του Κονστάντζο Πρέβε

Τα κείμενα του Κονστάντζο Πρέβε που δημοσιεύουμε περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Η αυγή του ’68. Μια φιλοσοφική ερμηνεία, εκδόσεις CRT, Pistoia 1998. Το κυρίως κείμενο, «Συμβουλές ενός 55άρη φιλόσοφου σε έναν εικοσάχρονο φοιτητή φιλοσοφίας που ενδιαφέρεται να μάθει για το ‘68» αποτελεί ένα παράρτημα στο βιβλίο και έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Το κείμενο με τίτλο «Τρία σημεία για μια φιλοσοφική συζήτηση για το ‘68» είναι ένα απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου και το μεταφέρουμε γιατί δίνει συνθετικά την άποψη του Πρέβε για το ‘68 και όσα ακολούθησαν.

 

Συμβουλές ενός 55άρη φιλόσοφου σε έναν εικοσάχρονο φοιτητή φιλοσοφίας που ενδιαφέρεται να μάθει για το ‘68

Κάθε ιστορία, όπως σωστά έλεγε ο Μπενεντέτο Κρότσε, είναι και σύγχρονη ιστορία. Οι αρχαίοι Aιγύπτιοι, μπορεί να έζησαν πολύ πριν από εμάς, αλλά ακόμη μας ενδιαφέρουν σήμερα, που τους βλέπουμε με τα δικά μας μάτια. Τηρουμένων των αναλογιών, εμείς βλέπουμε το 1968 με τα μάτια του 1998 (ΣτΜ: Τότε γράφτηκε το σημείωμα), κάτι που είναι σωστό και απολύτως νόμιμο. Σε αυτόν τον σύντομο επίλογο, θα δώσω μόνο ορισμένες συμβουλές που να είναι κατανοητές σε έναν νέο που γεννήθηκε μετά το 1968, αλλά που ενδιαφέρεται πραγματικά για τις πολιτισμικές και φιλοσοφικές συνθήκες του τότε και του τώρα.

Η πρώτη συμβουλή που θεωρώ απολύτως αναγκαία, είναι να εντάξουμε τα πολλά, ετερογενή και διαφορετικά γεγονότα του 1968 (και της τριετίας 1967-1969) στα πλαίσια της συνολικής ιστορίας του 20ού αιώνα, και πιο συγκεκριμένα της «μακράς μεταπολεμικής περιόδου» από το 1945 μέχρι το 1990.

Για τον σκοπό αυτό, είναι πολύ χρήσιμο να κατανοήσουμε καλά την έννοια της μη συγχρονικότητας όπως τόνιζε στην εποχή του ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ μια πολύ χρήσιμη φιλοσοφική προσέγγιση που μας βοηθάει να αποφύγουμε τις ψευδεπίγραφες ταυτίσεις εντελώς διαφορετικών φαινομένων (σαν την επίθεση των Βιετναμέζων στο Τετ και την κατάληψη της Σορβόνης στο Παρίσι).

Για τον σκοπό αυτό πρέπει να γνωρίζουμε πως σήμερα κυκλοφορούν καλά σχολικά εγχειρίδια για την ιστορία και τη φιλοσοφία του εικοστού αιώνα, που είναι πολύ καλύτερα από της φλυαρίες των δημοσιογράφων, ιδιαίτερα των «αριστερόστροφων», που επιτήδεια κατασκευάζουν μύθους για τη νεολαία και τις εξεγέρσεις της.

Ένα σχολικό εγχειρίδιο για την ιστορία του 20ού αιώνα είναι ασύγκριτα πιο χρήσιμο από τις «αναμνήσεις» κάποιων παιδιών του ’68 που βρίσκονται σε σύγχυση μετά από τις συνεχείς απογοητεύσεις της πρόσφατης τριακονταετίας, που γενικά ώθησαν τη γενιά αυτή να μετατρέψει τον ψυχολογικό της κυνισμό σε φιλοσοφία της ιστορίας, ή καλύτερα του τέλους της ιστορίας, ή πιο συγκεκριμένα του καπιταλιστικού τέλους της ιστορίας.

