Αρχική πολιτική Η έκπτωση της Πολιτικής

Η έκπτωση της Πολιτικής

–μεταξύ θραυσματοποίησης και υποκειμενισμού–

Σειρά κειμένων «Προσδοκία μέλλοντος μέσα σε χαοτικό παρόν» – Μέρος Α΄ 

εκπίπτω [ekpípto] Ρ αόρ. εξέπεσα, απαρέμφ. Εκπέσει : (λόγ.) α. (για πρόσ.) χάνω μια υψηλή θέση, ένα αξίωμα: Έχει εκπέσει από το βουλευτικό αξίωμα. || (νομ.) χάνω δικαίωμα: Ο οφειλέτης που δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά δικαιώματά του. β. χάνω την ηθική αξία, το ηθικό κύρος μου: Zούμε σε μια εποχή παρακμής, όπου όλα, αξίες, αρχές, ιδανικά, έχουν εκπέσει απελπιστικά.

Αυτό που μας προσφέρεται ως «πολιτική» είναι κάτι υποβαθμισμένο και απωθητικό. Ζούμε μια αποθέωση της μικροπολιτικάντικης πολιτικής, και παράλληλα μια τεράστια έκπτωση της Πολιτικής (του βαθύτερου νοήματός της και της σημασίας της), και βεβαίως του Πολίτη. Τώρα ακούμε για «έκπτωτο πρόεδρο», παρακολουθούμε μια σήψη και διάλυση ενός φορέα σε εξέλιξη, βλέπουμε μια προχωρημένη ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού και αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα πολιτικό σύστημα εχθρικό και ανάλγητο προς την κοινωνία, αδιάφορο για τη γενική πορεία της χώρας. Παράλληλα παρατηρούμε μια υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε κέντρα που δεν υπόκεινται σε κανέναν πραγματικό έλεγχο, καθώς αδειάζουν από νόημα και διαδικασία οι θεσμοί της λαϊκής κυριαρχίας. Ο πολίτης –αν δεν έχει άκρες– είναι εντελώς ανήμπορος απέναντι στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα της χώρας, εντελώς ανυπεράσπιστος απέναντι στη συστηματική λεηλασία που προωθούν τα οικονομικά καρτέλ, χωρίς καμία κάλυψη και ασφάλεια απέναντι σε διάφορα κυκλώματα που έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους σε όλες τις δραστηριότητες της πόλης και της υπαίθρου.

Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα·

(Γιώργος Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι, Γ΄)

Αυτή η τεράστια έκπτωση της Πολιτικής και του Πολίτη δεν γίνεται στον αέρα, δεν είναι προϊόν μιας έμπνευσης κάποιων «κακών» ή κάποιων «συνωμοτών». Πατά πάνω σε μια συγκεκριμένη οικονομική πραγματικότητα και σε αναδιαρθρώσεις που αλλάζουν όλη τη ζωή (σκεφτείτε μόνο τι αλλαγές έχει επιφέρει η ψηφιοποίηση και η πράσινη μετάβαση, η ακρίβεια, τα νοίκια, η ερήμωση περιοχών). Πατά σε μια κοινωνική μοντελοποίηση που αποκόπτει, θραυσματοποιεί, κατατεμαχίζει τον χρόνο και τον χώρο, και βεβαίως την κοινωνικότητα των ανθρώπων. Πατά σε μια πορεία ηττών των κινημάτων και προσπαθειών να αντιστραφεί μια πορεία, και στην παράλληλη έλλειψη ενός εναλλακτικού σχεδίου για τη χώρα και την κοινωνία.

