Μοναχική και μετωπική πολιτική: Κάτι τέτοιο είναι λεκτική ακροβασία ή ρεαλιστική περιγραφή; Όλες οι διακηρύξεις και οι αποφάσεις των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων διακηρύσσουν την επιμονή τους στο χτίσιμο μετώπου για την αντίσταση στα μέτρα της κυβέρνησης, αλλά η πρακτική δείχνει πως ο μοναχικός, αδιέξοδος, αυτοαναφορικός δρόμος, τελικά υπερισχύει.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, βοά από παντού η ανάγκη για ένα πλατύ και ανοικτό μέτωπο των δυνάμεων της εργασίας. Κραυγάζει η ανάγκη για κοινή δράση, ενιαία κέντρα αγώνα και διαμόρφωση ενός κεντρικού στόχου πάλης. Η απαίτηση αυτή, απαίτηση μαζική και από τα κάτω, φαίνεται να επηρεάζει τις αποφάσεις και τους σχεδιασμούς των επιτελείων της Αριστεράς.
Πιο ανοικτά και θαρραλέα ο ΣΥΡΙΖΑ που παρά τη δίμηνη αδικαιολόγητη καθυστέρηση (καρπός της συνεδριακής εσωστρέφειας της βασικής συνιστώσας και της εναγώνιας αναζήτησης «ηγεμονιών» και «ισορροπιών»), με απόφαση της γραμματείας του στις 15/3, προτρέπει στη δημιουργία ανοικτών επιτροπών ενάντια στα κυβερνητικά μέτρα και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι επιτροπές αυτές δεν περιορίζονται στη συνεύρεση του δυναμικού της Αριστεράς, αλλά σε πλατιές συσπειρώσεις με τις ζωντανές δυνάμεις των τοπικών κοινωνιών και φτάνουν μέχρι και τη βάση του ΠΑΣΟΚ.
Ακολούθησε μια διαφοροποιημένη στάση κομμάτων και φορέων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Τα περί «τρίτου πόλου» και «ανυποχώρητου αγώνα ενάντια στην υποταγμένη Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ», υποχώρησαν κάτω από την πίεση της πραγματικότητας, αλλά και τη μετατόπιση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ: Από τον συναγελασμό με τις ηγεσίες των ΓΣΕΕ–ΑΔΕΔΥ, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε -μπερδεμένα και όχι ενιαία αλλά πάντως προχώρησε- στον αγωνιστικό συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων.
Μόνο που όταν φάνηκαν οι δυνατότητες πλατύτερων συσπειρώσεων και σε εργασιακό επίπεδο και στις γειτονιές, επανήλθε ο φόβος του διαχωρισμού στις οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η μεταμφίεση των πολιτικών επιτελείων σε ελάχιστα σωματεία, που με σκληρή γραμμή διαχωρίζονται από τους «υπόλοιπους», συναντά αντιδράσεις ακόμα και στο εσωτερικό αυτού του χώρου.
Μέχρι και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ νιώθουν την πίεση της λαϊκής απαίτησης για ένα «μέτωπο σωτηρίας» του εργαζόμενου λαού από την καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης και των Βρυξελλών. Φυσικά, η ηγεσία του απάντησε με την περαιτέρω περιχαράκωση, εξαπολύοντας φραστικούς μύδρους και παραγγέλνοντας άλλον ένα γύρο λαϊκών μετώπων.