Μια δεύτερη συμβουλή που θα ήθελα να δώσω, και σχετίζεται με την πρώτη, είναι να πάψουμε να βλέπουμε το ‘68 σαν ιδρυτικό μύθο μιας μεταφυσικής πάλης ενάντια στην εξουσία, πάλη που θεωρείται θετική και ηθικά αποδεκτή, αρκεί να διαχωρίζεται από οιαδήποτε επαναστατική ουτοπία για την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.

Η πρώτη φιλοσοφική συνειδητή διατύπωση αυτού του ιδρυτικού μύθου εμφανίστηκε γύρω στα 1976-1978 από τους Γάλλους λεγόμενους νέους φιλοσόφους- nouveaux philosophes (Γκλικσμάν, Ανρύ – Λεβύ,κ.λπ.), που ως γνωστόν συμμετείχαν στα γεγονότα του 1968.

Ο μετα-μοντερνισμός εμφανίζεται σαν συνειδητοποίηση της απογοήτευσης και απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις των προηγούμενων επαναστατικών ουτοπιών, που το ‘68 υποτίθεται ότι εκδηλώθηκαν συμπυκνωμένα με σχετικά θετικό τρόπο, σαν μακρόχρονο και αγαθό ψυχο-πολιτικό happening (δρώμενο) που ήρθε να υποκαταστήσει τις πιο οδυνηρές πρακτικές απόπειρες πραγμάτωσης της κομμουνιστικής ουτοπίας (από τον Πολ Ποτ στην Καμπότζη μέχρι τον Μεγκίστου στην Αιθιοπία)

Την τελευταία εικοσαετία αυτή η «νέα φιλοσοφία» έγινε κάτι σαν διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «εναλλασσόμενου ρεύματος», κατά το δοκούν, αλά καρτ, που χρησιμεύει σαν φιλοσοφική νομιμοποίηση των ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών επεμβάσεων (από τη Βοσνία ως το Ιράκ), με μια αντίληψη απελπισμένου ευρωκεντρισμού και προκλητικής πιεστικής έκκλησης στη Δύση να μην «παραλείψει» τα διεθνή της καθήκοντα.

Αυτός ο σιχαμένος επεμβατισμός είναι ίσως ένα από τα πιο απεχθή χαρακτηριστικά της σημερινής παγκόσμιας πολιτισμικής κατάστασης, και δυστυχώς είναι μια φιλοσοφία που έχει επηρεάσει τους δημοσιογράφους και τους ειδικούς της επικοινωνίας που γίνονται φερέφωνά της, σε σημείο που σήμερα, στα διεθνή ζητήματα, ο «μεγάλος Τύπος» της κεντρο-αριστεράς συνήθως να έχει πιο «δεξιές » θέσεις ακόμη και από τους παραδοσιακούς κυνικούς διπλωμάτες.

Μια τρίτη συμβουλή έχει καθαρά φιλοσοφικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό πως κατά τον 20ό αιώνα η φιλοσοφία της ιστορίας που κυριαρχεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους είναι ο λεγόμενος μετα-μοντερνισμός, για τις διαφορετικές ερμηνείες τού οποίου δεν μπορώ να μιλήσω εκτενώς εδώ, λόγω έλλειψης χώρου.

Ο μετα-μοντερνισμός εμφανίζεται σαν συνειδητοποίηση της απογοήτευσης και απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις των προηγούμενων επαναστατικών ουτοπιών, που το ‘68 υποτίθεται ότι εκδηλώθηκαν συμπυκνωμένα με σχετικά θετικό τρόπο, σαν μακρόχρονο και αγαθό ψυχο-πολιτικό happening (δρώμενο) που ήρθε να υποκαταστήσει τις πιο οδυνηρές πρακτικές απόπειρες πραγμάτωσης της κομμουνιστικής ουτοπίας (από τον Πολ Ποτ στην Καμπότζη μέχρι τον Μεγκίστου στην Αιθιοπία).

