της Αφροδίτης Κατσαδούρη*
ΚΤΕΛ Κηφισού ώρα 4 το μεσημέρι. Λίγο πιο πέρα απ’ τα εκδοτήρια σ’ ένα μικρό τραπεζάκι των στριμωγμένων κυλικείων –που ίσα ίσα που ανασαίνουν ανάμεσα από τα λεωφορεία και μεγάθυμα βουνά της επαρχίας– το βλέμμα πέφτει πάνω σ’ ένα χέρι που ανακατεύει με κάποιο παιγνιώδη στα μάτια του εφησυχασμό τον καφέ του. Όσες εναλλακτικές επιλογές κι αν εφευρεθούν σκέφτομαι, ο φραπές θα κερδίζει στα σημεία. Αυτή η εικόνα στάθηκε αφορμή για να ξεκινήσει ο ερμηνευτικός μίτος των υποσυνείδητων συνδέσεων, που ανακινώ στο μυαλό μου με το ίδιο μεράκι που κατακλύζει την προετοιμασία του φραπέ. Επιβιβάζομαι στο λεωφορείο. Το βλέμμα πάλι εκεί. Όσες ποσότητες εσπρέσο κι αν καταναλώνω σιγουρεύομαι πως ο φραπές είναι η καμουφλαρισμένη παιχνιδομηχανή των ενηλίκων –η παιχνιδομηχανή των ενηλίκων!– που έχουν ανάγκη από «λίγο ακόμα». Μία παραλλαγμένη κόκκινη κλωστή και ανέμη που βρίσκει τρόπους για κατάργηση του τέλους, ακόμα αν εγκλωβίζεται μέσα σε στιγμιαίες αντιφάσεις της φόρτισης του όνοματός του («στιγμιαίος καφές») που λαμπρά αψηφά. Ο φραπές μάλιστα θα μπορούσε να αποκτήσει το δικό του μερίδιο στην ελληνική μυθολογία, όχι εξιστορώντας σε χρόνο παρελθόντα τη ζωή και τις περιπέτειες ηρώων, θνητών και θεών, αλλά στον αντίποδα της λήθης, κρατώντας ενεργές, ατελείωτες, συνεχόμενες και συνεχείς σε ρυθμούς ζωντανούς, τρεχαλητούς και ενεστώτες. Το νερό που προσθέτεις κάθε λίγο, το αστείρευτο ανακάτεμα του αφρού με το καλαμάκι, η απαραίτητη της ζάχαρης γλυκάδα, η ασίγαστη επιτάχυνση των δαχτύλων που βάζουν μπρος τις μηχανές για να ξεκινήσει απ’ την αρχή η μυστηριακή παρασκευή και η απόλαυσή του, όλα κομμάτι μιας διαδικασίας η οποία αρνείται πεισματικά να δεχθεί ότι κάτι τελειώνει.
Κοίτα όποιον θες. Το αίσθημα της αναζωογονητικής και συνάμα ανομολόγητης ευτυχίας που αναδύεται από τους ευτυχείς του πότες, καθώς περισυλλέγεται με ευλάβεια από κάποιον τρίτον παρατηρητή αντανακλά εκείνη την εσωτερική και πολύ ανθρώπινη που υγιαίνει όταν αφήνει πίσω της τα τέρμινα. Ο φραπές, ο φραπές που δεν τελειώνει, που αναγεννάται ακαταπαύστως από τα πάθη του αφρού του, θαρρώ πως είναι τελικά εκείνη η παιδική αλλά και ουτοπική προεξόφληση της συνέχειας η οποία δεν συμπαθεί τις παύσεις, τα κενά, τους αποχαιρετισμούς, τα πέρατα, τις εσχατιές του τέλους αλλά επιζητά περιπαθώς την ενήλικη συνέχεια, τη συνέχεια στο οτιδήποτε.
Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε αποδειχθεί ότι εκτός απ’ το εμβληματικό μας εθνικό ρόφημα αποτελέσει τη βάση εισαγωγής για όλες εκείνες τις ιστορίες που θα συνεχίζονται ακάματα μόλις προσθέσεις λίγο νερό και στρίψεις σαν άλλος καπετάνιος το μικρό σου καλαμάκι. Το εθνικό μας ξόρκι για τα ατερμάτιστα.
Μύθος λοιπόν ο μύθος του φραπέ έτσι όπως έχει εγγραφεί στην ιστορία της καθημερινότητας των Νεοελλήνων εδώ και χρόνια. Μύθος διότι ο κύριος λόγος που έχει γνωρίσει την καθολική λαϊκή αποδοχή σε αυτήν εδώ τη χώρα δεν είναι επειδή είναι ο καλύτερος καφές του κόσμου αλλά γιατί είναι ο μόνος που με λίγο χειροκίνητο ανακάτεμα καταρρίπτει τα πεπαυμένα και δοξάζει την ημιτέλεια.
* Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδόσεις Έναστρον, και μπορείτε να τη βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.