Σε καιρούς πολύπλευρης συστημικής κρίσης (και αποπειρών απάντησης σε αυτήν με την επιβολή τεράστιων αναδιαρθρώσεων) όπως οι σημερινοί, δεν μπαίνει σε κρίση μόνο η υλική παραγωγή, η οικονομία, η πολιτική, η οργάνωση της κοινωνίας, ή οι σχέσεις κοινωνίας-φύσης. Η κρίση απλώνεται και στην κοινωνική συνείδηση, στους τρόπους που η πραγματικότητα αναπαρίσταται στο νου των ανθρώπων. Σε αυτό το σημείωμα δεν θα μας απασχολήσουν παρά μόνο έμμεσα τα διακριτά «λόγια» ιδεολογικά ρεύματα που διατρέχουν την κοινωνία. Θα σταθούμε κυρίως στις αντιθέσεις και στις συγκρούσεις που βρίσκονται πίσω από τους κλονισμούς των βαθύτερων πιο στοιχειακών και «αυθόρμητων συστημάτων» διαμόρφωσης των κοινωνικών πεποιθήσεων και στάσεων, των κριτηρίων –ανάμεσά τους των λογικών, των αισθητικών και βεβαίως των ηθικών κριτηρίων– της «κοινής γνώμης». Γιατί τα κύματα βίαιων αλλαγών που προωθούνται εδώ και καιρό με τους «ψηφιακούς» και άλλους επιστημονικοτεχνικής βάσης μετασχηματισμούς και στα οποία η διαχείριση της πανδημίας ήρθε να δώσει μια πρωτοφανέρωτη ώθηση, επηρεάζουν ακριβώς αυτά τα βαθύτερα στρώματα της κοινωνικής συνείδησης. Ασκούν καθοριστικά αποδιοργανωτική επίδραση πάνω στο φρόνημα και στη διαθεσιμότητα των ανθρώπων, στην ψυχική τους ζωή, και εν τέλει διαμορφώνουν τους (νέους) παράγοντες που ορίζουν τη δυνατότητά τους να ελέγχουν τους όρους της ζωής τους, να σχεδιάζουν το μέλλον τους και να στέκονται όρθιοι απέναντι στις δυνάμεις που το φαλκιδεύουν.
Αλλεπάλληλα κύματα προώθησης μεγάλων κοινωνικών διαχωρισμών
Κεντρικό γνώρισμα της περιόδου: Οι κυρίαρχοι «φυτεύουν» επάλληλους διαχωρισμούς μέσα στο κοινωνικό σώμα. Σε κάθε τέτοιο διαχωρισμό μια μερίδα πλειοψηφικού μεγέθους περιφράσσεται, «αποβάλλεται», σπρώχνεται στο περιθώριο και τα θέματα «αναγνώρισης» για αυτούς τους διπλά καταπιεζόμενους γίνονται ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνονται δυνατότητες σημαντικών κοινωνικών αντιδράσεων. Εδώ η «αναγνώριση» γίνεται απολύτως συνώνυμη με την έξοδο από την κατάσταση του «κοινωνικά και πολιτικά αόρατου» και ο αγώνας μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί παρά να παίρνει άτυπες, υβριδικές μορφές ξένες προς εκείνες τις «κανονικές» που βρίσκονται σε μια πορεία αλματικής ενσωμάτωσής τους στη «λογική» των κυρίαρχων (η γενική πορεία των «κανονικοτήτων» της ιστορικής αριστεράς).