Είναι καλό να θυμίσουμε στον εικοσάχρονο σημερινό φοιτητή και μελλοντικό φιλόσοφο, πως η γενεαλογική, βιογραφική και θεωρητική γένεση του μετα-μοντέρνου ξεπήδησε από μια κρίση στο εσωτερικό της κριτικής και μειοψηφικής κομμουνιστικής σκέψης της περιόδου 1956-1968, που διατύπωσε ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, συγγραφέας του πρώτου φιλοσοφικού μανιφέστου του Μετα-μοντερνισμού (La condizione postmoderna, που κυκλοφόρησε το 1979, δηλαδή περίπου δέκα χρόνια μετά το ΄68, στα οποία είχε τη δυνατότητα να «μεταβολίσει-επεξεργαστεί» τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα).

Ο Λυοτάρ συμμετείχε στο Socialisme et Barbarie(περιοδικό Σοσιαλισμός και Βαρβαρότητα), μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μειοψηφικές ομάδες του αιρετικού μαρξισμού της περιόδου 1956-1968 (εδώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για άλλους, όπως τον Κορνήλιο Καστοριάδη που είχε την ίδια διαδρομή, με κεντρικό ρόλο στην ομάδα, τον καταστασιακό Ντεμπόρ και άλλα αντίστοιχα ρεύματα).

Έχει σημασία να έχουμε κατά νου αυτή την ιστορική αναδρομή, για να καταλάβουμε πώς στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με μια αποδόμηση που εμφανίζεται σαν νέα οικοδόμηση (την «οικοδόμηση» της απογοήτευσης, σαν μιας νέας διαρκούς φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου).

Με τη σειρά της, η αποδόμηση αυτή που απολυτοποιείται, είναι η ιστορική προϋπόθεση ενός νέου φιλοσοφικού μινιμαλισμού (που στην Ιταλία ονομάστηκε «αδύναμη σκέψη») και στην πραγματικότητα είναι μια πολύ καλά δομημένη σκέψη, όσο κι αν εμφανίζεται ψευδώς σαν εχθρική προς την «ισχυρή» σκέψη, για την οποία η δεοντολογία-ηθική πρέπει να διασπαστεί σε πολλές επιμέρους επαγγελματικές δεοντολογίες (του γιατρού, του οικονομολόγου,του πολιτικού κ.λπ.), που δεν μπορούν πλέον να κάνουν κριτική των συνολικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες παραμένουν έτσι στο απυρόβλητο της φιλοσοφικής κριτικής.

Πιστεύω βαθειά πως ο εικοσάχρονος φοιτητής φιλοσοφίας στη διάρκεια της ζωής του θα δει, και κατά πάσα πιθανότητα θα συντελέσει ενεργά, σε μια αντιστροφή της στρατηγικής, για την οποία το σύνολο των κοινωνικών (καπιταλιστικών) σχέσεων θα ξαναγίνει αντικείμενο νόμιμης συνολικής κριτικής από την φιλοσοφική σκέψη.

Αμφιβάλλω πολύ για το αν η γενιά μου δει να υλοποιείται αυτή η αλλαγή πορείας. Σήμερα είναι πολύ ισχυρή η κυριαρχία στα πανεπιστήμια, στις φιλοσοφικές σχολές, στον εκδοτικό χώρο και στα ΜΜΕ, όσων έχουν κάνει την αποδόμηση μηδενιστικό τρόπο ζωής, αισθητική προσέγγιση και άλλοθι για τον κυνισμό και τον πολιτικό τους μινιμαλισμό.

Υπάρχει και μια τέταρτη συμβουλή, που θεωρώ απαραίτητη. Μέχρι σήμερα, το μέλλον του μαρξισμού (νοούμενου σαν ένα συνεκτικό και ομοιογενές σύνολο ιδεολογικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών απόψεων, και όχι σαν ψοφοδεής ρητορική ή καταγγελία των «αδικιών» του καπιταλισμού) δεν είναι ξεκάθαρο.

Είναι πιθανόν ή να έχει μέλλον, προοπτική και διέξοδο προς έναν συνεπή νεο-μαρξισμό, ή να μην καταφέρει να επιβιώσει και να αναγκαστεί να συμπιεστεί σε μια νέα διαφορετική μορφή συνολικής αντικαπιταλιστικής σκέψης. Η ιδέα μιας σωστικής αναστήλωσης του «αληθινού Μαρξ», υπερπηδώντας τους μαρξισμούς του προηγούμενου αιώνα, είναι κατά τη γνώμη μου απολύτως απίθανη.

