Της Αλίκης Βεγίρη. Το πόσο έχουν μπλέξει τα μπούτια τους εκεί στην τρόικα, δεν λέγεται.
Το ΔΝΤ πάνω από χρόνο, στην αρχή διακριτικά, τελευταία με στεντόρεια φωνή, παραδέχεται ότι η πολιτική όπως σχεδιάστηκε για την Ελλάδα δεν υπάρχει περίπτωση να επαληθευτεί χωρίς κάποιες προϋποθέσεις, κυριότερη των οποίων είναι η ανάληψη ζημιών και από τους δανειστές, και του ιδίου (γιατί όχι) συμπεριλαμβανομένου, μιας και κανένα από τα προγράμματα που (τρόπος του λέγειν) σχεδίασε, δεν ευδοκίμησε.
Η αλλαγή πολιτικής, όμως, σκοντάφτει αφενός στις εμμονές της Μέρκελ, αφετέρου στη συνενοχή όλων των κυβερνήσεων του Νότου, που είναι και ο σημαντικότερος ανασχετικός παράγοντας. Καθότι, αν ο Νότος, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Κύπρος και πιθανόν Γαλλία, έβγαιναν μπροστά συντονισμένα και με άγριες διαθέσεις, δεν θα υπήρχε περίπτωση για το Βερολίνο να μην υποχωρήσει, μια και διαφορετικά το διακύβευμα θα ήταν τεράστιο.
Όμως κάποια τέτοια συμμαχία των Νοτίων δεν διαφαίνεται στο κοντινό μέλλον, όχι τόσο λόγω ιδεολογικής σύμπτωσης των εν λόγω κυβερνήσεων με το Βερολίνο και τους διακηρυγμένους σκοπούς του ΔΝΤ, αλλά διότι η παραμονή τους στην εξουσία αποτελεί για τους περισσότερους τη μόνη ασφαλιστική δικλίδα για να αποφύγουν το λιντσάρισμα από τα εξαγριωμένα πλήθη.
Από την άλλη μεριά, η Μέρκελ δεν δρα αφ’ εαυτής, μια και έχει καταφέρει να συσπειρώσει γύρω από την πολιτική της την πλειοψηφία των Γερμανών. Κι επειδή η πολιτική τόσο των φιλελευθέρων, όσο και των σοσιαλδημοκρατών ως προς το χειρισμό της κρίσης στην Ευρωζώνη είναι ταυτόσημη με αυτή της Μέρκελ, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι τα μαρτύρια των λαών του Νότου βρίσκουν εντελώς σύμφωνο και το λαό της Γερμανίας. Και για να έχουμε κάποια τάξη μεγέθους, στις τελευταίες δημοσκοπήσεις η Μέρκελ παίρνει ένα 42%, οι φιλελεύθεροι ένα 5% και οι σοσιαλδημοκράτες ένα 26%. Δηλαδή τα 3/4 του γερμανικού λαού πλειοδοτούν αυτή την κατάσταση. Κάποιοι μάλιστα επιχαίρουν κι ανοιχτά.
Έχουμε μάθει να διαχωρίζουμε τους λαούς από τις κυβερνήσεις τους, αλλά από την άλλη μεριά, καλό είναι να διατηρούμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας και το γεγονός ότι εν τέλει οι λαοί είναι αυτοί που εκλέγουν και συντηρούν τις κυβερνήσεις τους και μάλιστα με τέτοιες πλειοψηφίες. Όσο πλανημένοι και να είναι…
Πίσω στην Ιστορία
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές τι κάνει τους Γερμανούς να έχουν διαφοροποιηθεί τόσο έντονα από την υπόλοιπη Ευρώπη, τουλάχιστον τον 20ό αιώνα. Μια καλή εξήγηση δίνει ο Αϊζάια Μπερλίν στο έργο του για το γερμανικό Ρομαντισμό (π.χ. Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας) και τη δυσπιστία της γερμανικής αστικής τάξης στα προτάγματα του Διαφωτισμού. Το ίδιο και ο Άρνολντ Χάουζερ στην Κοινωνική ιστορία της Τέχνης, Τόμος Γ’. Ο Χίτλερ δεν ήταν παρά η αποκρυστάλλωση του γερμανικού ιδεαλισμού, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό.
Στη Γερμανία του 18ου αιώνα, ο Διαφωτισμός πέρασε και δεν ακούμπησε. Αυτό όμως που ρίζωσε και θέριεψε ήταν το Ρομαντικό κίνημα, που ενώ κι αυτό εκπροσωπούσε τη χειραφέτηση της αστικής τάξης όπως και ο Διαφωτισμός, εντούτοις πήρε τη μορφή μιας «πληβειακής συγκινησιοκρατίας», κι επομένως το αντίθετο της αγέρωχης και δύστροπης νοησιαρχίας των ανωτέρων τάξεων. Ενώ η μεσαία τάξη στη Γαλλία και στην Αγγλία εξακολουθούσε να έχει πλήρη συναίσθηση της θέσης της στην κοινωνία και ποτέ δεν εγκατέλειψε τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού, η γερμανική μεσαία τάξη πέρασε στον έλεγχο του ρομαντικού ανορθολογισμού πριν περάσει καν από το σχολείο του ορθολογισμού. Ο ορθολογισμός περιορίστηκε στα πανεπιστήμια και ανάμεσα στους λόγιους και τους ακαδημαϊκούς. Δεν διείσδυσε ποτέ σθεναρά στη δημόσια ζωή, στην κοινωνική και πολιτική σκέψη των πλατιών μαζών ή στην ίδια τη μεσαία τάξη. Τουναντίον, διαστρεβλώθηκε και γελοιοποι ήθηκε.
