Η βίαιη επιβολή ενός ενεργειακού μοντέλου που βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τις κοινωνικές ανάγκες. Του Τάσου Κεφαλά.
Από τις αρχές Δεκεμβρίου, που δημοσιοποιήθηκε το προσχέδιο, μέχρι αυτή τη στιγμή, που συζητιέται στην ολομέλεια της Βουλής (αν δεν έχει ψηφιστεί ήδη), το νομοσχέδιο με τον τίτλο «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής» έχει δεχθεί μια σκληρή και, ταυτόχρονα, ουσιαστική κριτική, ικανή να αποκαλύψει το πραγματικό του περιεχόμενο. Με απλά λόγια, είναι ψευδεπίγραφο. Επικαλείται την κλιματική αλλαγή, αλλά, στην πράξη, υπηρετεί την πραγματοποίηση επενδύσεων με κάθε κόστος, αγνοώντας περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Στη διαδρομή αυτή, το ΥΠΕΚΑ αναγκάστηκε να αποσύρει την προκλητική διάταξη, σύμφωνα με την οποία εξομοιώνονταν με ΑΠΕ τα μεγάλα Υ/Η, ισχύος μέχρι 100 MW. Ταυτόχρονα, ενέδωσε στις πιέσεις των επιχειρηματικών συμφερόντων του κλάδου, αντιμετωπίζοντας σαν ΑΠΕ τις μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης της καύσης των απορριμμάτων, πριμοδοτώντας την τιμή πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτή τη στιγμή, δεν έχει νόημα να επαναλάβουμε την εξαντλητική κριτική που ασκήθηκε στις επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου. Αξίζει, όμως, να επισημάνουμε τα κεντρικά πολιτικά και διαχειριστικά προβλήματα, που συνδέονται με το συγκεκριμένο νομοθέτημα.
Τα πολιτικά ζητήματα συνδέονται:
• Με την προφανή αδυναμία να υπηρετηθούν στόχοι δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος, όπως αυτός της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής μέσα σε ένα περιβάλλον πλήρους απελευθέρωσης των αγορών και, ιδιαίτερα, της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι, με δεδομένο το μέγεθος του προβλήματος, η αμφισβήτηση του καθεστώτος της πλήρους αποχαλίνωσης της αγοράς προσλαμβάνει επείγοντα χαρακτήρα και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μια πολιτική θεωρητικών και αόριστων καταγγελιών. Μπορεί και πρέπει να πάρει τη μορφή συγκεκριμένων πολιτικών προτάσεων.
• Με την απουσία πολιτικής που θα κατατείνει στη συγκράτηση και στον περιορισμό της ζήτησης ενέργειας. Μια τέτοια πολιτική είναι άμεσα συνδεδεμένη με βαθιές αλλαγές στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, με αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης, που ευνοεί την υπερπαραγωγή και υπερκατανάλωση, καθώς και με άμεσες πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας.
• Με τη συντήρηση και αναπαραγωγή του συγκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης, χαρακτηριστικό δείγμα του οποίου είναι και το συζητούμενο σχέδιο «Καλλικράτης». Το μοντέλο αυτό οδηγεί, και στον τομέα της ενέργειας, στην κάθετη συσσώρευση μεγάλων εγκαταστάσεων ΑΠΕ και μακρών δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Αντίθετα, οι πολίτες έχουν ανάγκη την αποκέντρωση και τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού των αναγκών τους, μέσα σε ένα πλαίσιο συλλογικής ευθύνης και αλληλεγγύης.