Το σύστημα και οι μηχανισμοί του δουλεύουν ασταμάτητα στην κατεύθυνση μιας «παραγωγής»: του αποξενωμένου, φοβισμένου, ανίκανου, παθητικοποιημένου, αλλοτριωμένου ατόμου. Η «θετική» τάχα απάντηση του συστήματος προς τον υπήκοο (κατ’ επίφαση πολίτη) είναι το κλασικό μοτίβο του ατομικισμού. Του ξεκομμένου ατόμου, που δεν νοιάζεται για το γίνεται γύρω του, που περιορίζεται στο ατομικό του συμφέρον και μόνο. Κι αν αυτό είναι το κλασικό μοτίβο, τώρα υπάρχει και κάτι πιο αναβαθμισμένο: η προσαρμογή σε ό,τι προσφέρεται ως εργασία, ως παιδεία, ως υγεία, ως ψυχαγωγία. Η απόλυτη προσαρμογή και άρνηση κοινωνικών δικαιωμάτων, η καταφυγή στον απόλυτο σχετικισμό, στην άρνηση της πραγματικότητας και της αλήθειας, στον μηδενισμό, στην εικονοποίηση της ζωής μέσω ψηφιοποίησης. Παράλληλα αποθεώνεται η τεχνητή διαφοροποίηση, η διαφορά-διαφορετικότητα αναγορεύεται σε υπέρτατη αξία, εξυμνείται το ατομικό παρόν (με οποιονδήποτε τρόπο, ιδιαίτερα με κατανάλωση του διαδικτύου, κατανάλωση βίας και αποξένωσης), ενώ παράλληλα «σβήνεται» το παρελθόν και ματαιώνεται το μέλλον.

Πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα εδράζεται η έκπτωση της Πολιτικής και του Πολίτη, πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα συντελείται η θραυσματοποίηση των πραγματικοτήτων κάθε ανθρώπου, κάθε συνόλου, κάθε γειτονιάς, πόλης, χώρας, τόπου εργασίας. Η κοινωνικότητα είναι στο στόχαστρο. Το νέο μοντέλο εργασίας, «πολιτισμού», κατανάλωσης κ.λπ. είναι μια μη-κοινωνία, μια α-κοινωνία. Άλλωστε έχει διακηρυχθεί εδώ και δεκαετίες: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα».

Τώρα σε ξανασυλλογίζομαι
Εδώ στην πολυπλόκαμη μητρόπολη.
Όλα τηλεόραση,
δύσκολα ’γγίζεις κάτι από κοντά.

(Γιώργος Σεφέρης, Γράμμα στον Rex Warner)

Η αντίσταση και η αντίθεση υπάρχει μπροστά στα μάτια μας με πολλούς τρόπους κι εκφράσεις, ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν μεγάλα ορμητικά κύματα που να την καθιστούν «πραγματικότητα» για όλους

Τα αποτελέσματα αυτών των θεμελιακών αλλαγών

Πολυπλόκαμη η μητρόπολη, πολύπλοκη η πραγματικότητα σε έναν κόσμο χαοτικό και άκρως συγκρουσιακό. Σε έναν κόσμο που υποβαθμίζει ολόκληρους κόσμους, σε έναν κόσμο που δημιουργεί κι άλλους κόσμους, όπου δύσκολα αγγίζεις κάτι από κοντά. Ένας κόσμος μιας κλιμακούμενης αντεπανάστασης που φθάνει πλέον σε ό,τι πιο βαθύ έχει ο άνθρωπος: στην ψυχή, στο πνεύμα, στη νόηση, στους τρόπους που αντιλαμβάνεται τη ζωή, αλλά και στους τρόπους που μεταβολίζεται η ίδια η ζωή.

Θα ήταν παράλογο όμως να υποστηριχθεί ότι αυτή η πραγματικότητα δεν γεννά παράλληλα και την αντίθεσή της. Είναι παράλογο να φανταστούμε έναν κόσμο, μια εποχή, μια τεράστια αναδιάρθρωση του πλανήτη και της ζωής, χωρίς να αισθανθούμε πως υπάρχει αντίσταση και αντίθεση προς αυτήν. Η αντίσταση και η αντίθεση υπάρχει μπροστά στα μάτια μας με πολλούς τρόπους κι εκφράσεις, ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν μεγάλα ορμητικά κύματα που να την καθιστούν «πραγματικότητα» για όλους. Κι άρα υπάρχει ένα υποκείμενο –που πασχίζουν να το υποβαθμίσουν σε αντικείμενο, σε εμπόρευμα απόλυτο και σε αδρανή παθητικοποιημένη μάζα– που βρίσκεται σε μια ορισμένη κατάσταση και υπόκειται σε έναν συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης. Το υποκείμενο, ή αν προτιμάτε το εν δυνάμει υποκείμενο, δεν είναι μια τάξη, δεν είναι ένα πρωτοπόρο κόμμα, δεν είναι ένας μηχανισμός ή ένας στρατός. Είναι διευρυμένο όσο ποτέ άλλοτε και, παρά τον κατατεμαχισμό του, τη θραυσματοποίηση για την οποία μιλήσαμε, παρά τη μηχανική, επιστημονική και ιδεολογική κατεργασία που υφίσταται για να παραμένει σε κατάσταση υπνώσεως, είναι εκεί. Υπάρχει. Δεν μπορεί να καταργηθεί.

