Διαβάστε το Μέρος Α’
Πριν ακόμα από τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, από τους πρώτους σιωνιστές μέχρι τους σημερινούς κατοίκους του ιδιόμορφου αυτού κράτους, οι μουσικοί και οι ακροατές ψάχνονταν να βρουν πώς θα εκφραστούν. Ο καθένας ήταν φορέας μιας ή περισσότερων μουσικών, ανάλογα με τον τόπο και την κουλτούρα προέλευσής του, αλλά ανάλογα και με τις ανάγκες, επιθυμίες και προσδοκίες του.
Οι μουσικοί στο Ισραήλ είναι πολύ καλοί και παίζουν όμορφα, αλλά ψάχνονται πολύ στις «έξωθεν» μουσικές, γιατί ούτε το παραδοσιακό, φολκλορικό ή θρησκευτικό, ούτε το κεντροευρωπαϊκό, κλασικό ή λαϊκό, δεν τους οδηγεί στη δημιουργία μουσικών που έχουν πλατιά απήχηση, τοπικό χρώμα και εξωστρεφή διάσταση που ανοίγει μια σύγχρονη λεωφόρο επικοινωνίας.
Οι μουσικές που επιλέγουν να παίξουν οι νέοι μουσικοί δείχνουν αφενός μία τάση για κάτι οικείο που έχει περιθώρια διασκευής και προσαρμογής στη σημερινή πραγματικότητα και αφετέρου μια ανάγκη αναζήτησης και διερεύνησης, διεξόδου ή φυγής προς κάθε κατεύθυνση. Και σ’ αυτό ίσως παίζει βασικό ρόλο ότι υπάρχει μια γενική αίσθηση ότι η κοινωνία δεν οικοδομείται πάνω σε μια εσωτερικά δομημένη ουσιαστική ενότητα όλων των κατοίκων του κράτους, αλλά πάνω είτε σε θρησκευτικά δόγματα και μύθους που εμπεριέχουν προλήψεις και δεισιδαιμονίες είτε σε ένα διαρκή διχασμό και μια αντιπαλότητα κοινωνική, πολιτισμική, ακόμα και εθνοφυλετική που καταλήγει σε αδιέξοδα. Η περιοχή μέσα στην οποία υπάρχει το Ισραήλ, δεν είναι περιοχή που δεν έχει μουσική. Κυρίαρχη είναι η αραβική μουσική η οποία είναι διασυνοριακή, παμπολιτισμική, διαχρονική και παλλαϊκή, με αρκετές παραλλαγές, από το Μαρόκο, την Τυνησία και την Αίγυπτο μέχρι την Υεμένη, το Ιράκ, το Λίβανο και τη Συρία. Η περσική μουσική αποτελεί επίσης ένα ενιαίο κόρπους με ρίζες που ίσως φτάνουν ως τον Δαρείο και την Παρυσάτιδα. Αλλά και η τούρκικη μουσική, σφυρηλατημένη και εκλεπτυσμένη στην οθωμανική περίοδο με σοβαρές επιδράσεις από την περσική, βυζαντινή και αραβική, δεν έχει αμελητέα επιρροή στο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Όλες, όμως, είναι εμφανώς ανατολίτικες, στοιχείο που προσκρούει στις επίμονες τάσεις εξευρωπαϊσμού του Ισραήλ που εκπροσωπούνται και υποστηρίζονται κυρίως από την πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά κυρίαρχη ομάδα των Ασκενάζι.
