του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*
Ας φέρουμε, παρακαλώ, στον νου μας το εξής σκηνικό: Κάποιοι άνθρωποι κατευθύνονται στο θέατρο για να παρακολουθήσουν μια παράσταση. Φτάνουν, αλλά δεν βρίσκουν θέση. Όλα τα καθίσματα είναι καπαρωμένα. Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν μένουν εκτός θεάτρου. Το ενδιαφέρον όμως εδώ είναι το εξής: Ελεύθερες θέσεις δεν υπάρχουν, διότι κάποιοι άλλοι είχαν σπεύσει πρώτοι, και δεν έπιασαν μία θέση για τον εαυτό τους, αλλά πέντε. Όχι πέντε θέσεις για πέντε άτομα, αλλά πέντε θέσεις για ένα άτομο – για την άπλα του. Το πιάσιμο ωστόσο αυτών των θέσεων δεν έγινε με παράνομη έφοδο και κατάληψη. Έγινε νόμιμα, με συναλλαγή την οποία αναγνωρίζει ο νόμος, ο οποίος νόμος άλλωστε υπόσχεται κοινωνική ειρήνη.
ΤΗΝ ΣΚΗΝΗ αυτή του θεάτρου την δανείστηκα από μια αποστροφή του Μεγάλου Βασιλείου. Και την προχωρώ. Έχουμε ανθρώπους που μένουν εκτός θεάτρου, και προφανώς έχουμε και ανθρώπους οι οποίοι δεν ξεκινούν καν να πάνε στο θέατρο, διότι απλούστατα αν πληρώσουν για το θέατρο, δεν θα πληρώσουν για την ΔΕΗ.
Όπως και να ‘χει πάντως, το σκηνικό αυτό είναι ένα σκηνικό όπου θα πει κανείς ότι δεν υπάρχει βία. Πότε θα μιλήσουμε για βία; Μόλις σκάσει αίφνης ένα περιστατικό που διαταράσσει την υφιστάμενη ειρήνη: Μόλις, για παράδειγμα, κάποιος σηκώσει χέρι. Τότε, προφανώς θα κινητοποιηθούν πολλοί. Κάποιοι για να συλλάβουν τον δράστη, κάποιοι για να προλάβουν την επίθεσή του, κάποιοι για να στηρίξουν το θύμα, και κάποιοι πιο ψαγμένοι για να φροντίσουν και τον ίδιο τον δράστη: για να τον παραπέμψουν σε μια τηλεφωνική γραμμή στήριξης ή σε συνεδρίες ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί το τραύμα του και τον θυμό του.
Θα έλεγα ότι αυτή είναι η κυρίαρχη οπτική σήμερα. Την βία δηλαδή την κατανοούμε ως το έκτακτο, ως την παρεκτροπή, ως το ατύχημα: σαν ένα κάταγμα, είτε από γλίστρημα είτε από σπρώξιμο. Με άλλα λόγια: αν κάποιος δεν σηκώσει χέρι ή αν κάποιος δεν επιτεθεί φραστικά, τότε δεν βλέπουμε να υπάρχει βία.