Με τη διαχείριση της πανδημίας, οι διαχωρισμοί έχουν γίνει πιο πολυεπίπεδοι και αλληλοϋποστηριζόμενοι αγγίζοντας βαθύτερα κοινωνικά επίπεδα. Ας σκεφτούμε που ωθεί η τρέχουσα ανανεωμένη μορφή υπαγωγής της επιστήμης στην εξουσία των ελίτ του κεφαλαίου: Σε μια «δικτατορία των ειδικών» και στον επιμελημένα κρυπτικό λόγο τους («που δεν πιάνεται πουθενά»). Που είναι όμως οργανικά δεμένος με τις σκοπιμότητες των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Και με μοχλό αυτό τον λόγο, ο κατ’ επιλογή αποκλεισμός των υπολοίπων πάνω στους οποίους μπαίνει το δίλημμα: είτε εθισμός στη στοίχιση με τον επίσημο λόγο (που αλλάζει κατά τη σκοπιμότητα της κάθε στιγμής και αυτό σπέρνει έναν γενικευμένο ηθικό σχετικισμό) είτε «αποκλεισμός» και περιθωριοποίηση (και τώρα οι λέξεις παίρνουν την καθ’ αυτό χωρική τους έννοια –έξω από τον χώρο, τόσο τον «γεωμετρικό», όσο και τον χώρο– πεδίο δραστηριοτήτων και δικαιωμάτων. Εδώ πρέπει να δούμε τα εξής: 1) Αυτός ο διαχωριστικός χειρισμός εξορμά από μια πολύ ισχυρή υλική βάση. Προβάρει τους «κοινωνικούς αλγορίθμους» για το εξωπέταγμα της «πλεονάζουσας» εργατικής δύναμης που συνοδεύει σταθερά την λογική των επιχειρούμενων αναδιαρθρώσεων τύπου «Μεγάλης Επανεκκίνησης». Είναι ένας χειρισμός «υπερπληθυσμών» και οι μέθοδοι του σαφώς έχουν έρθει για να μείνουν. Μπαίνουμε σε μια εποχή χειρισμών υπό τον μανδύα πανδημιών και αντιμετώπισης «φυσικοποιημένων» κινδύνων, 2) Στο πολιτικό επίπεδο πάλι: Το ίδιο το «δικαίωμα» χάνει τον πάγιο κανονιστικό του χαρακτήρα (και άρα παύει να είναι δικαίωμα) και απονέμεται κατά την υπαγόμενη σε δυσανάγνωστες σκοπιμότητες προαίρεση του κυρίαρχου (άλλη πηγή ηθικής σχετικοποίησης αυτή). Γίνεται «επίδομα» με μια, σε υβριδική μορφή, αναφορά στα προαστικά ήθη του φεουδάρχη που μοιράζει εύνοιες και τιμωρίες, 3) Σαν συνέπεια ογκώνεται μια υπόκωφη, διευρυνόμενη (και πολύ λίγο αξιολογημένη ως προς τα φορτία της και τις πολιτικές απαιτήσεις που θέτει σε όποιον αγωνίζεται) κρίση κύρους του επιστημονικού λόγου μαζί και κρίσιμων παραδοχών της οικοδομημένης σε μια μακρά προηγούμενη ιστορική περίοδο «κοινής λογικής». Ιδιαίτερα εκδηλώνεται σαν μια απολύτως εύλογη σύγκρουση με τον «ορθολογισμό» των κυρίαρχων. Τον ακραίο ανορθολογισμό τους που επιπλέον τώρα βρίσκεται σε ανοιχτή δομική κρίση.
Η αντιμετώπιση των εκδηλώσεων της κοινωνικής αποδιάρθρωσης, η ανάδειξη της συσχέτισής της με τις πολιτικές των ελίτ, γίνεται για άλλη μια φορά σήμερα, κρίσιμο θέμα
Στο σημερινό σημείο φτάσαμε μέσα στην ειδική συνθήκη ενός πολύ ασύμμετρου συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων, που συνδυάζει την αδυναμία που προέρχεται από την έκπτωση (το «τέλος») του προηγούμενου παγκόσμιας εμβέλειας χειραφετητικού κύματος (σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού) του 20ού αιώνα με το αντίστοιχο «δυναμικό» των απαντήσεων του συστήματος σε όσα έθεσε αυτό το χειραφετητικό κύμα. «Δυναμικό» ξεσαλωμένο χωρίς αντίβαρα και άρα ενδογενώς ασταθές που γίνεται αποφασιστικός παράγοντας όξυνσης της συστημικής κρίσης.
Οι κυρίαρχοι μέσα σε αυτή τη συνθήκη είναι υποχρεωμένοι να επισπεύδουν. Για όσο διαρκεί η γενικότερη κοινωνική αδυναμία της ιστορικής περιόδου και μέσα σε αυτήν η συγκυριακότερη συναφής κοινωνική «νάρκωση» που έγινε δυνατή με τις ευχέρειες που τους παρέσχε η διαχείρισή τους της πανδημίας. Στριμώχνουν την πολιτική έκφραση των «από κάτω» σε δύο επίπεδα: 1) Την κλίμακα της αντίθεσης «κέντρου»-«περιφέρειας» προωθούν κατά περίπτωση είτε μια σύγκρουση «δημοκρατίας-αποτελεσματικής δεσποτείας» (απέναντι σε Κίνα, Ν.Α. Ασία, σε κάποιο βαθμό Ρωσία), είτε μια «σύγκρουση πολιτισμών» (απέναντι στον ισλαμικό κόσμο και στα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα), 2) Στην ενδοκρατική κλίμακα σηκώνουν τη σημαία της πιο «ακραίας»-(εξτρεμιστικής) πολιτικής, επιδιώκοντας την οικοδόμηση μιας αντίθεσης του «κέντρου» προς ένα χαρμάνι «εξτρεμιστικής δεξιάς», δεισιδαιμονίας και συμμοριτισμού. Αυτό οδηγεί σε κρίσιμες επιλογές: συνειδητές πολιτικές αποδιοργάνωσης της κοινωνικής ζωής και οργανική σύμφυση της εξουσίας των ελίτ και των θεσμών της με το οργανωμένο έγκλημα που γίνεται όλο και πιο υπολογίσιμο «πολιτικό κόμμα». Όμως όσο παρόντες είναι οι σχεδιασμοί και οι εμπρόθετες κινήσεις από την πλευρά των ελίτ, άλλο τόσο γίνεται εμφανές ότι δεν μπορούν να κυριαρχήσουν επί των αντιθέσεων και επί της σωρείας των δευτερογενών αποτελεσμάτων που εξαπολύουν οι χειρισμοί τους.