Τροποποιήσεις χωρίς υπερβάσεις
Η Αριστερά, σήμερα, θα μπορούσε να διεκδικήσει την ηγεμονία. Θα μπορούσε, σε πολύ ευνοϊκό -για το πρόγραμμά της- περιβάλλον και ταυτόχρονα σε πολύ αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, να πείσει ότι οι επιδιώξεις της ταυτίζονται με τα συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας. Κάτι τέτοιο, όμως, θέλει γενναιότητα υπέρβασης του χθες, αλλά και αντίληψη της εποχής, του κενού, της ευκαιρίας, του καθήκοντος. Στην περίπτωσή μας οι πολιτικές ανεπάρκειες, συναντώνται με τις κομματικές σκοπιμότητες. Έτσι, τα μέτωπα και οι μετωπικές πολιτικές εξαγγέλλονται, αλλά δεν υλοποιούνται. Οι επιτροπές που εξήγγειλε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλού προχωρούν, αλλού σκαλώνουν, ανάλογα με τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Συχνά-πυκνά βγαίνουν στη φόρα άλλες προτεραιότητες, π.χ αυτοδιοικητικές εκλογές. Η αντίληψη «συντονισμός μόνο των σωματείων και κανενός άλλου», γίνεται εμπόδιο για ευρύτερες συνευρέσεις συνδικαλιστικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Τα παραδείγματα των μίζερων αντιφάσεων είναι πολλά και ακυρώνουν τη μεγάλη ευθύνη της περιόδου. Το πρόβλημα είναι ότι η Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με το αδυσώπητο ερώτημα της ίδιας της χρησιμότητάς της, αν δεν ορθώσει αποτελεσματικό μέτωπο αντίστασης και ανατροπής. Σήμερα δεν δίνεται «μια ακόμα μάχη» σαν τις πολλές που έχει δώσει (ή «δώσει») η Αριστερά τα τελευταία χρόνια. Το κυβερνητικό πακέτο μέτρων που εμπλουτίζεται διαρκώς, αλλά και η συντεταγμένη πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία του λαού και την κοινωνική ασφυξία, βάζουν μοναδικά και κορυφαία καθήκοντα.
Οι κλυδωνισμοίθα γεννήσουν κάτι νέο;
Η τελευταία απόφαση της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, αν εφαρμοστεί και προχωρήσει, δημιουργεί κάποια νέα δεδομένα. Στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν δυνάμεις (κυρίως όσοι προχώρησαν στην Πρωτοβουλία για ένα Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, αλλά και άλλοι) που βλέπουν με πιο αποφασιστικό τρόπο το πρόβλημα και δείχνουν να μπορούν να συνδυάσουν την κοινή δράση με την αναζήτηση πολιτικών στόχων-αιτημάτων που να συμπυκνώνουν ανάγκες της τρέχουσας συγκυρίας (π.χ. δημοψήφισμα, επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, να φύγει η κυβέρνηση Παπανδρέου, για να αναφέρουμε κάποιους από τους πολιτικούς στόχους–αιτήματα που προβλήθηκαν, ζυμώνονται και αποκτούν σταδιακά μια «αναγνώριση»). Φυσικά, όλα αυτά -ανάγκες και διεργασίες- «βραχυκυκλώνονται» από αγκυλώσεις, περισπασμούς, πολιτικές διαφορές, ειδικούς σχεδιασμούς επιτελείων, προσώπων κ.λπ. Πάντως, τον τελευταίο καιρό υπάρχουν δύο νέα ενθαρρυντικά στοιχεία, που ακόμα δεν έχουν εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε.
Το πρώτο αφορά στο πολιτικό πλαίσιο. Έχουν αρχίσει οι πρώτες σοβαρές ρωγμές στην ακινησία που υπήρχε γύρω από τα θέματα «Ευρώπη», «ΟΝΕ και ευρώ», «σχέσεις της χώρας μας με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ», «ιμπεριαλισμός» και έχουν διατυπωθεί προβληματισμοί για μια άλλη πολιτική στη βάση της συγκεκριμένης κατάστασης και όχι πάνω στο έδαφος μιας αόριστης και νεφελώδους «εναλλακτικής πρότασης». Το δεύτερο, αφορά στην εμβρυακή κίνηση μορφών κοινής δράσης, που ξεπερνούν την «κατά μόνας» στάση. Η δημιουργία ανοιχτών επιτροπών, η διοργάνωση κοινών πορειών και συγκεντρώσεων μια μέρα κάθε βδομάδα και το θετικότερο κλίμα συνεννόησης ανάμεσα σε δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, δημιουργούν σιγά – σιγά ένα άλλο τοπίο.
Χρίστος Κατσούλας