του Θανάση Μουσόπουλου*
Στη μελέτη του νέου επιστήμονα Αντώνη Χαριστού «Η Λογοτεχνία της Ευθύνης» – εκδ. Γράφημα, 2021, συνάντησα μια διατύπωση που συμπυκνώνει την ουσία αυτής της γενιάς «Η λογοτεχνική κίνηση του ’30 δεν είναι μία ακόμη λογοτεχνική γενιά η οποία διαδέχτηκε τις προηγούμενες για να ακολουθήσουν οι επόμενες. Υπήρξε η κορύφωση μίας εξελικτικής πορείας η οποία ισορροπούσε ανάμεσα στην παράδοση και τις δυτικές επιρροές».
Ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (1969) που συχνά τον επικαλούμαι, γιατί ως φοιτητής του καθηγητή Λ. Πολίτη στο ΑΠΘ αυτή με καθοδήγησε στο δρόμο του Νεοελληνικού Λόγου μαζί με την αντίστοιχη Ποιητική Ανθολογία των εκδ. Γαλαξία, γράφει για τη λογοτεχνία της περιόδου:
«Ένας άλλος κόσμος, πλουσιότερος και βαθύτερος, αλλά και πιο υπεύθυνος και πιο τραγικός έρχεται να πάρει τη θέση του παλαιότερου της διάλυσης και της παρακμής» (σελ. 69).
***
Στη σημερινή ενότητα θα παρουσιάσουμε κυρίως απόψεις Ελλήνων και ξένων γραμματολόγων όσον αφορά τη λογοτεχνία της περιόδου.
Ξεκινάμε από τον Mario Vitti και το έργο του «Η “Γενιά του Τριάντα”. Ιδεολογία και μορφή», Ερμής, Αθήνα 2006. «Με τον όρο “γενιά του Τριάντα” εννοούμε στη λογοτεχνία, κατά τρόπο γενικό και συμβατικό, τους νέους συγγραφείς που εμφανίστηκαν μέσα στη δεκαετία 1930 με 1940. Λέγω «κατά τρόπο γενικό και συμβατικό», επειδή αν προσέξουμε καλύτερα τη ληξιαρχική ηλικία ορισμένων συγγραφέων, που θεωρούνται όχι μόνο εκπρόσωποι της γενιάς αυτής, αλλά και κάπως ηγετικές μορφές της, θα διαπιστώσουμε ότι παραβιάζουν τα αρχικά χρονολογικά πλαίσια, εφόσον το 1930 είχαν ήδη αρχίσει να μορφοποιούν το έργο τους […] Ωστόσο, και παρά την έλλειψη μιας συντονισμένης εμφάνισης της γενιάς του Τριάντα, είναι αναμφισβήτητο ότι εκεί γύρω στα 1930 γίνεται αισθητή μια αλλαγή, μια ρήξη με το παρελθόν, ενώ παράλληλα εμφανίζονται προβληματισμοί που τεκμηριώνουν τη γέννηση μιας νέας συνείδησης, στηριγμένης σε μορφωτικά εφόδια και σε ψυχική διάθεση διαφορετικά από τα πριν γνωστά».
Ο παλιότερος μελετητής Ανδρέας Καραντώνης, στην κλασική «Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση», Δίφρος, Αθήνα 1958, μας βοηθά να δούμε συγκεκριμένα την πορεία της γενιάς του τριάντα με κέντρο το 1935: «Με το 1935, φτάνουμε στον πιο σημαντικό χρόνο της νέας ποίησης. Είναι μια χρονιά δημιουργική, μια χρονιά θεμελιωμάτων, μια χρονιά-μήτρα. Τον Γενάρη του 1935, πρωτοεκδίδεται το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, που σε λίγο θα αποβεί το κύριο όργανο της νέας ποίησης, ο καθρέφτης όλων των νεωτέρων τάσεων, ο κριτικός απολογητής και ο ενισχυτής κάθε πραγματικά νέας ποιητικής προσπάθειας. Το Μάρτη του ίδιου χρόνου, κυκλοφορούν δυο από τα πιο βασικά έργα της νεώτερης ποίησης, το “Μυθιστόρημα” του Γιώργου Σεφέρη, που μ’ αυτό ο ποιητής της “Στροφής” θα μας παρουσιαστεί περπατώντας σταθερά στους καινούριους ποιητικούς δρόμους, και η κλασική πλέον “Υψικάμινος” του Ανδρέα Εμπειρίκου, το βιβλίο με το οποίο έκαμε ο υπερρεαλισμός την επίσημη και την υπεύθυνη εμφάνισή του στην Ελλάδα. Και το Νοέμβριο του 1935, από τις σελίδες των Νέων Γραμμάτων θα πρωτοεμφανιστεί ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας από τους πιο δυνατούς μοχλούς της νέας ποίησης, η σημαντικότερη ποιητική μορφή έπειτα και μαζί με τον Σεφέρη. Ό,τι αργότερα θ’ αποτελέσει το σώμα της νέας ποίησης, πρωτοδηλώνεται μέσα στα χρονικά όρια του 1935. Ο χρόνος αυτός είναι ένας από τους πιο ιστορικούς της νεοελληνικής ποίησης, γιατί από κει και πέρα, κυρίως, άλλαξε τελειωτικά η μορφή του ποιητικού μας λόγου· από κει και πέρα, διαχωρίζεται το μοντέρνο ρεύμα από την παράδοση, όχι πια με έργα προδρομικά και αβέβαια, αλλά με γνήσιους ποιητικούς καρπούς…».