Κρίσιμο το στένεμα του ορίζοντα των κοινωνικών προσδοκιών
Υιοθετώντας μια πρόσφατη σημαντική παρατήρηση του Α. Λινέρα, αποφασιστικό στοιχείο που δίνει τον τόνο της τρέχουσας περιόδου είναι ο σημαντικός κλονισμός της δυνατότητας των ανθρώπων να συγκροτούν μια εικόνα του μέλλοντός τους και σε αυτή τη βάση να κινητοποιούνται θέτοντας στόχους. Αντίθετα η επισφάλεια γίνεται κυρίαρχη νόρμα σε όλα τα επίπεδα. Κονταίνει δραματικά την χρονική κλίμακα του προβλέψιμου και αυτό χρωματίζει τις μορφές με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τους όρους της ύπαρξής τους. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω τη νέα φάση ταυτόχρονης συγκεντροποίησης αλλά και εμμεσότητας-αδιαφάνειας (αποκρυφισμού) του εξουσιαστικού ελέγχου που διερχόμαστε, προκύπτουν: 1) Μια ισχυρή υλική βάση πάνω στην οποία φυτρώνει η απελπισμένη καταφυγή σε συνωμοσιολογικές ερμηνείες της πραγματικότητας (η αφ’ υψηλού λοιδωρία τους είναι η στάση του αντιπάλου, δεν μπορεί να είναι η πολιτική στάση των αγωνιζόμενων ανθρώπων που πρέπει να τις «διαβάσουν» προσεκτικά), 2) Το κρίσιμο πολιτικό θέμα της αντιμετώπισης μιας επιμελώς προωθούμενης από τους κυρίαρχους κοινωνικής πολυπλοκότητας και των συνεχώς αναδυόμενων κινδύνων φυσικής προέλευσης: απολύτως πραγματικών μεν αλλά και καθόλου «φυσικών» δε, καθώς είναι αξεχώριστα συνδεμένοι με τους θεμελιωδώς ανορθολογικούς τρόπους του χαοτικού, άναρχου κόσμου του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Μια πρώτη κατάληξη
Το θέμα έχει πολλές διακλαδώσεις και θα πρέπει να επανέλθουμε. Από τα όσα συνοπτικά εκτέθηκαν όμως προκύπτουν μερικές σημαντικές προτεραιότητες.
α) Η ανάγκη μιας πολιτικής στάσης ξεπεράσματος των επιβαλλόμενων κοινωνικών διαχωρισμών. Μια στάση πρακτικής κίνησης μέσα και μαζί με τους αντιστεκόμενους, τελείως ξένη προς αφελείς «από τα έξω» εξιδανικεύσεις τους που εν τέλει και αυτές κινούνται με τις προδιαγραφές των ιδεολογικών αξιολογήσεων του αντιπάλου. Στάση πολιτικά υποψιασμένη και διατεθειμένη να «διαβάσει» τις πραγματικές συγκεκριμένες δυνατότητες των πραγματικών ανθρώπων.
β) Η αντιμετώπιση των εκδηλώσεων της κοινωνικής αποδιάρθρωσης, η ανάδειξη της συσχέτισής της με τις πολιτικές των ελίτ, γίνεται για άλλη μια φορά σήμερα, κρίσιμο θέμα.
γ) Η προώθηση του δημοκρατισμού σε όλα τα επίπεδα. Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το καίριο πολιτικό πρόταγμα της απομάγευσης της επιστήμης και της πάλης ενάντια στην κοινωνική πολυπλοκότητα που παράγει ο χαοτικός κόσμος των ανταγωνισμών του κεφαλαίου.