Μέσα σ’ αυτό το «χώρο», το Ισραήλ παραμένει ένας απορροφητήρας επιρροών από παντού, οι Εβραίοι μουσικοί και ακροατές επεξεργάζονται όλες αυτές τις μουσικές «πληροφορίες» απ’ όπου κι αν προέρχονται, αλλά ένα δικό τους σύγχρονο και λαϊκό μουσικό είδος με κοινά αποδεκτή ταυτότητα και όχι μόνο με εβραϊκά λόγια είναι ακόμα δύστοκο. Ούτε έχει προκύψει ένα πρωτότυπο εβραϊκό είδος με διεθνή εμβέλεια, κάτι σαν τη τζαζ, το ρεμπέτικο ή το ροκ. Το Ισραήλ εξάγει καλούς, σπουδαγμένους και ταλαντούχους μουσικούς, αλλά όχι μία ή περισσότερες μουσικές που θα εκλαμβάνονταν ως καταφανώς ισραηλινές.
Στο Ισραήλ έχουν απ’ όλα, αλλά τους λείπει αυτό που θα ήθελαν περισσότερο ως σήμα κατατεθέν. Αυτό που θα είναι δικό τους ευδιάκριτο δημιούργημα, που θα τους εκφράζει και θα τους ενώνει. Το γιατί δεν έχει συμβεί αυτό πιθανότατα έχει να κάνει πρωτίστως με την εσωτερική ανομοιογενή σύσταση του Ισραήλ.
Ψάχνουμε για υποκατάστατα
Όταν ρώτησα τον Shimon Parnas, πώς εξηγεί τη μεγάλη δημοτικότητα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού στο Ισραήλ, μου είπε: «Είμαστε μια χώρα μεταναστών. Οι Εβραίοι έχουν έρθει στο Ισραήλ απ’ όλο τον κόσμο. Δεν έχουν υπάρξει στην πατρίδα μας για δυο χιλιάδες χρόνια, έτσι εκτός από τη θρησκεία δεν έχουμε ούτε κουλτούρα ούτε παράδοση και πρέπει να τα χτίσουμε όλα από την αρχή. Πολιτικά και κοινωνικά αυτοί που διευθύνουν το κράτος, πολιτικοί και παρατάξεις, όλοι αυτοί που το αντιπροσωπεύουν, ήρθαν από τις δυτικές χώρες κι έκτισαν το καινούργιο κράτος με προσανατολισμό την Αμερική και την Ευρώπη. Οι περισσότεροι από τους μετανάστες, που ήρθαν από τις ανατολικές χώρες, αισθάνθηκαν πολιτισμικά αποξενωμένοι, έχασαν την καταγωγή τους, έχασαν τις ρίζες της κουλτούρας τους, γιατί η χώρα έκλινε προς τη Δύση κι αυτοί προσπαθούσαν να βρουν καινούργιες ρίζες στην περιοχή. Όμως, δεν μπορούν να στραφούν προς την αραβική μουσική, γιατί οι Άραβες είναι εχθροί μας και προσπαθούν να βρουν υποκατάστατα. Η ελληνική μουσική ήταν ένα καλό υποκατάστατο, γιατί συνδύαζε τη Δύση και την Ανατολή, γιατί έχει την ανατολίτικη ψυχή και τις δυτικές μελωδίες.» (Απόσπασμα από συζήτησή μας που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ντέφι», το 1995. Ο Shimon Parnas είναι πασίγνωστος μουσικός παραγωγός ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών στο Ισραήλ.)
Το ελληνικό τραγούδι έχει σχέση από πολύ παλιά με την εβραϊκή μουσική, αλλά δεν ήταν, άμεσα τουλάχιστον, αυτή η σχέση που άνοιξε το «παράθυρο» για να μπει σαν απρόσκλητος επισκέπτης στο Ισραήλ. Ένας πολύ νεαρός Έλληνας μουσικός με το καλλιτεχνικό όνομα Aris San, που βρέθηκε στο Ισραήλ, γύρω στο 1960, ψάχνοντας για δουλειά, δημιούργησε μια κατάσταση που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί. Ερμηνεύοντας ελληνικά τραγούδια με μια κιθάρα την οποία έπαιζε σαν μπουζούκι με ένα συγκρότημα ποπ, άγγιξε πολλούς νέους (αρχικά) Εβραίους, που μιλούσαν άλλες γλώσσες, είχαν άλλα ήθη και έθιμα, αλλά ένιωθαν κι αυτοί το ίδιο με τον Άρη Σαν, ότι είναι μετανάστες σε ένα νεοσύστατο ετερόκλητης σύνθεσης κράτος.