Το γιατί συνέβη αυτό είναι μια μακρά ιστορία η οποία ξεκινάει από τον 16ο αιώνα, με την παρακμή των βορειο-γερμανικών εμπορικών πόλεων προς όφελος των ολλανδικών και αγγλικών κέντρων και με την συνεπαγόμενη παρακμή και αποδυνάμωση της γερμανικής αστικής τάξης. Στη Γαλλία, οι ευγενείς γαιοκτήμονες ήταν αρκετά διορατικοί ώστε ν’ αφήσουν το εμπόριο και τη βιομηχανία, καθώς και μερίδα του διοικητικού μηχανισμού στα χέρια της ανερχόμενης αστικής τάξης, ενώ στην Αγγλία έως και συνασπίστηκαν μαζί της εναντίον του βασιλιά. Οι Γερμανοί ευγενείς έπραξαν το ακριβώς αντίθετο, γύρισαν την πλάτη στη μεσαία τάξη η οποία παραγκωνίστηκε και εξαθλιώθηκε και συμμάχησαν με αυτούς που δεν έπρεπε, δηλαδή με τους ηγεμόνες. Οι συνέπειες αυτής της αδυναμίας της αστικής τάξης να δρομολογήσει και να πρωτοστατήσει στις εξελίξεις σαν φορέας ενός νέου και δυναμικού πνεύματος, ήταν η επικράτηση ενός άκρατου ιδεαλισμού, αδιαφορίας για τις κοινωνικές συνθήκες, την πολιτική και πολιτιστική ζωή.
Γερμανική σκέψη
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες το πολύ ωραίο βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη Οι κεραίες της εποχής μου, έπεσα στο κεφάλαιο που αφιερώνει στο νεαρό και διάσημο Γερμανό συγγραφέα Ντάνιελ Κέλμαν (γνωστό και στην Ελλάδα από το βιβλίο του Η μέτρηση του κόσμου), όπου σε κάποια χαλαρή στιγμή κι ενώ βρίσκονται στο τρένο ταξιδεύοντας παρέα, ο Χρυσοστομίδης του απευθύνει την κλασική, αλλά ακόμα αναπάντητη ερώτηση για το «πώς συνέβησαν όλα αυτά», κι εννοούσε τη φρίκη των στρατοπέδων και την άνοδο του Χίτλερ.
«Υπάρχει στο καλό και στο κακό, ένα τυπικό χαρακτηριστικό της γερμανικής κουλτούρας, το οποίο κατά τη γνώμη μου καθορίζει τη γερμανική σκέψη. Οι Γερμανοί έχουν τη συνήθεια να ερμηνεύουν την πραγματικότητα και τα γεγονότα σύμφωνα με κάποιες αφηρημένες ιδεολογικές αρχές. Αν μπορέσεις να πείσεις το γερμανικό λαό πως για κάποιο αφηρημένο λόγο είναι απαραίτητο να κάνει κάτι το πολύ απάνθρωπο, τότε θα το κάνει. Διότι είναι πεισμένος ότι κάνει το καλό. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί στους λαούς της Νότιας Ευρώπης. Εκεί θα έλεγαν «μπορεί να είναι απαραίτητο, αλλά εγώ δεν θα το κάνω». Ίσως λοιπόν αυτή να είναι η ουσία του καλού και του κακού προσώπου της Γερμανίας: αυτό το επίπεδο μιας θεωρητικής αίσθησης του καθήκοντος, καθώς επίσης και η ικανότητα να μην συγκινείται από τον πόνο και το δράμα του άλλου. Η συμπεριφορά ενός Γερμανού υπακούει σε κανόνες. Βεβαίως αυτά που λέω δεν εξηγούν τα πάντα, είναι απλώς μια δική μου θεωρία. Μπορεί να λέω και ανοησίες».
Ήδη ο Κέλμαν, σε άδολες ακόμα εποχές, εντοπίζει άθελά του μια θεμελιακή διαφορά των συμπατριωτών του με τους Νότιους, μια διαφορά που στη συνέχεια θα μεγεθυνθεί με απρόβλεπτες συνέπειες. Και ο Ανταίος, ξαναδιαβάζοντάς την, θα αναρωτιέται σήμερα πώς η απάντηση σε μια ερώτηση που υποβλήθηκε το 2009, θα αποκτούσε τέτοια σημασία τέσσερα χρόνια αργότερα.