Το αμέσως επόμενο διάστημα, δηλαδή μετά την ίδρυση της ΕΠΟΝ, εξαπλώνεται με γοργούς ρυθμούς η οργάνωση στους κύκλους της νεολαίας, νέοι και νέες, από γυμνάσια, τεχνικές σχολές, πανεπιστήμια, από τις μεγάλες πόλεις αλλά και τα χωριά γίνονται ένα σμάρι ελευθερίας, γράφουν συνθήματα στους τοίχους, πετάνε προκηρύξεις, βγαίνουν στις γειτονιές με τηλεβόες, δημιουργούν ξαφνικές συγκεντρώσεις σε σταυροδρόμια. Θαρραλέοι νέοι ξεπετιούνται από το πλήθος και κάνουν σύντομες, αλλά φλογερές ομιλίες.

Εδώ παραθέτουμε τη μαρτυρία του ποιητή μας Τίτου Πατρίκιου, από το περιοδικό «ΕΑΜ Αντίσταση» τεύχος 64-65 του 2003: «Είχε πια αποφασιστεί να κάνουμε όχι μεγάλες διαδηλώσεις αλλά μικρότερες εκδηλώσεις, “πεταχτές” στις συνοικίες. Έτσι για τις 27 του Οκτώβρη (1943) η ΕΠΟΝ ετοίμασε μιαν εκδήλωση στην οδό Αγίου Δημητρίου, όχι μακριά από την Αγορά. Όλη η περιοχή ήταν τότε υπαίθριοι πάγκοι όπου πουλούσαν διάφορα τρόφιμα. Ο κόσμος που περιδιάβαινε πολύς. Μαζευτήκαμε αρκετά παιδιά και την τελευταία στιγμή ο Κίμωνας μου είπε: “θα μιλήσεις εσύ”. Χωρίς δεύτερη κουβέντα με ανέβασαν στο πεζούλι της εκκλησίας. Την ίδια στιγμή ο δρόμος γέμισε από προκηρύξεις πού τις πετούσαν τα παιδιά από διάφορα σημεία. Πέταξα κι εγώ τις δικές μου. Είχα λίγο ξαφνιαστεί αλλά ήξερα πως όλα έπρεπε να γίνουν πολύ γρήγορα. Δεν έμεινα όμως στα λίγα λόγια που είχα πει στην τάξη μου το προηγούμενο χρόνο. Άρχισα ένα φλογερό λόγο πού όσο συνέχιζα τόσο μαζεύοταν κόσμος, και που όσο περισσότερο κόσμος μαζεύοταν τόσο γινόταν πιο φλογερός. Όμως σε λίγο ο Κίμωνας μου έκανε νόημα να τελειώνω. Τα παιδιά από την οδό Ευριπίδου είχαν ειδοποιήσει ότι έρχονταν κάτι ασφαλίτες. Φώναξα ένα “Ζήτω η ΕΠΟΝ, ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω ο ΕΛΑΣ” και μέσα σε ζητωκραυγές του κόσμου πήδηξα κάτω και χάθηκα, όπως όλοι, μέσα στο πλήθος.»

Το ίδιο γίνονταν σε λέσχες ιδρυμάτων, σε αίθουσες διδασκαλίας, όπως επίσης πραγματοποιούνταν και κινητοποιήσεις για συσσίτια. Γίνονται και μεγάλες μαζικές κινητοποιήσεις-παναθηναϊκές συγκεντρώσεις, όπου η ΕΠΟΝ πρωτοστατεί όπως στις 5 Μάρτη του 1943 ενάντια στην επιστράτευση, στις 25 Ιούνη κατά της τρομοκρατίας και στις 22 Ιούλη κατά του βουλγαρικού επεκτατισμού στην Μακεδονία. Το τίμημα σε φόρο αίματος είναι βαρύ, σε αυτές τις συγκεντρώσεις πέφτουν νεκροί οι: Κ. Ωραιόπουλος, Εδμ. Τορόν, Θ. Τεριάκης, Θ. Χατζηθωμάς κ.ά. Τεράστιο επίσης το κύμα διώξεων εκ μέρους των κατακτητών και των ντόπιων ξενόδουλων συνεργατών τους.