Ο Πολικάρης από τη Θεσσαλονίκη
Το ελληνικό τραγούδι είναι ένας σοβαρός «παίχτης» στο Ισραήλ. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε όποια εκδοχή του έγινε αμέσως και ευρέως αποδεκτό. Ρίζωσε γρήγορα μέσα στους λαϊκούς ανθρώπους, αλλά αντιμετωπιζόταν υποτιμητικά από τις τοπικές ελίτ, κεντροευρωπαϊκής προέλευσης, για πολλά χρόνια και σε ένα βαθμό μέχρι σήμερα. Γιατί από την ίδρυσή του το Ισραήλ πάσχει από εσωτερικές διακρίσεις, διαστρωματώσεις και αντιθέσεις. Ο Shimon Parnas μου είχε πει ότι «το ράδιο και η τηλεόραση το αγνόησαν, το θεώρησαν σαν φτηνή μουσική, αλλά οι απλοί άνθρωποι το αγάπησαν, το αγοράζουν κατά χιλιάδες, το λατρεύουν». Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να γίνει αποδεκτό το ελληνικό τραγούδι, ως τραγούδι των λαϊκών ανθρώπων, από το κατεστημένο των μέσων μαζικής επικοινωνίας που μέχρι σχεδόν τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν μόνο κρατικά και η γραμμή τους καθοριζόταν από την ισχυρή ελίτ των Ασκενάζι.
Και σ’ αυτό το σπάσιμο των στεγανών έπαιξε ρόλο ένας άλλος «Έλληνας», ο τραγουδιστής Yehuda Poliker, από πολυμελή εβραϊκή σεφαραδίτικη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, από την οποία μόνον οι γονείς του είχαν διασωθεί από το ναζιστικό πογκρόμ. Ο πατέρας του άκουγε ρεμπέτικα και λαϊκά που εντυπώθηκαν στο γιο του. Ο Πολικάρης ακούγοντας τις ερμηνείες του Καζαντζίδη, του Νταλάρα και της Αλεξίου, κατάλαβε –κι αυτό φαίνεται από την πορεία του– ότι για να περάσει το ελληνικό τραγούδι στο ισραηλινό μέσο κοινό, να γίνει ευρύτερα αποδεκτό ως ένα αξιοσέβαστο είδος και να αγγίξει και τα στρώματα των πιο μορφωμένων που η γνώμη τους έχει βαρύνουσα σημασία στην κοινωνία, έπρεπε να αναβαθμιστούν οι εντόπιες εκτελέσεις που θεωρούνταν από πολλούς ευρωπαϊστές ως «φτηνή μουσική, μουσική των νυχτερινών κέντρων και των γάμων».
Ο Shimon Parnas, ένας διανοούμενος που του άρεσε η αραβική μουσική καταγόμενος από παλιά εβραϊκή οικογένεια της Ιερουσαλήμ που είχε αραβική κουλτούρα, εξομολογήθηκε ότι ο πρώτος δίσκος που έκανε με ελληνικά λαϊκά τραγούδια στην εβραϊκή γλώσσα ο Poliker, του έπεσε σαν βόμβα στο κεφάλι! Έτσι, λέει, «έψαξα να βρω τις αυθεντικές εκτελέσεις κι άρχισα το ταξίδι μου στην ελληνική μουσική που κρατάει μέχρι σήμερα. Είναι ένα ρομάντσο.» Και σίγουρα δεν ήταν ο μόνος. Ο δίσκος με τα ελληνικά του Poliker, σε μια αγορά πολύ μικρότερη από της Ελλάδας τότε, ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα, κάνοντας ένα μεγαλειώδες ρεκόρ! Να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι πενήντα χιλιάδες δίσκοι ήταν το όριο για να γίνει ένας πολύ πετυχημένος δίσκος χρυσός.