Του λείπουν πολλά: δεν έχει φωνή· δεν έχει θεωρία και εναλλακτική πρόταση· δεν ενώνεται, δεν συντονίζεται· δεν έχει την απαραίτητη ιδεολογική και πολιτική πύκνωση. Δεν τα έχει όλα αυτά, κι όμως υπάρχει. Υπάρχει όχι ως Υποκείμενο, αλλά ως δυνάμει Υποκείμενο. Υπάρχει ως δυνητικός αντίπαλος του συστήματος. Υπάρχει ως κύριο μέλημα όλων των εξουσιών στον πλανήτη. Οι εξουσίες είναι περισσότερο γυμνές από ποτέ, την ίδια στιγμή που διαθέτουν ένα τεράστιο χειριστικό οπλοστάσιο, και τώρα περνούν στην επιλογή του πολέμου. Αυτό μπλοκάρει κι άλλο –προς στιγμήν, προσοχή– τη διαδικασία ενοποιήσεων ή εκδηλώσεων συντονισμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν γέννησε ένα μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα, αλλά ο η γενοκτονία και η εθνοκάθαρση στην Παλαιστίνη και ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή γέννησαν μια τεράστια απομόνωση του σιωνιστικού Ισραήλ σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα, το κύριο ζήτημα είναι αυτό του Υποκειμένου. Η «γυμνή μετάβαση» που επιχειρείται, είναι μια υπερκαπιταλιστική απόπειρα υπέρβασης της πολυκρίσης. Η οποία –αντίθετα με τις διακηρύξεις– έχει ανάγκη από μια τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, χωρών, περιφερειών, ηπείρων, κοινωνιών, ακόμα και του ίδιου του πληθυσμού του πλανήτη. Πολλοί κάνουν λόγο για νεοφεουδαρχικές καταστάσεις που επιβάλλει το περίφημο 1% που κυβερνά τον κόσμο μαζί με τις οργανωμένες κουστωδίες και τους μηχανισμούς επάνω, επί, σε ένα πέλαγος δουλοπάροικων και αποκλεισμένων, γκετοποιημένων πρώην πολιτών. Άλλοι μίλησαν για «πλήθος» ενάντια στην «αυτοκρατορία» προσπαθώντας να περιγράψουν αυτή τη νέα κατάσταση. Γενίκευσαν μια «αποεδαφικοποίηση» του καπιταλισμού (δηλαδή τον νομαδισμό του κεφαλαίου προς όπου υπάρχει μέγιστο υπερκέρδος), και έκαναν το λάθος να καταργήσουν την έννοια, την κατηγορία (αλλά και την πραγματικότητα) του ιμπεριαλισμού και του ανταγωνισμού μεταξύ ισχυρότατων κοσμοκρατοριών και περιφερειακών κέντρων.

