Της Έλενας Πατρικίου. Εκσυγχρονιστήκαμε. Και τώρα, μέσα στου κύκλου τα γυρίσματα, ξε-εκσυγχρονιζόμαστε και το πληρώνουμε.

Εξευρωπαϊστήκαμε, με έναν άρες μάρες εξευρωπαϊσμό, που εξευτέλιζε το φαντασιακό ιδεολόγημα της Ευρώπης ως ενότητας κουλτούρας και ταπείνωνε το φαντασιακό ιδεολόγημα του ελληνισμού ως ενότητας παιδείας. Και τώρα πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τον εαυτό μας.
Γιατί υιοθετήσαμε, όλοι, στα εκατέρωθεν αντίπαλα πολιτικά, ιδεολογικά και ταξικά μας στρατόπεδα, τα δύο αυτά ιδεολογήματα, ανακηρύσσοντάς τα απόλυτα μέτρα κάθε ιδεολογικής και στρατηγικής επεξεργασίας; Ο κάθε Σημίτης προφανώς υιοθετούσε το ιδεολόγημα περί ενιαίας ευρωπαϊκής κουλτούρας και ηθικής για να μασκαρέψει τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις εξάρτησης. Αλλά γιατί εμείς οι αριστεροί αποδεχτήκαμε 1ον. την ψευδή ιδέα ότι η Ευρώπη αποτελεί ένα πολιτισμικό ενιαίο σύνολο χωρίς ρωγμές και αντιφάσεις ούτε από χώρα σε χώρα, ούτε από τάξη σε τάξη και 2ον. την ψευδέστερη ιδέα ότι ο ελληνισμός αποτελεί μία ανιστορική και αταξική ενότητα, την οποία πρέπει είτε να καταπιούμε αμάσητη είτε να την ανακηρύξουμε σε απόλυτο αντίπαλο; Γιατί, χάριν δύο ιδεολογημάτων της δεκάρας από θεωρητική άποψη και των δισεκατομμυρίων από δανειακή άποψη, παρατήσαμε ό,τι ξέραμε από στοιχειώδη μαρξισμό, από στοιχειώδη σχολή των Αρχείων και από στοιχειώδη πολιτική λογική;
Η γαλλική ιστορική σχολή των Αρχείων μας πρόσφερε ως εργαλείο την «αργόσυρτη διάρκεια» προκειμένου να κατανοούμε τις επιβιώσεις, τις αθέατες αλλαγές, τις υποβόσκουσες εμμονές, τις ανεπαίσθητες διαδικασίες, τα στοιχεία που αναδύονται στις κοινωνίες, σαν το υγρόν πυρ, μετά από περιόδους ύπνωσης. Μ’ αυτό το εργαλείο της αργόσυρτης διάρκειας μπόρεσε να καταλήξει ο θεόπνευστος Νίκος Σβορώνος σ’ αυτές τις φράσεις που έγιναν κάρφος στο μάτι των απολογητών του εκσυγχρονισμού:
«Το ελληνικό έθνος γεννήθηκε στο τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και στεριώθηκε μέσα από την αντίθεση και την αντίσταση ενάντια στην ξενική κατοχή, που ήταν δυτική για ορισμένες περιοχές και οθωμανική για το μεγαλύτερο μέρος» (Ανάλεκτα, σ. 277).
Και ξανά: «Αντίσταση δεν εννοώ μόνο την ένοπλη αντίσταση. Αντίσταση εννοώ τη συνεχή αντίσταση, τη συνεχή αντίθεση εναντίον κάθε θεσμού ο οποίος είναι ξένος από εκείνον που πιστεύεις, από εκείνον που θέλεις». (Διαβάζω, Μάρτιος 1979).
Και ξανά: «Θεωρώ ότι ο ελληνισμός βρέθηκε σε τέτοιες αντικειμενικές καταστάσεις, ώστε να είναι από τους λίγους λαούς οι οποίοι ανέπτυξαν εθνική συνείδηση μέσα στα ευρύτερα σύνολα και σε αντιπαράθεση μ’ αυτά. […] Μ’ άλλα λόγια, ο αντιστασιακός χαρακτήρας δεν είναι γνώρισμα του ελληνικού λαού, αλλά γνώρισμα της ελληνικής ιστορίας» (Σύγχρονα Θέματα, 1989).
Και ξανά: «Δεν είναι τυχαίο ότι συνέλαβα την έννοια αυτή, του αντιστασιακού χαρακτήρα της ιστορίας μας, από τη μέθεξή μου στον αντιστασιακό αγώνα που έζησα το ’40-΄44» (όπ.π.).
Και εν κατακλείδι: «Το αντιστασιακό πνεύμα που επικράτησε στην ελληνική ιστορία είναι το πιο γνήσιο και το πιο παραδοσιακό ελληνικό φαινόμενο» (όπ.π.).
Και έρχεται προχθές, επιτέλους, ο Αλέξης Τσίπρας, με την πύρινη γλώσσα του πνεύματος της ελληνικής πολιτικής λογικής, και θέτει, με πολιτικούς όρους, την ιστορική διαπίστωση του Σβορώνου: «Ο ελληνικός λαός δεν παραδόθηκε ποτέ αμαχητί και δεν θα παραδοθεί ούτε τώρα αμαχητί».
Λέει δηλαδή, ότι ο ελληνικός λαός, αυτό το δρον πρόσωπο της ελληνικής ιστορίας που δεν είναι αναλλοίωτο, που υπόκειται σε όλες τις αλλοιώσεις και τις φθορές της ζωής, έδρασε και έπραξε μέχρι τώρα ώστε μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας να είναι η αντίσταση. Αυτό το δρον πρόσωπο, που δεν ανήκει σε μία υπεράχρονη, ανιστορική ενότητα, αλλά σε μία αργόσυρτη διάρκεια αποτελούμενη εξίσου από ομοιογένειες και ανομοιογένειες, ρωγμές και συνέχειες, αντιφάσεις και μεταλλάξεις. Και ως δρον πρόσωπο της αργόσυρτης συνέχειας, ο ελληνικός λαός καλείται σήμερα να απαντήσει, και θα απαντήσει, υιοθετώντας και ενσαρκώνοντας το μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας, την αντίσταση. Και δεν θα παραδοθεί αμαχητί.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!