32.000 Επονίτες αντάρτες, φτιάχνουν ξεχωριστές οργανώσεις, λόχους και τάγματα νεολαίας, 1.100 Επονίτες αντάρτες χάνονται στις μάχες. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση, στα Δεκεμβριανά η ΕΠΟΝ είναι παρούσα. Μνημείο ανδρείας και αντίστασης είναι η μάχη του Κάστρου του Υμηττού (φωτό). Στις 28 Απριλίου 1944 τρεις ανταρτοεπονίτες, ο Δημήτρης Αυγέρης, ο Κωνσταντίνος Φολτόπουλος και ο Θάνος Κιοκμενίδης σκοτώθηκαν έπειτα από εφτάωρη μάχη με 200 χιτλερικούς και ταγματασφαλίτες. Στην ημερήσια διαταγή της, η Διοίκηση του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ θα γράψει για το κατόρθωμα των τριών Επονιτών ηρώων: «…Ούτω ο διμοιρίτης Αυγέρης Δημήτριος και οι μαχηταί Φολτόπουλος Κωνσταντίνος και Κιοκμενίδης Αθανάσιος την 28.4.44 εκεί εις τον οικίσκον του Υμηττού έστησαν λαμπρόν Ηρώον Δόξης… Το ολοκαύτωμα των αξίων και υπέροχων αυτών μαχητών του ΕΛΑΣ των Αθηνών, πυρσός πατριωτισμού, πυρπολεί τα ψυχάς μας τας ημέρας αυτάς… Αιωνία η μνήμη των τριών ανδρείων…».

Δημιουργικότητα και πάθος

Εκεί πού έλαμψε η ΕΠΟΝ ήταν ο τομέας της δημιουργικότητας, κανένα ταλέντο δεν πήγε χαμένο αλλά βρήκε το δρόμο της καταξίωσης. Όλα τα έκαναν μόνοι τους, γράφανε εφημερίδες, εκατοντάδες τίτλοι σ’ όλη την Ελλάδα, οι ίδιοι επίσης τις τυπώνανε, από τους ίδιους ξεπήδησαν αρκετοί αυτοδίδακτοι χαράκτες που έμαθαν να δουλεύουν το λινόλεουμ και το ξύλο.

Παιδιά που έπαιζαν διάφορα μουσικά όργανα έγιναν περιζήτητα, δημιουργήθηκαν θεατρικοί θίασοι σε όλη τη χώρα με τη βοήθεια καλλιτεχνών που είχαν βγει στο βουνό. Μέσα από την κυκλοφορία λογοτεχνικών περιοδικών, όπως το «Θεμέλιο», ξεπήδησε μια νέα φουρνιά ταλαντούχων διανοούμενων, μέσα από τα σπλάχνα της ΕΠΟΝ όπως: ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Κώστας Κοτζιάς, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Μενέλαος Λουντέμης, η Μέλπω Αξιώτη, η Έλλη Αλεξίου, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, η Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη.

Μετά την κατοχή

Το 1947 με τον περίφημο νόμο 509 η ΕΠΟΝ τέθηκε εκτός νόμου, αυτοί πού συνεργάστηκαν με τα κατοχικά στρατεύματα ποτέ δεν τιμωρήθηκαν και ως επιβράβευση των πράξεων τους συνέχισαν να βρίσκονται στο κορμό της διοίκησης της πολύπαθης χώρας μας, συνεργαζόμενοι με τον νέο διπλό κατακτητή πού εμφανιζόταν ως φίλος αυτή τη φορά.

