«Το βιβλίο δεν θα αρέσει σ’ αυτούς που ενοχλούνται όταν τους τρίβεις στη μούρη την ασχήμια του κόσμου μέσα στον οποίο καλοπερνούν. Ούτε σ’ αυτούς που προτιμούν την «καθαρή» λογοτεχνία, όταν όλα παρουσιάζονται με «λυρισμό», με «φαντασία», με «ωραία γλώσσα». Όταν η λογοτεχνία παρουσιάζει την πραγματικότητα ως έμπνευση, αλλά όχι όταν η λογοτεχνία απομυθοποιεί τον εαυτό της αντανακλώντας ανάγλυφα την πραγματικότητα.»

Επιτέλους κυκλοφόρησε το συγκλονιστικό μυθιστόρημα της Αρουντάτι Ρόι στα ελληνικά με τίτλο «Το υπουργείο της υπέρτατης ευτυχίας», σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Είχα γράψει εκτενώς γι’ αυτό στο «Περίπτερο Ιδεών» (Δρόμος φ. 367), μόλις έφτασε στα χέρια μου η αγγλική έκδοση του βιβλίου. Μια περιδιάβαση στους κολασμένους της Ινδίας, ένα ντοκιμαντέρ με ζωντανές εικόνες από τη μεριά όχι της πλούσιας βιτρίνας των ολιγαρχών, αλλά των εκατοντάδων εκατομμυρίων Ινδών που ζουν σπρωγμένοι από την «ανάπτυξη» στα πεζοδρόμια, τις παράγκες, τα λασποχώρια, τις όχθες των μολυσμένων από χημικά και πλαστικά ποταμών, ακόμα και στα νεκροταφεία ή κυνηγημένοι από τις παρακρατικές συμμορίες των εθνικιστών, την αστυνομία και το στρατό στο κατεχόμενο Κασμίρ και στα δάση που οι μαοϊκοί αντάρτες υπερασπίζονται τη γη των ιθαγενών από τις μπουλντόζες των πολυεθνικών.

Φτωχοί αγρότες, ξεκληρισμένοι βιοπαλαιστές, ανέγγιχτοι, μικροπωλητές, ζητιάνοι, άστεγοι, γυναίκες χωρίς δικαιώματα, ορφανά παιδιά θύματα εκμετάλλευσης, τρανς, πόρνες, φυλακισμένοι, ανάπηροι από τα δηλητήρια των βιομηχανιών, μουσουλμάνοι καταπιεσμένοι από τους ινδουιστές, αλλά και αγωνιστές που οργανώνουν την αντίσταση κόντρα σε ένα σκληρό καθεστώς με ιερατεία, κάστες, εθνικισμό, τρομοκρατία και ασύλληπτες ανισότητες, ένας κόσμος που η τηλεόραση δεν τον δείχνει και η δικαιοσύνη δεν τον υπερασπίζεται. Αυτός είναι ο κόσμος με τον οποίο η Αρουντάτι Ρόι συνδιαλέγεται με πολλή αγάπη και τον υπερασπίζεται σθεναρά με την πολιτική της δραστηριότητα και τη λογοτεχνική της ευχέρεια.

«Η μικρή και λεπτεπίλεπτη συγγραφέας είναι αγωνίστρια βαρέων βαρών. Αυτό το φινετσάτο πλάσμα, αυτή η γοητευτική γυναίκα, αυτός ο γλυκός άνθρωπος είναι ο Κάσιους Κλέι της λογοτεχνίας. Όταν γράφει χορεύει και χτυπάει ταυτόχρονα.»

«Το υπουργείο της υπέρτατης ευτυχίας» είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά λογοτεχνικά με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο έργα που έχω διαβάσει.

Στέλιος Ελληνιάδης

Αποσπάσματα από το βιβλίο

«Οι άνθρωποι που δεν έχουν τα μέσα να ζήσουν στις πόλεις δεν πρέπει να έρχονται στις πόλεις», αποφάσισε κάποιο Ανώτατο Δικαστήριο και διέταξε την άμεση απομάκρυνση των φτωχών της πόλης. […] Στις παραγκουπόλεις, στα στρατόπεδα μετεγκατάστασης και στις «παράνομες», χωρίς άδεια άθλιες φτωχογειτονιές οι άνθρωποι αντιστάθηκαν. Έσκαψαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στα σπίτια τους. Τους έφραξαν με πέτρες και σπασμένα πράγματα. Νεαροί γέροι, παιδιά, μανάδες και γιαγιάδες, οπλισμένοι με ξύλα και πέτρες, περιπολούσαν στις εισόδους των συνοικιών τους. Σ΄ ένα δρόμο όπου αστυνομικοί και μπουλντόζες παρατάχτηκαν έτοιμοι για την τελική επίθεση, ένα σύνθημα γραμμένο με κιμωλία έλεγε: Το μουνί της μάνας της κυβέρνησης. […] Οι κίτρινες μπουλντόζες (εισαγόμενες από την Αυστραλία) ισοπέδωσαν τα σπίτια, τις πόρτες και τα παράθυρα τους, τις αυτοσχέδιες στέγες τους, τα κατσαρολικά τους, τα πιάτα τους, τα κουτάλια τους, τα χαρτιά της διακοπής του σχολείου, τα δελτία τροφίμων τους, τα πιστοποιητικά γάμου τους, τα σχολεία των παιδιών τους, ό,τι είχαν και δεν είχαν στη ζωή τους, την έκφραση στα μάτια τους. (Ditch Witch  τις έλεγαν τις μπουλντόζες). Και ήταν σούπερ μοντέρνες, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Μπορούσαν να ισοπεδώνουν την Ιστορία και να στοιβάζουν τα μπάζα της. […] Οι ειδικοί έδιναν από τηλεοράσεως την ειδική τους γνώμη με το αζημίωτο: Κάποιος πρέπει να πληρώσει το αντίτιμο της προόδου, έλεγαν από καθέδρας.»