Ωστόσο, μια διεισδυτικότερη ματιά θα δει διαφορετικά πράγματα. Θα δει ότι η κακιά βία δεν ξεκινά με το σήκωμα του χεριού ή με το μπούλινγκ, αλλά έχει ήδη ξεκινήσει με την πλεονεκτική κι εγωπαθή στάση ζωής, η οποία όχι απλώς «υπάρχει», αλλά (προσοχή) έχει νομιμοποιηθεί και έχει εξιδανικευτεί (αυτά τα δύο, η κρατική νομιμοποίηση και η κοινωνική εξιδανίκευση της πλεονεκτικής και εγωπαθούς στάσης ζωής είναι καίρια για την προσέγγισή μου). Στο προαναφερθέν σκηνικό του Μεγάλου Βασιλείου λοιπόν η πρώτη κακιά βία είναι η ιδιοποίηση (και άρα η ιδιωτικοποίηση) των πανανθρώπινων αγαθών. Ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί την εικόνα του θεάτρου, για να ψέξει την ανωμαλία την οποία εισάγει στην ανθρώπινη ζωή ο θεσμοθετημένος πλουτισμός, η νόμιμη εμπορευματοποίηση των κοινών αγαθών και η σύννομη ορμή για μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους. Για το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα όλα αυτά είναι η κανονικότητά του – είναι ειρήνη. Για τον Μέγα Βασίλειο όμως αυτή ακριβώς η «κανονικότητα» είναι ανωμαλία. Δεν πρόκειται για ειρήνη, αλλά για συστημική βία, για δομική βία. Βία δηλαδή με ειρηνικό προσωπείο, η οποία παράγεται από το συγκεκριμένο σύστημα στην κανονική του λειτουργία. Ανήκει δηλαδή στη φύση του. Όχι σε έξωθεν βλάβη του. Δεν είναι κάταγμα. Είναι αυτοάνοσο. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 ο Νορβηγός Johan Galtung (χτίζοντας πάνω στην μακρά παράδοση ριζοσπαστών διανοουμένων που κρίνουν το κοινωνικό σύστημα, και όχι απλώς τα ατομικά πάθη των ανθρώπων) εισήγαγε την έννοια της δομικής βίας (structural violence), δηλαδή εκείνης της κανονικής λειτουργίας του συστήματος, η οποία παρεμποδίζει τους ανθρώπους από να αντιμετωπίσουν τις αληθινές ανάγκες τους. Όμως δεκαέξι αιώνες πριν από τoν νεο-μαρξιστή Galtung, Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, επέκριναν το νόμιμο status quo και αντιδιέστειλαν με οξύτητα τους ταξικούς νόμους τους οποίους θεσπίζουν οι κυβερνώσες ελίτ, από τον εξισωτικό νόμο του Θεού.
Η κακιά βία δεν ξεκινά με το σήκωμα του χεριού ή με το μπούλινγκ, αλλά έχει ήδη ξεκινήσει με την πλεονεκτική κι εγωπαθή στάση ζωής, η οποία όχι απλώς «υπάρχει», αλλά (προσοχή) έχει νομιμοποιηθεί και έχει εξιδανικευτεί
Η ΜΑΤΙΑ των Τριών Ιεραρχών (πράγμα που μας λείπει πάρα πολύ σήμερα) είναι καθολική και ριζικά αντι-ειδωλολατρική. Είδωλο είναι οτιδήποτε στην πραγματικότητα νοηματοδοτεί τη ζωή υφαρπάζοντας τη θέση του ζωντανού Θεού – πέρα από τις όποιες ομολογίες πίστης κάνει κανείς στα λόγια. Το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα λοιπόν που κυριαρχεί σήμερα (ο ευέλικτος –και δη ο νεοφιλελεύθερος– ψηφιακός καπιταλισμός) είναι θεμελιωδώς ειδωλολατρικός: Κέντρο της ζωής έχει τον χρυσό μόσχο, και με βάση αυτόν ταξιθετεί τους ανθρώπους (πέρα από τα όποια λόγια και τις όποιες μοδάτες διακηρύξεις περί ανθρωπισμού). Επί πλέον, ο ίδιος ο άνθρωπος καθίσταται είδωλο (αυτο-είδωλον), υπό την έννοια ότι το κυρίαρχο σύστημα επαινεί τον εγωισμό ως το απαραίτητο κίνητρο κοινωνικής ανόδου. Αυτό σήμερα δηλώνεται ανερυθρίαστα από θεωρητικούς του συστήματος, και, συνακόλουθα, ανερυθρίαστα υποστηρίζεται από πολιτικούς ότι η ανισότητα είναι στη φύση του ανθρώπου και αποτελεί την ατμομηχανή για την ανάπτυξη. Για τους Ηρακλείς του συστήματος, λοιπόν, ο Μέγας Βασίλειος λέει ανοησίες – όσες βασιλόπιτες και αν κόψουν αυτοί οι Ηρακλείς που θεωρούν ανοησία την ισοκατανομή της πίτας στην πραγματική ζωή. Στην κυρίαρχη λογική ο αποκλεισμένος από το θέατρο μένει έξω από το θέατρο, απλούστατα διότι είναι τεμπέλης. Αν θέλει να μπει κι αυτός στο θέατρο, ας εκπαιδευτεί και ας γίνει επιτυχημένος κεφαλαιούχος, ώστε να κάνει και αυτός αυτό που έκανε ο κάτοχος των πέντε καθισμάτων. Με άλλα λόγια, στην συστημική οπτική ο αποκλεισμένος δεν είναι θύμα της πρωτογενούς, δομικής, «ειρηνικής» βίας. Είναι απλώς… loser.
