Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του φαινομένου της γλώσσας –επομένως και των συγκεκριμένων γλωσσών– είναι ότι αφενός ομογενοποιεί τους ομιλητές της και αφετέρου και ταυτοχρόνως τους διαφοροποιεί, ανάλογα με τις όποιες ιδιαίτερες ταυτότητες διαθέτουν. Αυτή η πολύπλοκη διαλεκτική σχέση δεν είναι τόσο ορατή, όταν μελετάμε το γλωσσικό σύστημα, αλλά όταν μελετάμε τις χρήσεις της γλώσσας ή την συμβολική ισχύ που έχουν οι διαφορετικές γλώσσες στο παγκόσμιο σύστημα.
Όταν, π.χ. ερευνούμε τη διαφορετική χρήση της γλώσσας από τα δύο φύλα και τον γλωσσικό σεξισμό, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο οι γυναίκες παραμένουν το «δεύτερο φύλο» δεν είναι οι γραμματικές καταλήξεις (και γιαυτό οι διορθώσεις που προτείνονται δεν είναι πανάκεια), αλλά είναι το πόσο σιωπηλές παραμένουν οι γυναίκες σε αυτό που αποκαλείται δημόσια σφαίρα, ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με έρευνα της Open Society, στις πολιτικές εκδηλώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι άνδρες ομιλητές είναι τριπλάσιοι από τις γυναίκες. Η έρευνα μελέτησε στοιχεία από περισσότερους από 12.600 ομιλητές σε κορυφαίες ευρωπαϊκές διασκέψεις και συνέδρια την τελευταία πενταετία και κατέληξε σε αυτά τα καθόλου ενθαρρυντικά συμπεράσματα (πηγή: Εφημερίδα Συντακτών, 14/3/2018). Νομίζω ότι παρόμοια θα ήταν τα συμπεράσματα, αν είχε ερευνηθεί η ελληνική πολιτική ζωή ή ακόμη και ριζοσπαστικές πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς. Τι συμβαίνει λοιπόν; Οι γυναίκες ακόμη και σήμερα θεωρούν ότι δεν είναι τόσο επαρκείς στην εκφορά του πολιτικού λόγου όσο οι άνδρες, ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να καθρεφτίζονται μέσα από τα μάτια ενός άνδρα, ή ακόμη και σήμερα κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ότι «μιλάνε σαν άνδρες» (και επομένως δεν διαθέτουν τα «πρωτοτυπικά» γυναικεία χαρακτηριστικά, γλυκύτητα, ηπιότητα, ανεκτικότητα, δηλαδή «συμπληρωματικότητα»). Ή αλλιώς «a woman is damned if she does, and damned if she doesn’t».
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση γλωσσικής ανισότητας είναι αυτή που αφορά τη σχέση γλώσσας και διαλέκτου. Για την κοινή γνώμη η γλώσσα είναι η «επίσημη», αυτή που έχει προτυποποιηθεί και διδάσκεται στο σχολείο, ενώ η διάλεκτος θεωρείται ότι ετεροπροσδιορίζεται πάντα ως προς μια γλώσσα. Αυτή η κοινή αντίληψη δεν έχει καμιά επιστημονική βάση. Ήδη ο παλιός γλωσσολόγος Max Weinreich υποστηρίζει ότι «η γλώσσα παραμένει μια διάλεκτος με στρατό και στόλο», ενώ ο σύγχρονος γλωσσολόγος Calvet υποστηρίζει ότι η «διάλεκτος δεν είναι παρά μια ηττημένη γλώσσα». Η δημιουργία των εθνικών κρατών στην Ευρώπη ταυτίστηκε με τη γλωσσική ομογενοποίηση και τον περιορισμό ή και τον εξοβελισμό των διαλέκτων και των τοπικών ποικιλιών. Αντιθέτως, η καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση της τελευταίας 25ετίας και η ανάγκη να περιοριστούν οι δικαιοδοσίες του εθνικού κράτους είχε ως βασικό όπλο στη φαρέτρα της τη ρητορική και την προώθηση της γλωσσικής –και άλλης– ποικιλομορφίας, την προώθηση της επιβίωσης και πολλές φορές της αναβίωσης διαλέκτων και ιδιωμάτων. Στη σύγχρονη εποχή που και η παγκοσμιοποίηση μοιάζει να αντιμετωπίζει προβλήματα, επελαύνει ο παγκόσμιος ηγεμονισμός της αγγλικής χωρίς πολλές «ευαισθησίες» για τις «ασθενείς» γλώσσες.
Εκεί, όμως, που οι άνισες σχέσεις ισχύος μεταξύ των γλωσσών αποδεικνύονται κατεξοχήν είναι στον τρόπο που οι διανοούμενοι στην χώρα μας επιχειρηματολογούσαν για τις θέσεις τους επί του περίφημου «γλωσσικού ζητήματος». Αρχαϊστές και δημοτικιστές –με διαφορετικά προφανώς επιχειρήματα– προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους, φέρνοντας το παράδειγμα των «ανεπτυγμένων» εθνών της Δύσης. Έτσι, ο αρχαϊστής Σκιάς που πίστευε ότι η ελληνική έπρεπε να επιστρέψει βαθμηδόν στην αρχαία της μορφή ισχυρίζεται ότι «η ιστορία διδάσκει ότι εις πάντα τα μεγάλα έθνη συνετελέσθη πρώτον η εθνική ενότης και έπειτα μετά μακρότατον χρόνον επήλθε ως συνέχεια εκείνης η γλωσσική». Από την άλλη πλευρά, ο Ψυχάρης, οπαδός της λαϊκής γλώσσας υποστηρίζει ότι: «η Ελλάδα όταν νομίζει ότι επιστρέφει στον Ξενοφώντα, δείχνει ότι δεν έχει ελευθερωθεί από την ηθική σκλαβιά στον Τούρκο».
Θα’ ταν παράλειψη, ωστόσο, να μην αναφέρουμε ότι η επαφή και η αλληλεπίδραση με τους άλλους λαούς δεν είναι υποχρεωτικό να παίρνει τη μορφή ηγεμονικής σχέσης. Αυτό διαβάζουμε στην προεπαναστατική έκδοση ενός λεξικού της ιταλικής από τον Σπυρίδωνα Βλαντή: «Δεν εννοώ να είπω με τούτο (σ.σ. εννοεί την έκδοση του ιταλικού λεξικού) ότι η ευφυία των Ελλήνων έχει χρείαν να ζητήση αλλού τας εμπνεύσεις. Αλλ’ ότι δύναται μάλλον να τας επιταχύνη, κατά μίμηση της λαμπάδος, ήτις, όσον περισσότερον κινείται υπό ελαφράς αύρας, τοσούτον ωραιοτέρα και ζωηροτέρα διαλάμπει».
Από το τελευταίο απόσπασμα, αλλά και από όσα συζητήθηκαν παραπάνω, πιστεύω ότι φάνηκε η ανάγκη να μην περάσουμε υποχρεωτικά από τις συμπληγάδες του υποκριτικού μοραλισμού της μυθοποιημένης γλώσσας και του ανυπόκριτου αμοραλισμού της τεχνοκρατικής προσέγγισης και της παγκόσμιας αγγλικής. Ούτε από εκείνες της υποκριτικής «κατάκτησης της ισότητας των φύλων» και της ανυπόκριτης αποδοχής της γυναικείας μοίρας. Οι κοινότητες των ανθρώπων μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους πραγματοποιώντας τις απαραίτητες ενότητες –και τις απαραίτητες διακρίσεις. Όπως κάνουν και οι ανθρώπινες γλώσσες!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)