 

«Όλη μέρα οι δρόμοι ήταν κλειστοί, μποτιλιαρισμένοι. Οι πρόσφατα ξεσπιτωμένοι, που ζούσαν στις ρωγμές και τις σχισμές της πόλης, μαζεύονταν σμάρια γύρω από τα μοντέρνα κλιματιζόμενα αυτοκίνητα πουλώντας ξεσκονόπανα, φορτιστές για κινητά, συναρμολογούμενα παιχνίδια Τζάμπο Τζετ, οικονομικά περιοδικά, πειρατικές εκδόσεις βιβλίων (Πώς ν’ αποκτήσετε το πρώτο σας εκατομμύριο, Τι θέλει στ’ αλήθεια η καινούργια Ινδία), οδηγούς για εστιατόρια γκουρμέ, περιοδικά διακόσμησης με έγχρωμες φωτογραφίες από εξοχικά στην Προβηγκία και εγχειρίδια πνευματικής καθοδήγησης με άμεσες λύσεις (Εσύ είσαι υπεύθυνος για την ευτυχία σου… ή Πώς θα γίνεις ο καλύτερος φίλος του εαυτού σου…). Την Ημέρα της Ανεξαρτησίας πουλούσαν ψεύτικα αυτόματα και σημαιούλες της Ινδίας βαλμένες πάνω σε τάβλες που έγραφαν Mera Bharat Mahan, Η Ινδία μου είναι μεγάλη. Οι επιβάτες των αυτοκινήτων κοίταζαν από τα παράθυρα κι έβλεπαν μόνο το καινούργιο διαμέρισμα που σκόπευαν ν’ αγοράσουν, το τζακούζι που μόλις είχαν εγκαταστήσει και το μελάνι που ακόμα δεν είχε στεγνώσει στο τελευταίο κερδοφόρο συμφωνητικό τους. Ήταν ήρεμοι και χαλαροί μετά το μάθημα του διαλογισμού, έλαμπαν έπειτα από μια ώρα γιόγκα.

Στη βιομηχανική ζώνη της πόλης, στις εκτάσεις με τα βαλτόνερα τα γεμάτα σκουπίδια και χρωματιστές πλαστικές σακούλες, όπου είχαν «επανεγκατασταθεί» οι απόβλητοι, ο αέρας ήταν όλο χημικά και το νερό δηλητηριώδες. Σύννεφα κουνούπια βούιζαν πάνω από τις πηχτές πράσινες λιμνούλες. Περισσευούμενες μητέρες κούρνιαζαν σαν τα σπουργίτια πάνω από τα χαλάσματα που κάποτε ήταν τα σπίτια τους και νανούριζαν τα περισσευούμενα παιδιά τους.

Κοιμήσου, μωρό μου, πριν ο δαίμονας φτάσει.

Το καλό σου πουκάμισο απ’ τη γιαγιά σου πριν φτάσει.

Πριν ο θείος κι η θεία χορεύοντας φτάσουν.

Τα βραχιόλια, τα γιορντάνια, τα στολίδια σου φτάσουν.

 

Τα περισσευούμενα παιδιά κοιμόνταν κι ονειρεύονταν κίτρινες μπουλντόζες.

Πάνω από το σύννεφο της μόλυνσης και τη μηχανική βοή της πόλης, η νύχτα ήταν απέραντη και όμορφη. Ο ουρανός ήταν ένα δάσος από άστρα. Αεριωθούμενα πετούσαν σκίζοντας το σκοτάδι σαν αργοκίνητοι, κλαψιάρηδες κομήτες. Δέκα δέκα έκοβαν κύκλους πάνω από το σύννεφο της μόλυνσης που σκοτείνιαζε τον Διεθνή Αερολιμένα Ίντιρα Γκάντι, περιμένοντας την άδεια για προσγείωση.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!