Ο Poliker που παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά, προκάλεσε ένα σεισμό που οι δονήσεις του συνεχίστηκαν έντονες, παρ’ όλο που πέρασαν αρκετές δεκαετίες από την έκδοση του δίσκου που ακολουθήθηκε από πολλούς άλλους του Poliker, αλλά και άλλων καλλιτεχνών Ισραηλινών με παρόμοιες επιλογές. Είναι πολύ εντυπωσιακό ότι ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες τα ελληνικά τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στο Ισραήλ τραγουδισμένα από εντόπιους καλλιτέχνες. Και δεν είναι λίγα αυτά που είναι τόσο γνωστά όσο και στην Ελλάδα, ξεκινώντας από τη «Ζιγκουάλα», περνώντας από τη «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» και φτάνοντας σε τραγούδια του σημερινού ρεπερτορίου.
Αν αυτά που ξεκινούν στη δεκαετία του 1960 έχουν μεγάλη έξαρση στις δεκαετίες του 1980 και 1990, η αντοχή τους καλά κρατεί, παρ’ όλο που –με τις αλλαγές που έχουν γίνει έκτοτε στο Ισραήλ– έχει αναπτυχθεί μια πολύ μεγάλη ποικιλία μουσικών διαφόρων τύπων και προελεύσεων. Δηλαδή, το ελληνικό τραγούδι, ελληνόφωνο, μεταγλωττισμένο από τα ελληνικά στα εβραϊκά ή ελληνογενές νέο ισραηλινό, αντέχει και παραμένει αγαπητό με διευρυμένο ακροατήριο, «νομιμοποιημένο» και με επιρροή σε επίπεδο ύφους, στυλ, ενορχήστρωσης, ποικιλίας και αισθητικής σε άλλα είδη μουσικής που διαπλάθονται στο Ισραήλ.
Η πρώτη λαϊκή μουσική
Στην Ιερουσαλήμ συνάντησα τον σοφό ερευνητή Amnon Shiloa, καθηγητή στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο και πρόεδρο στο Τμήμα Μουσικολογίας, από γονείς Εβραίους μετανάστες από τη Συρία, με σημαντικές μελέτες πάνω στην αραβική και την εβραϊκή παραδοσιακή μουσική. Μάλιστα, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική η επιτόπια έρευνα που έκανε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αναζητώντας μεταξύ των επιζησάντων από τα γερμανικά στρατόπεδα Εβραίους της Ελλάδας τις ρίζες και τις επιρροές των μουσικών που άκουγαν και τραγουδούσαν στις κοινότητες της Θεσσαλονίκης, των Ιωαννίνων, της Χαλκίδας, της Ρόδου κ.λπ.
Μιλώντας μαζί του για τις λαϊκές μουσικές του 19ου αιώνα, επιβεβαιωνόταν η αίσθησή μου ότι η ελληνική λαϊκή μουσική ήταν μάλλον η πρώτη που απέκτησε και εμφανίστηκε με ένα σύγχρονο αστικολαϊκό χαρακτήρα στα Βαλκάνια και την ανατολική πλευρά της Μεσογείου. Ότι ήταν μία λαϊκή μουσική των πόλεων που ξέφευγε από τα οριοθετημένα πλαίσια των αγροτικών κοινωνιών, χωρίς να αποκόβεται απ’ αυτές. Ότι στηριζόταν στις ελληνικές ρίζες και αφομοίωνε στοιχεία από τις παραδοσιακές μουσικές της ευρύτερης περιοχής παράγοντας έναν ήχο εκσυγχρονισμένο που ήταν ανατολικός, αλλά με πολλά δυτικά στοιχεία ενσωματωμένα, κάτι που τον καθιστούσε πολύ διεισδυτικό. Με ένα ύφος που ανταποκρινόταν στις εν γένει εξελικτικές τάσεις που ήταν σε ανάπτυξη τόσο στο επίπεδο των ιδεών, των τάξεων και των θεσμών όσο και στο επίπεδο της χρηματικής οικονομίας, του διασυνοριακού εμπορίου, των ευκολότερων μετακινήσεων και των πάσης φύσεως ανταλλαγών.
