Δύο εβδομάδες έως τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, και το δημοσκοπικό ρολόι έχει παγώσει, παρά την αναταραχή και αβεβαιότητα. Τα φαινόμενα αυτά εντάθηκαν από την ανάμιξη του Μασκ υπέρ της ακροδεξιάς AfD, αλλά και την αποτυχημένη (κατόπιν παρέμβασης και της Μέρκελ) απόπειρα του Χριστιανοδημοκράτη Μερτς να καλοπιάσει το ακροδεξιό ακροατήριο θέτοντας σε ψήφιση την επαναφορά των συνοριακών ελέγχων. Έτσι τα γκάλοπ παρουσιάζουν κι αυτήν την εβδομάδα την ίδια εικόνα, που αγχώνει τη γερμανική ελίτ. Διότι δεν διαφαίνεται βατή έξοδος από την πολιτική κρίση (για διέξοδο από την οικονομική και κοινωνική κρίση κανείς δεν τολμά να κάνει προβλέψεις!). Πρώτη λοιπόν παραμένει η συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών-Βαυαρών, αλλά με ένα φτωχό 30%. Δεύτερη η ακροδεξιά AfD, κολλημένη κι αυτή στο 21%, παρόλο που ο Μερτς έκανε άθελά του ό,τι μπορούσε για να την ανεβάσει. Τρίτοι οι Σοσιαλδημοκράτες με… 15%, ακολουθούμενοι κατά πόδας από τους Πράσινους (14%). Ακολουθεί το θρίλερ των «μικρών», που θα πρέπει να περάσουν το 5% για να μπουν στην Μπούντεσταγκ: το νέο κόμμα της Βάγκενκνεχτ, όπως και η Αριστερά, φαίνονται στο όριο. Οι Φιλελεύθεροι όμως δεν το φτάνουν.

Στο μεταξύ η γερμανική οικονομία αγκομαχά, και μαζί της μια κοινωνική πλειοψηφία που έχει χάσει τον μπούσουλα. Ένας στους δύο Γερμανούς θεωρεί ότι η Ρωσία έχει πέσει με τα μούτρα να «συνδιαμορφώσει» το αποτέλεσμα της κάλπης, αλλά πλέον σχεδόν ένας στους δύο πιστεύει ότι το ίδιο επιχειρούν να κάνουν και οι ΗΠΑ. Η αυτοπεποίθηση των πολιτών της πάλαι ποτέ ατμομηχανής της Ευρώπης έχει πετάξει – όπως πετάνε στα ύψη οι τιμές της ενέργειας και των βασικών αγαθών, ας είναι καλά η αυτοκτονική σταυροφορία ενάντια στη Μόσχα! Μειώνεται η παραγωγή και εξαγωγή γερμανικών προϊόντων, και την κατάσταση επιβαρύνουν οι δασμολογικές απειλές του Τραμπ, ενώ η γερμανική ελίτ αρνείται να μάθει από τα παθήματά της με το Brexit (που τελικά έπληξε τη γερμανική βιομηχανία περισσότερο από τη βρετανική οικονομία) και φυσικά με την εμπλοκή στην κόντρα ΗΠΑ-Ρωσίας επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ακόμα και τώρα ελάχιστοι τολμούν να πάνε κόντρα στο δόγμα του ορντοφιλελευθερισμού και να προτείνουν αύξηση των δημόσιων επενδύσεων για να ενισχυθεί το λαϊκό εισόδημα και να αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση – πόσο μάλλον να προτείνουν απεμπλοκή από τον πόλεμο.

Αντίθετα, σχεδόν όλοι πλειοδοτούν υπέρ της αύξησης των «αμυντικών» δαπανών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επικεφαλής της ακροδεξιάς Άλις Βάιντελ, που κάνει τον Τραμπ χαρούμενο λέγοντας ότι αυτές οι δαπάνες πρέπει να φτάσουν το 5% του γερμανικού ΑΕΠ – δηλαδή σχεδόν τον μισό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό! Για ποιο λόγο, αφού δεν θέλει, υποτίθεται, συνέχιση του αντιρωσικού πολέμου; Περιέργως, κανείς δεν τη ρωτά. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι στατιστικές λένε ότι 300.000 επιπλέον συνταξιούχοι προστέθηκαν το 2024 στην κατηγορία των ηλικιωμένων που «ζουν» κάτω από το όριο της φτώχειας. Θα ακουστεί χαιρέκακο να ευχηθεί κανείς στους Γερμανούς καλά ξεμπερδέματα;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!