Τα διαχειριστικά ζητήματα συνδέονται με ένα απλό και εύκολα ελέγξιμο κριτήριο: το αν, δηλαδή, το επίμαχο νομοθέτημα θα προκαλέσει αποτελέσματα που οδηγούν στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Με άλλα λόγια, αν θα οδηγήσει στο κλείσιμο κάποιου από τους υφιστάμενους θερμικούς σταθμούς ή αν θα αποτρέψει τη δημιουργία νέων.Τι συμβαίνει, αλήθεια, στην πράξη;
• Υπάρχει χρόνια διακομματική ανοχή στην πλήρη απουσία μακροχρόνιου δεσμευτικού ενεργειακού σχεδιασμού, με ποσοτικούς στόχους, σε άμεση σύνδεση με τους στόχους περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου – με παράλληλη εκπόνηση εθνικού σχεδίου εξοικονόμησης ενέργειας και πολιτικές περάσματος στη μεταλιγνιτική περίοδο.
• Επιχειρείται η προώθηση των ΑΠΕ, στη βάση ποσοστιαίων στόχων για το 2020, χωρίς σημείο αναφοράς στην προβλεπόμενη αντίστοιχη κατανάλωση ενέργειας. Αυτού του τύπου η προσέγγιση, αν δεν αποτραπεί η ραγδαία αύξηση της ζήτησης ενέργειας, προφανώς και δεν εξασφαλίζει τη μείωση της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα (και, κατά συνέπεια, τη μείωση των εκπομπών ρύπων).
• Το ΥΠΕΚΑ, την ίδια στιγμή που διακηρύσσει μεγαλεπήβολους στόχους για τις ΑΠΕ, ανέχεται και ενθαρρύνει την ανάπτυξη θερμικών σταθμών με συμβατικά καύσιμα. Οι νέες μονάδες λιγνίτη και φυσικού αερίου, που έχουν δρομολογηθεί, θα έχουν σαν αποτέλεσμα το διπλασιασμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου από την ηλεκτροπαραγωγή. Όσες, συνεπώς, χιλιάδες MW ΑΠΕ κι αν εγκατασταθούν, οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου θα εξακολουθήσουν να έχουν αυξητική πορεία.
• Ενθαρρύνεται η αχαλίνωτη χρήση φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή (σε ποσοστό 73 % επί του συνόλου), γεγονός που συνεπάγεται τεράστιες ενεργειακές απώλειες, τις οποίες θα κληθούν να καλύψουν νέες και νέες ΑΠΕ, χωρίς να περιορίζονται οι εκπομπές των αερίων.
• Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσονται οι ΑΠΕ (αμφισβητούμενες και απροσπέλαστες μελέτες εκτίμησης δυναμικού ΑΠΕ, απουσία πρόβλεψης και εκτίμησης αιολικού δυναμικού, απουσία πολιτικών για αποθήκευση ενέργειας από ΑΠΕ) στερούν τη δυνατότητα να αντλήσουμε από αυτές το maximum των δυνατοτήτων τους και να τις αξιοποιήσουμε για την αντιμετώπιση φορτίων βάσης και φορτίων αιχμής. Αυτό κάνει αναγκαία την ταυτόχρονη κατασκευή θερμικών μονάδων ίσης (ή περίπου ίσης ισχύος).
• Διασπάται η περιβαλλοντική αξιολόγηση (ξεχωριστά οι περιβαλλοντικοί όροι, ξεχωριστά η έγκριση επέμβασης σε δασική έκταση και ούτε λόγος για περιβαλλοντική αξιολόγηση των έργων διασύνδεσης) και αποδυναμώνεται η συμμετοχή των πολιτών στη δημόσια διαβούλευση.
Η συνεκτίμηση όλων των παραπάνω παραμέτρων φανερώνει ότι αυτό που επιχειρείται -και με το νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ- είναι μια προσπάθεια βίαιης επιβολής ενός ενεργειακού μοντέλου, που βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τις κοινωνικές ανάγκες και, οπωσδήποτε, με τους στόχους τους οποίους υποτίθεται ότι υπηρετεί.
Αν αυτή η εκτίμηση είναι σωστή, το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον είναι νέες κοινωνικές συγκρούσεις με επίκεντρο την ενέργεια και ρόλος ουραγού στη χώρα μας στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.
*Ο Τάσος Κεφαλάς είναι μέλος της Συμπαράταξης Βοιωτών για το Περιβάλλον.