Τι ήθελε να πει η Μέρκελ;
Φυσικά, δεν ήταν η πρώτη φορά που καγκελάριος κήρυττε το τέλος της πολυπολιτισμικότητας. Το 2004 είχε προηγηθεί ο Σρέντερ με τις δηλώσεις του για άμεση ενσωμάτωση των μεταναστών, σπάζοντας έτσι τη γερμανική παράδοση η οποία ποτέ δεν αναγνώρισε τη χώρα επισήμως ως μεταναστευτικό προορισμό.
Τι ήθελε, άραγε, να πει η Μέρκελ και γιατί αυτή τη στιγμή, όταν μάλιστα η στάση της, λίγο μόλις καιρό πριν, στο άκρως προκλητικό βιβλίο του Τίλο Ζαρατσίν, (μέλους του Δ.Σ. της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας), με τίτλο Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της, ήταν όχι μόνο έντονα επικριτική, αλλά συνοδευόταν και από αίτημα άμεσης παραίτησής του;
Σήμαινε αλλαγή πλεύσης, πρόθεση αυτονόμησης και επιθυμία επανόδου στο ιστορικό προσκήνιο όχι πλέον ωςισότιμο μέλος διεθνών οργανισμών, όπως ΝΑΤΟ και Ε.Ε., αλλά ως ηγέτιδα δύναμη και αυτόνομο έθνος με τις δικές του στρατηγικές και εν δυνάμει συμμαχίες, ας πούμε με τη Ρωσία;
Σήμαινε μόνο επιθυμία συμπόρευσης με τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας και κυβερνητικό εταίρο Ζέεχόφερ, ο οποίος στον ίδιο με τη Μέρκελ χώρο είχε δηλώσει δέσμευση σε μια ηγεμονική γερμανική κουλτούρα και αντίθεση στο φιλελεύθερο ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας;
Ήταν απλώς δευτερευούσης σημασίας λαϊκιστικές κορόνες για την ανάκτηση μέρους της καταρρέουσας δημοφιλίας του κυβερνητικού σχήματος του οποίου ηγείται, με το να επιχειρεί να στρέψει την οργή από την ανεργία και την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, προς τον συνήθη αποδιοπομπαίο τράγο, δηλαδή τους μετανάστες. Και για να είμαστε περισσότερο σαφείς, προς τα περίπου 4 εκατομμύρια των μουσουλμάνων μεταναστών κυρίως των Τούρκων;
Θέλησε να στενέψει το πολιτικό κενό με κομμάτια της ακροδεξιάς, μέσα και έξω από το κόμμα της, τα οποία θα μπορούσαν να εμφανιστούν με μια άκρως αντι-ισλαμική ατζέντα;
Δύσκολα ν’ απαντήσει κανείς με σιγουριά. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι έθιξε με απροκάλυπτο πλέον τρόπο ένα θέμα το οποίο έρπει από καιρό και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου αν λάβουμε επιπλέον υπ’ όψιν μας και την πρόσφατη πολιτική Σαρκοζί και Μπερλουσκόνι προς τους Ρομά και πριν από αυτή, την πολιτική απαγόρευσης της μπούρκας σε Γαλλία και των τζαμιών στην Ελβετία, όπως επίσης και την άνοδο των ακροδεξιών αντι-μεταναστευτικών κομμάτων σε Ολλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ελβετία, Ουγγαρία, Γερμανία και προσφάτως Σουηδία, διαπιστώνουμε ότι η τουφεκιά της Μέρκελ κάθε άλλο παρά άστοχη ήταν. Τα λόγια της έβγαλαν στην επιφάνεια αυτό που, από δεκαετία τουλάχιστον, ψιθυριζόταν ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αρχίζουν πλέον ανοιχτά να παίρνουν διαζύγιο από την ανεκτικότητα των «παράλληλων κοινωνιών». Σε αντίθεση με τη Γαλλία που είχε εξαρχής εφαρμόσει πολιτικές αφομοίωσης των μεταναστών, και την Αγγλία με τις πιο ενεργές πολιτικές, έστω και τύποις, σεβασμού της διαφοράς, η Γερμανία ποτέ δεν παραδέχτηκε ανοιχτά ότι στο έδαφός της οι μετανάστες κόντευαν ήδη στην τρίτη γενιά και ότι ήταν κάτι παραπάνω από προσωρινοί. Έτσι, η ελλιπής ενσωμάτωσή τους κάθε άλλο παρά στη δική τους άρνηση θα μπορούσε να χρεωθεί.
«Η απαίτηση για ενσωμάτωση θα αποτελέσει ένα από τα κύρια καθήκοντά μας», δηλώνει η Μέρκελ και αμέσως μετά το Βερολίνο θα πλημμυρίσει με αφίσες, παροτρύνοντας το πολυπληθές τουρκικό στοιχείο να καθίσει στα θρανία και να μάθει τουλάχιστον τη γλώσσα. Για να προλάβει, δε, κάθε όσμωση με τους ακροδεξιούς που παραμονεύουν να τραβήξουν το σπαθί, σπεύδει να προειδοποιήσει ότι τα τζαμιά αποτελούν κομμάτι του γερμανικού χώρου, ενώ ο Γερμανός πρόεδρος Βουλφ, αναλαμβάνει να καθησυχάσει τον Τούρκο ομόλογό του, τονίζοντας με θέρμη ότι οι Γερμανοί τρέφουν τα «καλυτερότερα» των αισθημάτων προς τους ξενιτεμένους συμπατριώτες του.
Η πραγματικότητα, όμως, στο εσωτερικό της Γερμανίας δείχνει ότι όντως υπάρχει πρόβλημα. Πρόσφατη δημοσκόπηση ενός think tank προσκείμενου στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είχε δείξει ότι το 55% των Γερμανών θεωρεί ότι οι μετανάστες αποτελούν βάρος στην οικονομία, ενώ το 33%, ότι η χώρα έχει κυριολεκτικά κατακλυστεί από αυτούς.
Η Μέρκελ, είναι φανερό ότι προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο αντι-μεταναστευτικό αίσθημα των ψηφοφόρων της και την κακή πλευρά της γερμανικής ιστορίας. Παρά ταύτα, το ερώτημα «γιατί τώρα;» παραμένει. Και τούτο, διότι η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε άνοδο, η ανεργία πέφτει σταθερά και γρήγορα και η ροή των μεταναστών, ειδικά από την Τουρκία, έχει αρχίσει να παίρνει αρνητικό πρόσημο. Ένα, όμως, πράγμα φαίνεται σίγουρο: Με το τέλος της κρίσης, η Γερμανία δεν θα είναι καθόλου αυτή που για τόσες δεκαετίες ξέραμε.