Η ελληνική λαϊκή μουσική των μεγάλων πολυπολιτισμικών πόλεων, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης πρωτίστως, λειτούργησε, από απλούς αυτοδίδακτους μουσικούς με υψηλούς δείκτες και δέκτες μουσικών σημάτων, που σύχναζαν σε πολύβουα μέρη ή ακολουθούσαν τα καραβάνια των εμπόρων-ταξιδευτών, σαν πασπαρτού σε μια τεράστια περιοχή που εκτεινόταν, δια ξηράς και θαλάσσης, από τη Μαύρη ως τη Μεσόγειο Θάλασσα. Σ’ αυτές τις διαδρομές, οι Έλληνες μουσικοί συναντούσαν τους Εβραίους μουσικούς που επίσης περιφέρονταν στα Βαλκάνια, τη Νότια Ρωσία και την εγγύς Ανατολή και υιοθετούσαν τα μουσικά στοιχεία που θα έκαναν το παίξιμό τους πιο εύληπτο και πιο ελκυστικό στην αξιότιμη πολυεθνική και πολυθρησκευτική πελατεία τους στα μεγάλα κέντρα και τα σημαντικά λιμάνια, όπως της Οδησσού, της Θεσσαλονίκης ή της Αλεξάνδρειας. Όρος που ήταν απαραίτητος για τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της μουσικής, αλλά και για την διασφάλιση του ρόλου των μουσικών στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον στον αχανή χώρο που Ανατολή και Δύση συναντιούνταν, αναμιγνύονταν και αλληλοεπηρεάζονταν.
Το εγγύτερο στο Ισραήλ
Amnon Shiloa: «Πιστεύω ότι μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Ελλάδα ήταν ένα από τα σπάνια μέρη που μπορούσες να βρεις αυτό που σήμερα αποκαλούμε λαϊκή μουσική. Όχι folk μουσική, λαϊκή μουσική. Η λαϊκή μουσική είναι μία παραλλαγή από κάποιο folk υλικό, αλλά αυτό το είδος αναπτύχθηκε σε αστικό περιβάλλον. Σε αντίθεση με την αυθεντική folk μουσική, που είναι περιορισμένη σε χωριά και στην αγροτική ζωή. Και αυτό πηγαίνει παράλληλα με την τεχνολογική πρόοδο και την τεχνολογική εξέλιξη στην Ευρώπη. Επειδή η Ελλάδα ήταν πρωτοπόρος σ’ αυτό το είδος και αυτό ήταν προσβάσιμο στο αυτί πολλών ανθρώπων, γι’ αυτό, πιθανά μέσω των Βαλκανίων, των Αράβων και των Τούρκων, απλώθηκε και σε άλλες περιοχές.
Στον 19ο αιώνα, ακόμα και η έντεχνη μουσική, η αραβική έντεχνη μουσική, και η τούρκικη έντεχνη μουσική, δανείστηκαν κάποιες φόρμες της ελληνικής μουσικής που εισήχθησαν στην τούρκικη μουσική. Και από τους Τούρκους οι Άραβες δανείστηκαν αυτές τις φόρμες που είναι πολύ δημοφιλείς σήμερα. Όπως ο συρτός. Ο συρτός υπάρχει σαν φόρμα στην τούρκικη μουσική ξεκινώντας από τα μέσα του 19ου αιώνα. Και τον βρίσκεις μέχρι τις μέρες μας στην αραβική μουσική.