Ο Λίνος Πολίτης, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), που πρωτοκυκλοφόρησε το 1973 στα αγγλικά, διακρίνεται για τη σφαιρική προσέγγιση όλων των μορφών του λόγου: «Η λεγόμενη “γενιά του 1930”, οι λογοτέχνες δηλ. που παρουσιάστηκαν γύρω από τη χρονολογία αυτή, ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία, η οποία […] στα χρόνια 1920-30 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της ηθογραφίας περιγράφοντας τη μίζερη ζωή της φτωχογειτονιάς. Οι νέοι λογοτέχνες έστρεψαν τη ματιά τους προς ευρύτερους ορίζοντες, ζήτησαν να ανιχνεύσουν ψυχολογικές καταστάσεις συνθετότερες, να αντιμετωπίσουν προβλήματα κοινωνικά και ανθρώπινα, προσπάθησαν ακόμη να ξεπεράσουν τα στενά ελληνικά όρια και να πορευτούν παράλληλα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πεζογραφία. Τέλος δοκίμασαν επίμονα, ξεπερνώντας τα όρια του διηγήματος και της νουβέλας, να εκφραστούν με το κατ’ εξοχήν σύγχρονο μέσο, το μυθιστόρημα. Με συνείδηση καθαρά λογοτεχνική ζήτησαν ακόμα μιαν ανανέωση και στο ύφος και στη γλώσσα, ξαναπιάνοντας την παράδοση των πιο δόκιμων πεζογράφων του δημοτικισμού (του Καρκαβίτσα π.χ. ή του Βλαχογιάννη), πλουτίζοντας όμως την εκφραστική γραφικότητα εκείνων με μια σύγχρονη, μεστότερη γλωσσική αίσθηση».
***
Θεωρώ απαραίτητο, μιλώντας για την νεοελληνική παρουσία στους τομείς του πολιτισμού, να λαμβάνουμε υπόψη και τις απόψεις ξένων μελετητών.
Ο Roderick Beaton, «Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία», 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, αναφέρεται στους πεζογράφους στο επόμενο απόσπασμα: «Οι συγγραφείς που δημοσίευσαν το πρώτο τους μυθιστόρημα αυτή την περίοδο μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις ομάδες […] Η πρώτη ομάδα που εμφανίστηκε ήταν αυτή που ονομάστηκε “Αιολική Σχολή”. Και οι τέσσερεις μυθιστοριογράφοι της “σχολής” αυτής [Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης, Στράτης Μυριβήλης, Στρατής Δούκας] είχαν προσωπικές εμπειρίες από το βίαιο ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας το 1922. Αυτοί είδαν τη μυθιστοριογραφία ως τρόπο για να επικοινωνήσουν και να κρατήσουν ζωντανά στη μνήμη τα ιστορικά γεγονότα. Οι συγγραφείς της δεύτερης ομάδας, μερικοί από τους οποίους επίσης ξεριζώθηκαν από τη Μικρά Ασία, συμμερίζονταν τους, σε γενικές γραμμές, ρεαλιστικούς στόχους της πρώτης ομάδας, αλλά επέμεναν να προσβλέπουν στο μέλλον παρά πίσω στο παρελθόν. Κάποιοι από αυτή την ομάδα συνδέθηκαν με το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, που ιδρύθηκε το 1935, και η δράση στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά τους εκτυλισσόταν κατά κύριο λόγο σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον […] Τέλος, σε πλήρη αντίθεση προς τις δύο προηγούμενες ομάδες, βρίσκεται η ομάδα των συγγραφέων που έχουν κέντρο τη Θεσσαλονίκη και το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες, που ιδρύθηκε το 1932. Αυτοί οι συγγραφείς αδιαφόρησαν πλήρως για την ακριβή αναπαράσταση της πραγματικότητας και έδωσαν αποχρώσεις δικές τους στους εσωστρεφείς πειραματισμούς που χαρακτήρισαν το Μοντερνισμό της περασμένης δεκαετίας στην Ευρώπη».
***
Θα κλείσουμε το πρώτο αυτό μέρος με λίγους στίχους του Γιώργου Σεφέρη, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στο επόμενο κείμενό μας.
Άρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τί καρδιά, με τί πνοή,
τί πόθους και τί πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής