Αν στο μεδούλι ήσουν οπαδός ενός κοινωνικού δαρβινισμού (ακόμα κι αν δικαιολογούσες την απαγόρευση της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου, όπως γίνεται σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ), δεν θα είχες κανένα πρόβλημα να διακηρύττεις ότι η «προσαρμοστικότητα» είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για την επιβίωση και μη εξαφάνιση ενός είδους. Αυτό, μεταφερμένο στο κοινωνικό πεδίο, δικαιολογεί τον ανταγωνισμό, τον πόλεμο καθενός εναντίον όλων, και ούτω καθεξής.
Πρόσφατα λοιπόν ο κ. Μητσοτάκης, μιλώντας στο «Φόρουμ Ελλάδα 2040», ανέφερε επί λέξει: «Αποδίδω πολύ μεγάλη σημασία στην αρετή της προσαρμοστικότητας. Όσο και εάν πασχίζουμε να προβλέψουμε το μέλλον, η διαχείριση του απρόοπτου θα είναι το στοίχημα της εποχής μας». Η αναφορά στην «προσαρμοστικότητα» γίνεται συχνά από τον κ. Μητσοτάκη, αλλά τώρα την παρουσίασε ως «αρετή», και μάλιστα τέτοια που «θα αποτελέσει και τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα κράτη που θα προοδεύσουν και σε αυτά που θα μείνουν πίσω».
Στην ουσία ο κ. Μητσοτάκης ομιλεί για μια ιδιότητα, ένα χάρισμα των ελληνικών ελίτ να προσαρμόζονται στο περιβάλλον που δημιουργείται κάθε φορά, να εξυπηρετούν όσο περισσότερο μπορούν τις εξαρτήσεις που διαμεσολαβούν, να «επιπλέουν» οι όμιλοι και οι οίκοι της άρχουσας τάξεις, να διαπλέκονται σε υπεργολαβικούς ρόλους με πολυεθνικούς γίγαντες, να επιβάλλουν τις επιλογές τους με το καλό ή με άγρια καταστολή στο εσωτερικό. Να προσαρμόζουν την οικονομία, το πολίτευμα, το καθεστώς, την όποια δημοκρατία, την κυριαρχία της χώρας, στις ανάγκες που προκύπτουν σε μεγάλες στροφές, χωρίς να ενδιαφέρονται στα σοβαρά τι επιπτώσεις θα έχουν στο εγγύς μέλλον οι επιλογές της «προσαρμοστικότητας».
Προσαρμοστικότητα του μεταπρατικού μοντέλου στις σύγχρονες πραγματικότητες, διαιώνιση ή και αναβάθμιση των βαθμών εξάρτησης και ξεπουλήματος της χώρας, εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και ό,τι άλλο απαιτηθεί – φθάνει να μην «μείνουμε πίσω», να μην «χάσουμε το τρένο». Τώρα λοιπόν είναι η ώρα που πρέπει όλα να «πρασινίσουν» και να «ψηφιοποιηθούν». Η Ελλάδα (και ο τόνος πάει στις ελίτ της) πρέπει να κολυμπήσει στις θάλασσες της «πράσινης μετάβασης» και της «ψηφιακής οικονομίας», και σ’ αυτό το περιβάλλον να επιβεβαιώσουν οι ντόπιες ελίτ έναν ρόλο στο νέο παγκόσμιο τοπίο.
Συνέδρια, φόρουμ, ταξίδια, επισκέψεις, λόγοι, ομιλίες, σεμινάρια, άρθρα, εγκαίνια κ.λπ., όλα έχουν προσανατολιστεί σε αυτή τη νέα «Μεγάλη Ιδέα» της συμμετοχής της Ελλάδας στη «μετάβαση» που συντελείται. Ή προσαρμοζόμαστε ή χανόμαστε.
Πρακτικά αυτά σημαίνουν πως όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας βγαίνουν στο σφυρί, δεν εντάσσονται καθόλου σε μια στρατηγική διεξόδου και άλλης πορείας της χώρας. Το αποτέλεσμα θα είναι, όπως συνήθως γίνεται, να στριμωχθούν ακόμα περισσότερο τα φτωχά και μεσαία στρώματα του πληθυσμού, δηλαδή η πλειοψηφία των πολιτών, για να «προσαρμοστούν» οι ελίτ στο νέο περιβάλλον. Κι ας γίνει πλιάτσικο στη χώρα, φτάνει να κερδίζουν οι όμιλοι, να πλουτίζουν οι CEO, να «πρασινίσει» η Ελλάδα.
Η προσαρμοστικότητα αφορά όλους τους τομείς και ό,τι μας ζητηθεί από τους boss των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, βασικά. Οικονομία, ενέργεια, πανδημία, άμυνα, προσφυγικό, συμμετοχή σε όλες τις εκστρατείες, παραχωρήσεις και εκχωρήσεις κυριαρχίας. Το μοντέλο που επιβάλλεται μπορεί να τιναχθεί στον αέρα στις επόμενες φούσκες που σίγουρα θα σκάσουν, και ήδη η Ελλάδα είναι υποθηκευμένη για 99 χρόνια, έχει χρέος που τρέχει με 200% (όταν μπήκαμε στα μνημόνια ήταν 125%), και αμφισβητείται ανοικτά η κυριαρχία της από την Τουρκία.
Απέναντι σε αυτήν την «προσαρμοστικότητα» και στους βασικούς της αρμούς, δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος. Δεν υπάρχει μια ποιοτικά διαφορετική πολιτική πρόταση, σύγχρονη και πειστική. Αυτό είναι το πραγματικό ζητούμενο, κι όχι απλά η καταγγελία του «ακροδεξιού» Μητσοτάκη και το σαλιάρισμα με κεντροαριστερές ξαναζεσταμένες σούπες…