Η συμβουλή που θα ήθελα να δώσω είναι να μην εξαρτήσουμε απόλυτα την προώθηση μιας νέας αντικαπιταλιστικής αντίληψης από μια αβέβαιη και προβληματική θεωρητική επανίδρυση του μαρξισμού. Αυτή μπορεί να υπάρξει, μπορεί και όχι.

Η αποχύμωση του πλούτου των γεγονότων του ’68 συνιστά την ιδεολογική θεμελίωση ενός ιδρυτικού μύθου. Πρόκειται για τον ιδρυτικό μύθο μιας νέας ηγετικής τάξης, με πολλά νεόκοπα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, μιας τάξης που είναι ταυτόχρονα μετα-αστική και υπέρ-καπιταλιστική, που αγωνίζεται ενάντια στην παραδοσιακή αστική εξουσία (που ορθά αποκαλείται «αυταρχισμός») ενόψει της ανάγκης να προωθηθεί μια ευελιξία του συστήματος που να ενσωματώνει μετα-αστικά και υπέρ-καπιταλιστικά χαρακτηριστικά

Η εναπομείνασα διεθνής κοινότητα «μαρξιστών» νομίζω ότι βρίσκεται σε άμυνα, και βρίσκω για παράδειγμα σκανδαλώδες το ότι αφήνουν πάντα στους άλλους την αποκάλυψη και την καταγγελία της «εγκληματικής πλευράς» του ιστορικού κομμουνισμού του εικοστού αιώνα (όπως έχει κάνει ο Φουρέ και οι μαθητές του στο έργο Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού), αποκάλυψη και καταγγελία που θα έπρεπε να είχαν κάνει εδώ και καιρό, με ειλικρίνεια και πειστικά επιχειρήματα.

Τελειώνοντας, μια πέμπτη και τελευταία συμβουλή. Αναμφίβολα υπήρξαν και θετικά στο δυτικοευρωπαϊκό ‘68, στο οποίο αναφέρθηκα μέχρι τώρα, που σήμερα όμως δεν υπάρχουν πια. Είναι η συλλογική δράση, που σήμερα υποτιμάται και ταυτίζεται με τον χειρισμό των συνελεύσεων ή με γραφικές διαδηλώσεις στις οποίες ακούγονται πολεμικά και αιμοχαρή συνθήματα. Τα πράγματα δεν πρέπει να φτάνουν σε τέτοιο βαθμό γελοιοποίησης.

Σήμερα η, νόμιμη, ανακάλυψη των ατομικών δικαιωμάτων (η μαρξική ελεύθερη ατομικότητα, μοναδική νόμιμη ανθρωπολογική βάση του κομμουνισμού κατά τον Μαρξ), υπερβολικά συχνά μετατρέπεται σε δικαιολόγηση της απομόνωσης και της μοναξιάς.

Με αυτή την έννοια, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο’68, όχι όμως στο ΄68 του ψευδεπίγραφου ιδρυτικού μύθου, αλλά στο ’68 που όντως υπήρξε και που μπορεί πάλι να αποτελέσει σκοπό και όραμα. Ένα ΄68 που ειλικρινά θα ήθελα να ξαναδώ, και στο οποίο θα ήθελα πάλι να πάρω μέρος.

Στο σημείο αυτό αρκούν πέντε συμβουλές. Αν έδινα κι άλλες, ένας εικοσάχρονος θα μπορούσε να πει ότι είμαι ένας γέρος «βετεράνος» που δεν αφήνει τους νέους να διαλέξουν ελεύθερα το δρόμο τους. Ο Θεός να με φυλάει από κάτι τέτοιο. Αν υπάρχει μια φιλοσοφική άποψη που πιστεύω βαθειά είναι ακριβώς το ότι κάθε γενεά έχει το απόλυτο δικαίωμα να διαλέγει το δρόμο της.

 

«Τρία σημεία για μια φιλοσοφική συζήτηση για το ‘68»

Τα τρία σημεία που θα αναλύσω εδώ θα χρειαζόντουσαν καλύτερη επιχειρηματολογία, που όμως είναι αδύνατη λόγω έλλειψης χώρου. Από αυτά τα σημεία, με τα δύο πρώτα έχω ασχοληθεί σε άρθρο μου στο περιοδικό Για το 1968, που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1998, αλλά τα αναφέρω ξανά γιατί εμπεριέχουν κωδικά δύο απόψεις που ωρίμασαν και καταστάλαξαν μέσα μου τις δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε.

Κατά πρώτον, το να θεωρούμε τα όσα συνέβησαν το 1968 στον κόσμο, σαν ένα ομοιόμορφο και ταυτόσημο γεγονός είναι ιδεολογική στρέβλωση, ιστοριογραφική παραποίηση και ως εκ τούτου ένας ιδρυτικός μύθος. Το θέμα λοιπόν είναι να κατανοήσουμε σε ποιον ιδρυτικό μύθο χρειάζεται αυτή η ιδεολογική στρέβλωση και η ιστοριογραφική παραποίηση.

Η κατανόηση αυτή είναι απαραίτητη για να αντιληφθούμε και τα όσα προηγήθηκαν του ‘68, επειδή θα ρίξει φως στην κρίσιμη περίοδο 1956-1968, αλλά και σε όσα ακολούθησαν, δηλαδή την περίοδο του τέλους του 20ού αιώνα, επειδή μόνο τότε η γενιά του ’68 αναρριχήθηκε στην πολιτική, οικονομική και πολιτισμική εξουσία. Το ‘68 (που σε μερικές χώρες σαν την Ιταλία, ουσιαστικά διαρκεί μια τριετία, από το 1967 ως το 1969) περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά συμβάντα που κακώς παρουσιάζονται σαν κάτι ενιαίο.

Είναι ιστοριογραφικό λάθος να βάζεις στο ίδιο σακί διαφορετικά γεγονότα (σαν το φοιτητικό 1968 της Γερμανίας, το εργατικό και φοιτητικό 1968 της Γαλλίας και της Ιταλίας, τη σφαγή στην πόλη του Μεξικού, την επίθεση των Βιετναμέζων στο Τετ, την κατάληξη της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, την εξέγερση των Αμερικανών φοιτητών ενάντια στη στρατιωτική θητεία, την εισβολή των ρωσικών τανκς στην Πράγα, τα φοιτητικά κινήματα στη Γιουγκοσλαβία και την Πολωνία, κ.λπ.), γιατί δημιουργείται η εντύπωση πως μια ακολουθία εντελώς ετερογενών συμβάντων, που ξέσπασαν σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες έχουν ένα κοινό στοιχείο που συνηθίζεται να αποκαλείται εξέγερση κατά της εξουσίας.

Ακριβώς η αποχύμωση του πλούτου εκείνων των γεγονότων που, στερεότυπα και συλλήβδην, χαρακτηρίζονται όλα σαν αγώνας ενάντια στην εξουσία, συνιστά την ιδεολογική θεμελίωση αυτού του ιδρυτικού μύθου. Έτσι, ταυτίζονται όσοι έκαναν συλλογική χρήση ναρκωτικών ουσιών με τους Βιετναμέζους αντάρτες του Χο Τσι Μινχ.

Έτσι, φτάσαμε να βλέπουμε σήμερα, την ηρωική μορφή του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα σαν διακοσμητικό σε πόστερ και μπλουζάκια. Όλα αυτά δεν είναι καθόλου αθώα ούτε μπορούν να ταξινομηθούν βιαστικά στην κατηγορία του μετα-ιδεολογικού καταναλωτισμού.

Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για τον ιδρυτικό μύθο μιας νέας ηγετικής τάξης, με πολλά νεόκοπα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, μιας τάξης που είναι ταυτόχρονα μετα-αστική και υπέρ-καπιταλιστική, που αγωνίζεται ενάντια στην παραδοσιακή αστική εξουσία (που ορθά αποκαλείται «αυταρχισμός») ενόψει της ανάγκης να προωθηθεί μια ευελιξία του συστήματος που να ενσωματώνει μετα-αστικά και υπέρ-καπιταλιστικά χαρακτηριστικά.

Φυσικά (ας μην μπερδευτεί ο αναγνώστης), δεν μιλάμε για τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα της τριετίας 1967-1969, αλλά για την ομογενοποιημένη ψευδεπίγραφη εικόνα που παραπλανητικά ονομάζεται ‘68 (μάλλον Το ‘68).