Προσπάθειες που έχουν έναν ακηδεμόνευτο χαρακτήρα, θίγουν καίρια ζητήματα με μια πιο πλειοψηφική ματιά και συνολική θεώρηση, συγκρούονται με συνέπεια και χωρίς ίδιον όφελος με συμφέροντα και καταστάσεις, έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια

Το κεντρικό ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα

Μπορούμε να φανταστούμε το πόσο και πώς έχουν επιδράσει αυτές οι αλλαγές πάνω σε τμήματα ενός κατατεμαχισμένου και υπό κατεργασία δυνάμει υποκειμένου; Για να γίνουμε πιο σαφείς: Πώς έχουν επιδράσει όλες αυτές οι αλλαγές σε τμήματα των αγωνιζόμενων ανθρώπων, ή των ανθρώπων που τελούν σε αγωνία και αντίθεση με την κατεύθυνση των πραγμάτων; Με άλλους όρους, πώς αυτές οι αλλαγές έχουν επιδράσει σε επίπεδο συνείδησης των δυνάμει αγωνιζόμενων, των απλών ανθρώπων που μετέχουν σε κάποιες μορφές συλλογικότητας, των ανθρώπων που στενάζουν μέσα σε ασφυκτικά πλαίσια;

Η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου, ο αναστοχασμός πάνω στην ύπαρξή του και στην ύπαρξη του κόσμου, έχει λαβωθεί σημαντικά. Ο τρόπος ιδιοποίησης, νοητικά, της πραγματικότητας έχει αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Η πραγματικότητα και η αλήθεια έχουν γίνει «πραγματικότητες» και «αλήθειες» κατά το δοκούν ή κατά τη διάθεση. Αντί για σκέψη και προσπάθεια για το Υποκείμενο και τις τεράστιες προσπάθειες που χρειάζονται για να κατακτηθεί το συνολικό και το συνθετικό που είναι αναγκαία, αναδύεται από παντού ένας ισχυρός Υποκειμενισμός: ο καθένας και η παρόλα του, ο καθένας και το βασίλειό του. Έτσι όχι μόνο δεν έχουμε υπέρβαση της επιβαλλόμενης θραυσματοποίησης, αλλά δημιουργούμε κι άλλα θραύσματα «αληθειών» που δεν αντέχουν.

Το «συνολικό» και το «συνθετικό» είναι δύο ποιοτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια άλλη «ανάγνωση» και μια άλλου τύπου «πράξη». Το «συνολικό» και το «συνθετικό» οδηγούν σε μεγάλες ταυτότητες, εντελώς απαραίτητες για τη στήριξη ενός πραγματικού Υποκειμένου, σε μεγάλες ταυτότητες νοήματος και σημασίας. Σε ιδεολογικό επίπεδο ο ατομικισμός, ο μηδενισμός, και μια επίπλαστη καθολικότητα «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» υπό Δυτική «διαφορετικότητα» και ακραίο ατομικό (κι όχι κοινωνικό) δικαιωματισμό, αποτελούν ένα αποσυνθετικό ιδεολογικό πλαίσιο. Που πετυχαίνει δύο στόχους: αδρανοποιεί και απογοητεύει από τη μία πλευρά, και από την άλλη οδηγεί στην «παράκαμψη της Πολιτικής», δηλαδή αποκόπτει τον υπήκοο (νέο δουλοπάροικο) από το δικαίωμα της Πολιτικής ως χειραφετητικό μέσο και όπλο μιας μεγάλης και πραγματικής αλλαγής συσχετισμών, και εν τέλει κοινωνικού συστήματος. Γι’ αυτό η έκπτωση της Πολιτικής που αναφέραμε στον τίτλο του σημειώματος είναι όρος αποκλεισμού του δυνάμει υποκειμένου από την Πολιτική.

