Της Μαρίας Κακογιάννη *
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια αναταραγμένη κοινωνική φάρμα, κάποια «τσογλάνια», ανάμεσα σε άλλα, έκαιγαν κι έσπαγαν τις τράπεζες και τα σύμβολά τους. Η ιστορία έχει γυρίσματα κι ένα χρόνο και κάτι μήνες αργότερα κάτι περίεργες «εταιρίες πιστοληπτικής ικανότητας» κατέταξαν τη φάρμα σε κατάσταση χρεοκοπίας και τα ζώα σε κατάσταση αμηχανίας και φόβου.
Πριν από ένα χρόνο και κάτι μήνες οι δρόμοι της Αθήνας αλλά και άλλων ελληνικών πόλεων γνώριζαν αυτό που για κάποιους ήταν και για άλλους δεν ήταν η «εξέγερση του Δεκέμβρη». Κύλησε λόγος πολύς, αναφορικά με τον πολιτικό χαρακτήρα αυτής της έκρηξης. Ξεσκονίζοντας παλιές ιστορίες, φτάσαμε να μιλάμε για καινούργια Δεκεμβριανά.
Ένα από τα τελευταία βιβλία του Σλάβοϊ Ζίζεκ φέρει τον τίτλο Αρχικά ως τραγωδία κι ύστερα ως φάρσα. Στο κείμενο αυτό, ο Σλοβένος φιλόσοφος ανακαλεί μια παλιά ιδέα του Μαρξ: τα μεγάλα γεγονότα επέρχονται ή συμβαίνουν κατά κάποιο τρόπο δύο φορές, η πρώτη φορά είναι υπό τη μορφή της τραγωδίας και την επόμενη ως φάρσα.
Για πολλούς ίσως τα δεύτερα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν μια φάρσα. Ίσως, όμως, η τραγωδία και η φάρσα να μην βρίσκονται ακριβώς εκεί που θα περίμενε κανείς σε πρώτη ματιά. Στο κείμενο του, ο Ζίζεκ τοποθετεί την τραγωδία στο συμβάν που ανοίγει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα: την 11η Σεπτέμβρη 2001, ενώ τη φάρσα στο πρόσφατο συμβάν που κλείνει αυτήν την πρώτη δεκαετία: τη χρηματιστηριακή κρίση του 2008. Επιστρέφοντας στα δικά μας, θα μπορούσαμε, με αφετηρία το συλλογισμό του Ζίζεκ, να θέσουμε το ερώτημα: μήπως η φάρσα μας δεν είναι τα δεύτερα Δεκεμβριανά αλλά η πρόσφατη «ανησυχία» των αγορών για την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους; Σε τι συνίσταται αυτή η φάρσα; Και ποιος γελάει με ποιον;
Η φάρσα και τα έξοδα της… παράστασης
Σε μια πρόσφατη ραδιοφωνική του συνέντευξη, ένας διακεκριμένος Γάλλος οικονομολόγος, αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα που έχει προκύψει, υπογράμμισε τρία στοιχεία: Πρώτον, η κρίση είναι αποτέλεσμα επικοινωνιακού λάθους. Θα μπορούσαμε να πούμε και αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Προσπαθώντας να προλάβουμε έναν κίνδυνο, στρέψαμε την προσοχή των χρηματιστηριακών αγορών προς την πηγή του κινδύνου, οι οποίες με τη σειρά τους βρήκαν πηγή για να βγάλουν χρήματα. Το δεύτερο σημαντικό σημείο είναι η εξουσία που έχει συγκεντρωθεί στα χέρια τριών εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης. Πώς είναι δυνατό ακόμα και η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα να υπόκειται στις εκτιμήσεις τριών ιδιωτικών εταιριών; Πώς είναι δυνατόν πολιτικές αποφάσεις και χειρισμοί που αφορούν εκατομμύρια ανθρώπους να μοιάζουν με το μετέωρο βήμα του πελαργού, απέναντι στις εκτιμήσεις τριών εταιριών; Και στο σημείο αυτό ο οικονομολόγος φτάνει να μιλά για την τραγικοκωμική στάση –από την τραγωδία φτάνουμε λοιπόν στη φάρσα– των εν λόγω εταιριών οι οποίες υπέπεσαν σε «υπερβολική αισιοδοξία» αναφορικά με τα τραπεζικά προϊόντα που οδήγησαν στην χρηματιστηριακή κρίση του 2008 (κρίση που δεν προέβλεψαν) και που τώρα, από «υπερβολική απαισιοδοξία», προκαλούν την ελληνική κρίση. Τέλος, σημείο τρίτο, το μόνο πρόβλημα είναι, λέει, ο ελληνικός λαός. «Χωρίς τον ελληνικό λαό το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί αρκετά απλά». Η φάρσα παίζεται, αλλά κάποιος πρέπει να πληρώσει τα έξοδα της παράστασης.