Η προσέγγισή μας αυτή ταυτίζεται σαφώς με τις απόψεις του Λιποβέτσκι, όπως τις ανέπτυξε το 1988, κατά τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τα γεγονότα του 1968. Πρόκειται για ένα επεισόδιο στην ιστορία του σύγχρονου ατομικισμού, πιο συγκεκριμένα στην ιστορία του μετα-αστικού και υπέρ-καπιταλιστικού ατομικισμού, που αντικαθιστά τις παλιές αυταρχικές και ομογενοποιητικές μορφές της (αστικής) εξουσίας με νέες μορφές λειτουργικής επαγγελματικής δεοντολογίας, οι οποίες επιτρέπουν π.χ. την ταυτόχρονη χρήση ελαφρών ναρκωτικών στα κοινωνικά κέντρα, και καταστροφικών όπλων από τους νεαρούς εθελοντές στα κέντρα ειδικής στρατιωτικής εκπαίδευσης με στόχο τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ανά τον κόσμο.

Ακόμη μια φορά θέλω να ξεκαθαρίσω πως «υιοθετώντας » αυτήν την ενιαία φιλοσοφική ερμηνεία (το ’68 σαν ιδρυτικό μύθο ενός νέου ευέλικτου ατομικισμού), καθόλου δεν ταυτίζω ετερογενή γεγονότα, αλλά απλά ερμηνεύω μια ψευδεπίγραφη ενιαία εικόνα που αποκρούω με απέχθεια, δυσανεξία και αηδία.

Κατά δεύτερον, στη βάση των προηγούμενων επισημάνσεων (που παρακαλώ τον αναγνώστη να έχει διαρκώς κατά νου), μπορώ να ερμηνεύσω και να αναλύσω παραπέρα το ‘68 σαν μια μετάβαση (δηλαδή μια υποδειγματικά συμπυκνωμένη χρονικότητα) μιας διαδικασίας καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού που εμφανίστηκε σαν αντιαστική εξέγερση, στη βάση μιας αναγκαίας (προσοχή στον όρο «αναγκαίας»!) ψευδούς συνείδησης που στηρίζεται στην ιδεολογία επιστροφής στις επαναστατικές πηγές της κομμουνιστικής ουτοπίας.

Υπογραμμίζουμε εδώ, πάλι, τα πέντε στοιχεία που όλα είναι απαραίτητα για την ερμηνεία αυτή: μετάβαση σαν μια υποδειγματική συμπυκνωμένη χρονική στιγμή, καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός, αντι-αστική εξέγερση, αναγκαία ψευδής συνείδηση, επιστροφή στις ρίζες της κομμουνιστικής ουτοπίας.

Είναι προφανές πως αυτά τα πέντε σημεία αφορούν μόνο ένα –ιστορικό και γεωγραφικό– κομμάτι ενός σαφώς ανυπόστατου ομογενοποιημένου παγκόσμιου ‘68: το ευρωπαϊκό κομμάτι που αποτελεί το τρίγωνο Γερμανία-Γαλλία-Ιταλία (και ορισμένες γεωγραφικές περιοχές που επηρεάστηκαν από αυτές τις αντιλήψεις, όπως το τρίγωνο Ελλάδα-Πορτογαλία-Ισπανία, που έζησαν ένα «καθυστερημένο» ‘68, επειδή το 1968 υπήρχαν εκεί τρία φασιστικά καθεστώτα που απαγόρευαν κάθε μαζική φοιτητική εξέγερση). Τέλος, η αναφορά μου στο ‘68 θα σταματήσει στο τρίγωνο Γερμανία-Γαλλία-Ιταλία, αν και ξέρω καλά (αφού γεννήθηκα το 1943, άρα το 1968 ήμουν 25 ετών) πως υπήρχε ήδη το παράδειγμα του ηρωικού Λατινο-Αμερικανού αντάρτη, του ηρωικού Βιετναμέζου παρτιζάνου, του Κινέζου φοιτητή που κουνούσε το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο, κ.λπ. Στο τρίγωνο αυτό Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, έχει σημασία να αναφερθούμε σε όσα προηγήθηκαν του 1968, στις ρήξεις και τις αλλαγές που σημειώθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, κ.λπ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!