Ο αναστοχασμός –πού βρισκόμαστε, γιατί βρισκόμαστε σ’ αυτή τη θέση, τι μας έδωσαν τα «εργαλεία» και τα «σχέδια» του παρελθόντος μας, ποια η ικανότητά μας να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, πώς συνεχίζουμε, τι ιεραρχήσεις κάνουμε, αν υπάρχουν έστω και στοιχειώδη στοιχεία μιας στρατηγικής, τι λείπει και πρέπει να καλυφθεί με κάποια προτεραιότητα, αν κατανοούμε ότι και εμείς είμαστε θραύσματα ενός ιστορικού κινήματος που υπήρξε στον 20ό αιώνα ενώ διανύουμε ήδη την 3η δεκαετία του 21ου αιώνα κ.λπ.– είναι μια προϋπόθεση για μια στοιχειώδη συμφωνία σε άμεσα και αναγκαία βήματα. Δεν χρειάζεται να υπάρχει σύμπτωση σε όλα τα σημεία, είναι φυσιολογικό να μην υπάρχει. Υπάρχει όμως η ανάγκη ενός κλίματος διαλόγου και να υπάρχουν πραγματικά ψήγματα της ανάγκης αναστοχασμού, κι όχι υπεκφυγές του τύπου «τώρα προέχει η πράξη, η δράση» ή, ακόμα χειρότερα, «τώρα είναι ευκαιρία, πρέπει να κάνουμε ένα ψηφοδέλτιο» και άλλα τέτοια. Δεν μπορεί να γίνεται πόλεμος και να δίνονται 3-4 διαφορετικά ραντεβού, να μην υπάρχει μια προσπάθεια μαζικής απεύθυνσης, να μην υπάρχει φροντίδα για την ανάπτυξη ενός φιλειρηνικού αντιπολεμικού κινήματος, να μην νοιάζεται κανείς για τη μαζικότητα που θα έχουν κάποιες πρωτοβουλίες…

Υπάρχει άλλος «τρόπος»;

Κυριαρχεί όχι μόνο τεράστιος υποκειμενισμός και περιχαράκωση, αλλά και ικανοποίηση για ό,τι κάνει κάθε ομάδα, συλλογικότητα, οργάνωση ή κόμμα – μικρό ή μεγάλο. Αυτή η αίσθηση ικανοποίησης είναι τεράστιο πρόβλημα. Αν η λέξη ικανοποίηση μοιάζει υπερβολική (ενώ, σε ένα ναρκισσιστικό ιδεολογικό περιβάλλον, δεν είναι), τότε ας το περιγράψουμε σαν μια ανοχή στη σημερινή κατάσταση του Υποκειμένου, και μάλιστα υπό τη θεώρηση της «αλήθειας» ή του «μικρού γεγονότος» που έκανε η ομάδα, η γκρούπα. Αυτή η αίσθηση αυτοϊκανοποίησης μέσα σε ένα γενικό αρνητικό συσχετισμό, που δεν τον λογαριάζουμε καν, οδηγεί αναγκαστικά σε μια αντίληψη «ότι φταίει η κοινωνία που δεν αντιδρά» και σε έναν ελλειπτικό, μειοψηφικό και συνήθως αναποτελεσματικό ακτιβισμό.

Αντίθετα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, προσπάθειες με διαφορετική αφετηρία, που έχουν έναν ακηδεμόνευτο χαρακτήρα, που θίγουν καίρια ζητήματα με μια πιο πλειοψηφική ματιά και συνολική θεώρηση, που συνδυάζουν τη γνώση με την πράξη, που δίνουν σημασία στην ευαισθητοποίηση, που συγκρούονται με συνέπεια και χωρίς ίδιον όφελος με συμφέροντα και καταστάσεις, που θίγουν ζητήματα με πιο συνθετικό και συνολικό τρόπο, έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια. Και δείχνουν έναν άλλο «τρόπο». Στη χώρα μας τέτοια παραδείγματα –το έχουμε ξαναπεί– είναι όλη η κίνηση για τα Τέμπη, οι κινήσεις που δραστηριοποιούνται για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, και φέτος η εμπειρία του συνεδρίου για το υπαρξιακό πρόβλημα της Ελλάδας (σε μικρότερη κλίμακα). Τέτοιες καταστάσεις δείχνουν ότι ανιχνεύεται ένας άλλος τρόπος κίνησης και σύνθεσης.

Σε αυτά όλα θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Τονίζουμε ένα πρώτο συμπέρασμα: Η θραυσματοποίηση και ο υποκειμενισμός αποτελούν το κεντρικό ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα που πρέπει να ξεπεραστεί – αφού εντοπιστεί και αξιολογηθεί σαν πρόβλημα. Είναι προϋπόθεση για άλλο βηματισμό…

Για να τελειώσουμε ξανά με τον ποιητή:

Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας

(Γιώργος Σεφέρης, Επί σκηνής, ΣΤ΄)

Σχόλια

Exit mobile version