Στη φάρμα των ζώων τα ζώα εξεγέρθηκαν γιατί δεν θέλανε αφέντη. Στη φάρσα της μεταμοντέρνας οικονομίας ο αφέντης δεν έχει πρόσωπο, είναι τα ανώνυμα κεφάλαια ανώνυμων εταιριών και τα ζώα μοιάζουν αποπροσανατολισμένα προς τα πού να εξεγερθούν και τι να ζητήσουν.
Αυτό που αποκαλέσαμε τα «δεύτερα Δεκεμβριανά» έφεραν στην επιφάνεια δύο νέα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής ζύμωσης που ψάχνει ακόμα το πρόσωπό της, στην αυγή του 21ου αιώνα μετά από τα διδάγματα, τις απογοητεύσεις και τις χαμένες προσδοκίες του 20ού. Η σύνθεση των εξεγερμένων από τη μία και η απουσία μιας συγκεκριμένης εναλλακτικής πρότασης, μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης και στόχου από την άλλη.
Όσο αναφορά στο πρώτο, αποτελεί σημείο αισιοδοξίας η συνάντηση τμημάτων της κοινωνίας που κανονικά δεν κατεβαίνουν στο δρόμο μαζί: μαθητές, φοιτητές, μετανάστες, άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι. Όσον αφορά στο δεύτερο, αποτελεί σημείο προβληματισμού και μία απαίτηση σκέψης.
Ο Δεκέμβρης του ‘08, αυτός καθαυτός, δεν έχει καμία αξία. Η αξία ενός πολιτικού γεγονότος δεν έγκειται τόσο στο ίδιο το γεγονός αλλά στις συνέπειές του, στην εμμονή του, στο πέρασμα του χρόνου, στη εμπλοκή του στην κατασκευή ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου.
Ναρκισσιστικό πλήγμα
Η ανησυχία των αγορών για τη φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους έχει να κάνει, σε μεγάλο βαθμό, με τη «λογική της παγκόσμιας αγοράς», γεγονός που δεν πρέπει να μας τυφλώνει απέναντι στο δικό μας καθρέφτη. Η «ελληνική κρίση» μπορεί, κάλλιστα, να είχε προκύψει ακόμα και χωρίς την κακοφωνία ανάμεσα στις δυο κυβερνήσεις για τα πραγματικά νούμερα κ.λπ. Σε ένα άλλο επίπεδο, όμως, εκείνο του φαντασιακού, αποτελεί ναρκισσιστικό πλήγμα. Είμαστε, πλέον, και με τη… βούλα οι μικροαπατεώνες της Ευρώπης. Υπότροποι και κατ’εξακολούθηση.
Ο Νεοέλληνας έχει μια ιδιαίτερη, «χαλαρή», σχέση με τους κανόνες, το κράτος και τις επιταγές του, το ελληνικό κράτος έχει αντίστοιχα μια ιδιαίτερη, «χαλαρή», σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κανόνας μας, η εξαίρεση και η παγαποντιά. Συστηματικά και με φαντασία. Κι, όμως, ίσως δεν είναι σκόπιμο να υποπέσουμε σε ένα φτηνό ηθικολογικό κήρυγμα στο όνομα της εθνικής εξυγίανσης. Η υγεία κρύβει μέσα της κόκκους αρρώστιας, όπως και η αρρώστια μπορεί να είναι μια υγιής αντίδραση σε μια κατάσταση.
Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του ο Στέλιος Κούλογλου μιλά για το πώς το συλλογικό τραύμα της ελληνικής κοινωνίας προσφέρει την ευκαιρία για ηλεκτροσόκ, αναφερόμενος στη θεωρία που ανέπτυξε η Ναόμι Κλάιν. Στο βιβλίο της, με τον ίδιο τίτλο The shock doctrine, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι νεοφιλελεύθεροι -που κυριαρχούν τις τελευταίες 3 δεκαετίες στη διεθνή οικονομική σκέψη και πρακτική- χρησιμοποιούν κάθε λογής κρίσεις και καταστροφές (τρομοκρατικές επιθέσεις, σεισμούς, οικονομικές χρεοκοπίες κ.λπ.) για να επιβάλουν ριζικές αλλαγές στη χώρα που έχει πληγεί. Στο άρθρο του, ο Κούλογλου, υπενθυμίζει τα λόγια του Μίλτον Φρίντμαν «μόνο μια κρίση παράγει πραγματική αλλαγή», υπογραμμίζοντας ότι όταν μιλάνε για αλλαγή, οι νεοφιλελεύθεροι ιδεολόγοι εννοούν την «αγία τριάδα» που λατρεύουν: ιδιωτικοποιήσεις, περιορισμός του κράτους και περικοπές των κοινωνικών δαπανών. Η διαιώνιση μιας πελατειακής σχέσης με το κράτος και τους κυβερνώντες έχει να κάνει και θίγει τον κάθε Έλληνα πολίτη, ανεξαρτήτως επαγγέλματος ή οικονομικής κατάστασης. Και ίσως το παρόν ναρκισσιστικό πλήγμα να μας διαταράξει λίγο από το ύπνο του δικαίου που ο καθένας προτιμάει για τον εαυτό του (δεν φταίω εγώ, οι άλλοι…). Το ζήτημα είναι να μην «μπλέκουμε τα αβγά με τα πασχάλια» και στο όνομα της εθνικής εξυγίανσης, σαν πρόβατα να ακολουθήσουμε στωικά «αναγκαίες» οικονομικές μεταρρυθμίσεις νεοφιλελεύθερης φαντασίας. Μια τέτοια εξυγίανση μπορεί να αποβεί χειρότερη κι από την αρρώστια.
Κινητοποιήσεις και κίνδυνοι
Ο Δεκέμβρης του ΄08, με όλες τις ατέλειες και τις ατασθαλίες του, υπήρξε ένα πρωτόγνωρο πολιτικό γεγονός, στο βαθμό που ήταν ακέφαλο. Κανένα κόμμα, συνδικαλιστική ηγεσία ή ιδεολογική αβάν-γκαρντ, δεν το καθοδήγησαν (η έκρηξη ήρθε από τα κάτω και έμεινε ακέφαλη).
Ένα κίνημα ακέφαλο δεν σημαίνει αναγκαστικά ανεγκέφαλο, δηλαδή απουσία σκέψης. Οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες που ήδη έχουν ξεσπάσει απέναντι στις μεταρρυθμίσεις είναι ζήτημα τι μορφή θα πάρουν και κατά πόσο συμβάλλουν στο «πνεύμα του Δεκέμβρη» ή στην παλινδρόμηση σε παλιά αρτηριοσκληρωτικά πατερναλιστικά μορφώματα και πελατειακές σχέσεις τρίτου τύπου.
Κλείνοντας μία παραπομπή τού Ζίζεκ, από το τελευταίο του βιβλίο, στον Βάλτερ Μπένγιαμιν: Κάθε άνοδος του φασισμού μαρτυρεί μία χαμένη επανάσταση. Οι λέξεις είναι βαριές, αλλά μπορούμε να τις ελαφρύνουμε και να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε. Στην Ελλάδα, η άνοδος της ακροδεξιάς, η άνοδος της οργής απέναντι σε μετανάστες που τους δίνουμε χαρτιά, η διέγερση των πιο άγριων συντηρητικών αντανακλαστικών ως εθνική άμυνα στη φαρσοκωμωδία που παίζεται, κινδυνεύει να γίνει μάρτυρας ενός χαμένου Δεκέμβρη. Ο ελληνικός λαός καλείται να παίξει ένα ρόλο. Μένει να δούμε πώς και με τι προοπτικές. Γιατί αν είναι ο καθένας να σώσει το κεκτημένο αμπέλι του, η φάρμα καίγεται.
Η Μαρία Κακογιάννη διδάσκει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Paris VIII Vincences-St Denis.