Η επιρροή προέκυψε από τη λαϊκή ελληνική μουσική, στα τέλη της δεκαετίας του 1880, από το είδος της μουσικής που βασίζεται στο στυλ του ρεμπέτικου. Το είδος που γνωρίζουμε από τη Μικρά Ασία. Αυτό είναι το κύριο κανάλι το οποίο περιλαμβάνεται σ’ αυτό το σώμα που επηρέασε την εβραϊκή μουσική. Οι Έλληνες επηρέαζαν τους Εβραίους μουσικούς και οι Εβραίοι μουσικοί πιθανά λιγάκι αυτό το είδος της μουσικής. Και το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι πάρα πολλοί από τους σκοπούς που θεωρούνται κατεξοχήν εβραϊκοί, το πραγματικό γεγονός είναι ότι βασίζονται σε ελληνικούς σκοπούς εκείνης της εποχής.
Από τη στιγμή που η ελληνική λαϊκή μουσική ήταν μια πολύ δημοφιλής μουσική, έβρισκε εύκολα το δρόμο προς άλλα είδη λαϊκής μουσικής. Μέσω του Κλέζμερ. Κλέζμερ ήταν τα συγκροτήματα Εβραίων οργανοπαιχτών που ήταν πολύ προικισμένοι μουσικά και έπαιζαν σε γάμους και σε άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, χωρίς νότες προφανώς, όπως και οι Έλληνες μουσικοί, σαν αυτοδίδακτοι. Ήταν χαρισματικοί με φυσικό τρόπο στη μουσική∙ παίζανε βιολί ή κοντραμπάσο ή άλλα όργανα, κλαρίνο, που ήταν ένα πολύ σημαντικό όργανο της μουσικής Κλέζμερ και σ’ αυτή την περίπτωση παίζανε σαν συγκροτήματα οργανικά με βιολί και κλαρίνο. Εάν ακούσεις ένα Κλέζμερ κλαρίνο με επιρροή από κάποιο είδος ρουμάνικης μουσικής, θα βρεις κοινούς παρονομαστές με την ελληνική μουσική.
Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να πει κανείς, και είναι πολύ περίεργο επίσης, είναι η δημοτικότητα της ελληνικής λαϊκής μουσικής στο Ισραήλ, αλλά όχι μόνο στο Ισραήλ. Μια άλλη εξήγηση, ας πούμε μοντέρνα εξήγηση, είναι ότι εμείς είχαμε στο Ισραήλ μέχρι τις δεκαετίες 1970 και 1980, παραδόσεις folk, αυθεντικές ή όπως και να τις αποκαλέσεις. Από την άλλη το Ισραήλ ανέπτυξε κάποιο είδος ισραηλινής λαϊκής μουσικής που θα είναι επικίνδυνο να την καθορίσεις. Αναφέρομαι σε όλα αυτά τα τραγούδια και τους χορούς που παρουσιάζονταν σαν να είναι ισραηλίτικα που είχαν αναπτυχθεί στους καινούργιους εποικισμούς του Ισραήλ. Εκείνο τον καιρό υπήρχε ένα κίνημα για την εθνικότητα στο Ισραήλ, μία επανάσταση, λίγο ως πολύ, από ανθρώπους που έρχονταν από διαφορετικά μέρη στην Εγγύς Ανατολή και ήθελαν να δείξουν ότι έχουν τις δικές τους κουλτούρες, τη δική τους folk, αλλά όπως όλοι οι νέοι σε όλο τον κόσμο δεν ήθελαν μόνο να διαιωνίζουν ό,τι δείχνει να είναι παλιό, φολκλοριστικό, ήθελαν να δημιουργήσουν κάτι νέο. Και αυτό το νέο βρέθηκε. Ήταν αυτό που ήταν το εγγύτερο σε μας εδώ, η ελληνική μουσική!»