Ξεκινάει ένα αδυσώπητο κυνήγι μαγισσών όσων έδωσαν την ψυχή τους για τη λευτεριά αυτής της χώρας. Η ΕΠΟΝ βρίσκεται στο στόχαστρο, αρκετοί εκτελούνται, άλλοι συλλαμβάνονται και βασανίζονται αγρίως –αρκετοί στο κολαστήριο της Μακρονήσου–, άλλοι στέλνονται στις εξορίες και άλλοι πάλι καταφεύγουν στο βουνό με το δεύτερο αντάρτικο. Για πάνω από μία δεκαετία μέχρι και το 1958, η ΕΠΟΝ βρίσκεται στη παρανομία, αλλά το 1958 αποφασίζει την αυτοδιάλυσή της και την προσχώρησή της στη νεολαία της ΕΔΑ, η οποία δρούσε νόμιμα στα πλαίσια του κόμματος της ΕΔΑ, το οποίο μάλιστα αναδείχθηκε τη χρονιά εκείνη (1958) αξιωματική αντιπολίτευση στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Μαρτυρίες αντί επιλόγου

Ποια όμως είναι τα συμπεράσματα από αυτό τον αγώνα της νεολαίας ενάντια στη σιδερένια φασιστική κρεατομηχανή, αφήνω ως επίλογο και απάντηση δύο μαρτυρίες πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, πάλι από το περιοδικό «ΕΑΜ Αντίσταση», τεύχος 64-65. Λέει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος: «Ήταν η θέα του γερμανικού τανκς, με το σταυρό της Βέρμαχτ, στην Αθήνα, η σβάστικα δίπλα στο Παρθενώνα, ήταν οι “πεταλάδες” της Γκεστάπο, οι περίπολοι με το βαρύ ρομποτικό βηματισμό, ποy τόνιζε εφιαλτικά το δυσοίωνο και ανόητο εμβατήριο τους, μέσα στην ταπεινωμένη σιγή μας. Επιγραμματικά έστω τα σημειώνω αυτά για να εξηγήσω το συνειδησιακό σεισμό πού συγκλόνιζε τη γενιά του ‘40. Το ρήγμα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, του λόγου, του ουμανισμού, των φώτων, των δικαιωμάτων του ανθρώπου – ήταν τεράστιο για να μην το νοιώσει κανείς, έστω και με την πιο επιδερμική προπαίδεια. Αυτή η εν-νόηση έκανε την πολιτικοποίηση μας ριζοσπαστική, θα έλεγα με κάποια ελευθερία, ξανάπλασε την ψυχή μας ως γενιάς. Δεν κάναμε τότε, βέβαια αυτή την ανάλυση, αλλάξαμε από ένστικτο σχεδόν, φτάναμε σε μια αυθόρμητη εξέγερση του νέου ανθρώπου απέναντι στην απόλυτη βαρβαρότητα και τη φρίκη»

Η Άννας Σολωμού τονίζει: «Σκέφτομαι χωρίς να λέω μεγάλα λόγια, θα ήταν καλύτερα να μην με συλλαμβάνανε και να έχανα τόσα χρόνια από τις σπουδές μου; Εγώ γλύτωσα, αλλά, άλλοι και άλλες χαθήκανε. Πολλές φορές το έχω συζητήσει με τον εαυτό μου καθώς και με συντρόφους και φίλους. Βεβαίως, δεν ξέρω αν θα γινόμουνα “σπουδαία”. Όλα για μένα είναι σχετικά, γεμάτα αμφιβολίες. Αλλά μπορώ να πω τους γνωστούς στίχους του έρωτα πού είπε ο Άμλετ στην Οφηλία:

Αμφέβαλλε αν το φως του ήλιου καίει
Αμφέβαλλε αν η αλήθεια, αλήθεια λέει
Μην αμφιβάλλεις “ζωή” μου όμως, ότι σ’ αγαπώ
Γιατί εκείνη την εποχή έλεγα και τώρα κατά βάθος λέω τους στίχους του Γκαμπριέλ Περί
Κι αν ήταν να ξαναπορευτώ
Θα ξαναπορευόμουν τούτο το δρόμο
Η φωνή πού μιλάει από τα σίδερα
Μιλάει για μελλούμενες μέρες.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!