Τι να κάνουμε; Έχουμε σύγκρουση δύο διαφορετικών οπτικών. Πολλοί, για παράδειγμα, θα σκανδαλιστούν σήμερα ακούγοντας τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να διακρίνει μεταξύ επιπέδων βίας και να αναζητά την αρχέγονη πηγή. Διαβάζω: «Δεν φρίττεις, άνθρωπε, δεν κοκκινίζεις από ντροπή, όταν χαρακτηρίζεις επιτιθέμενον αυτόν που παλεύει για το ψωμί του; Αυτός, αν και φέρεται επιθετικά, δικαιούται να βοηθηθεί, γιατί τόσο πολύ πιέζεται από την πείνα, ώστε αναγκάζεται να προσφύγει στην επιθετικότητα. Της δικής μας ωμότητας αδίκημα είναι αυτό. […] Αυτός που επιτίθεται, στην πραγματικότητα είσαι εσύ [ο νοικοκύρης]. Τι κάθεσαι λοιπόν και φλυαρείς και σκαρφίζεσαι δικαιολογίες κατηγορώντας τον πεινασμένο για τεμπελιά και νωθρότητα;» («αργίαν εγκαλών και όκνον;»).
Και καταλήγει ο Χρυσόστομος: «Λύσωμεν την πενίαν τοις δεομένοις»: Να εξαλείψουμε την πείνα των αναγκεμένων. Όχι απλώς (επιτρέψτε μου) να παράγουμε πείνα και κατόπιν να φτιάξουμε μια γραμμή στήριξης των πενομένων.
Δείτε παρόμοια πώς ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί πρωτογενή βία την συστημική παραγωγή φτώχειας. Διαβάζω: «Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τις συμφορές των ανθρώπων και ο φοβερότερος θάνατος από όλους τους θανάτους». Ο πεινασμένος υφίσταται βία μεγαλύτερη από την βία του ξίφους (υπενθυμίζω ότι η κυρίαρχη άποψη σήμερα βλέπει βία από το σήκωμα του ξίφους και μετά). Κατά τον Βασίλειο, αυτοί που δημιουργούν την πείνα είναι «θηρία», «μολυσμένοι» και (προσοχή) «ανθρωποκτόνοι» στους οποίους πρέπει καταδίκη φονιά. Πνευματικό χρέος, κοντολογίς, του Χριστιανού, είναι αυτό που του ζητούν οι προφήτες: «Διάλυε σταγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων» – «Σπάσε τα δεσμά τα οποία τα σφυρηλατούν συμβάσεις βίαιες». Αλλά (το επαναλαμβάνω): Τέτοιες συμβάσεις, που κατά τον προφήτη είναι βίαιες, συστημικά είναι σύννομες και ειρηνικές. Συστημικά, είναι η κανονικότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος δεν περιορίστηκαν σε μια περιστασιακή, πυροσβεστικού τύπου δραστηριοποίηση, αλλά διατύπωσαν και ένα πολιτικό όραμα για μια άλλη κοινωνία, παίρνοντας ως υπόδειγμα την ιδιότυπη κοινοκτημοσύνη (καλύτερα: κοινοχρησία) της πρώτης Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Αντίθετα προς σημερινές θεολογικές μονομέρειες, όπως π.χ. τη θεώρηση της θείας Ευχαριστίας ως της μοναδικής πηγής αδερφοσύνης, οι Πατέρες αυτοί θεωρούν μήτρα αδερφοσύνης και την έμπρακτη αγάπη και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι αυτή την πρόταση ο Χρυσόστομος την διετύπωσε όταν έγινε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Όταν δηλαδή ανήλθε στον ύψιστο θρόνο, ενέτεινε το όραμά του. Δεν το ξενέρωσε μέσα στον υποτιθέμενο «ρεαλισμό», στον οποίο προσαράζουν οι αντιπολιτευόμενοι όταν αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας. Και φυσικά το ζητούμενο σήμερα δεν είναι μια αναχρονιστική αντιγραφή του γράμματος των Πατέρων, αλλά η εντελώς επίκαιρη αποδοχή των κριτηρίων τους. Και τα κριτήρια που δείγματος χάριν αναφέρω για την κοινωνική δικαιοσύνη, ισχύουν για όλα τα πεδία όπου εκδηλώνεται βία (μισαλλοδοξία, σεξισμό, οικολογία κλπ). Για παράδειγμα, αντί για το σκηνικό του θεάτρου, που ανέφερα στην αρχή, θα μπορούσαμε να δούμε ένα άλλο σκηνικό, πάλι του Μεγάλου Βασιλείου: Πώς ο γονιός, που πνίγεται από τη φτώχια, γίνεται κουρέλι καθώς αποφασίζει να πουλήσει ένα από τα παιδιά του για να επιβιώσει η υπόλοιπη οικογένεια. Και αναρωτιέται μαρτυρικά ποιο να διαλέξει και ποιο να αφήσει. Το πρώτο –λέει ο ταλαίπωρος πατέρας– δεν μπορώ να το δώσω. Μου μοιάζει. Μα το δεύτερο είναι τόσο καλός μαθητής… Σας παρακαλώ, διαβάζοντας αυτή την περιγραφή, ας μη μείνουμε σε ένα χαμόγελο… ενσυναίσθησης. Ας σκεφτούμε τι λογής οικογενειακή βία ψέγει ο Μέγας Βασίλειος. Ας σκεφτούμε ποια μοίρα θα περίμενε το παιδί που θα πουλιόταν. Πολύ πιθανόν, όχι η μοίρα του Γιάννη Αντετοκούμπο.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ, σε όλα αυτά, η βασική έγνοια των Πατέρων αυτών της Εκκλησίας; Μια ανθρωπολογία όπου το πρόσωπο αληθεύει κοινωνώντας.
Κοινωνώντας!… Προσέξτε παρακαλώ το εξής πολύ λεπτό σημείο: Σήμερα, στις συζητήσεις για τα περιστατικά βίας ουδείς διατυπώνει μια ατομιστική θεώρηση. Όλοι στα λόγια εκφράζουν ανθρωπολογίες σχεσιακές. Και όλοι δηλώνουν ότι πρέπει να δούμε τα αίτια της πράξης και τις σχέσεις του δράστη με τον περίγυρό του. Όλα αυτά φαίνονται βεβαίως πολύ σωστά. Ωστόσο το καίριο και δυσδιάκριτο πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα αυτών των «σχεσιακών» προσεγγίσεων περιορίζεται στον ορίζοντα του υποκειμένου. Μένουν δηλαδή σε ένα μικρό ή μεσαίο βεληνεκές, γύρω από τον δράστη ή το θύμα. Έτσι όμως, αρνούμενες να διευρύνουν τη ματιά και στην ευρεία, συστημική εικόνα, διαιωνίζουν μια ουσιαστικά ατομιστική προσέγγιση: μια κάπως διευρυμένη ατομική γενεαλογία του περιστατικού. Αυτό αποτυπώνεται και στη χρήση του λόγου: Δεσπόζει μια παράδοξη αποσιώπηση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Γίνεται λόγος για νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα, γίνεται λόγος για καταναλωτισμό, γίνεται λόγος για εκκοσμίκευση και μεταεκκοσμίκευση, αλλά σπανίως ονοματίζεται το συγκεκριμένο σύστημα το οποίο οργανώνει όλα αυτά και τα καθιστά καθημερινότητά μας!
* Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη». Το κείμενο είναι εισήγηση στην ημερίδα «Η πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας ως πρόταση αλλαγής της κοινωνίας: Η συμβολή της σκέψης των Τριών Ιεραρχών» (Ίδρυμα Νεότητας και Οικογένειας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών), Σάββατο 11-2-2023.