθησιακά κοριτσόπουλα που εκμυστηρεύονται με δέος τα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα. Μακριά από το γνωστό σαρκασμό, αναδεικνύει διακριτικά την τραγικότητα που μοιραία συνοδεύει το ξέσπασμα και τη βουβή απογοήτευση της Μέλανι, από τον ανολοκλήρωτο έρωτά της για τον πενηνταπεντάρη γιατρό της κατασκήνωσης, ραγίζοντας, στο τέλος, και την καρδιά των θεατών.
Το σινεμά του Ζάιντλ βρίσκεται πάντα στα όρια.
Μεγάλο του όπλο το αφοπλιστικό χιούμορ, στα σταθερά και μετωπικά πλάνα, ανάμεσα στο αστείο και την τραγικότητα. Βαθιά αιρετικός ο εικονοκλάστης Ζάιντλ, σκανδαλίζει και ανατρέπει διαρκώς ήθη και πρότυπα, στοχεύοντας σε έναν προβληματισμό για τις βαθύτερες δομές της κοινωνίας μας, μέσα από την καταπίεση και τη σεξουαλικότητα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!