Παιδί του πολέμου, ο Πατρίς Σερώ ήταν κυρίως τέκνο της μεγάλης πολιτιστικής επανάστασης που πραγματοποίησε στην μεταπολεμική Γαλλία ο Μαλρώ ως υπουργός Πολιτισμού του Ντε Γκωλ: χάρη στα «σπίτια του πολιτισμού», που προκάλεσαν μια μοναδική ανθοφορία νέων σκηνοθετών, ο 22χρονος Σερώ έγινε διευθυντής του θεάτρου της Σαρτουβίλ, στα βόρεια προάστια του Παρισιού, το 1966.
Και ήδη από τις πρώτες εκείνες βαθειά πολιτικές σκηνοθεσίες ρίχνει το βάρος στην επεξεργασία μιας θεατρικής αισθητικής που οργανώνει το σύνολο του θεατρικού χώρου, πέρα από τα όρια της σκηνής, τόσο με τους όγκους του σκηνικού όσο και με τους όγκους του φωτός.
Υπερασπιζόμεος αυτή την θεατρική αισθητική, και το κόστος που συνεπάγεται, ανέλαβε άλλωστε και το κόστος της οικονομικής χρεωκοπίας εκείνου του πρώτου θεάτρου που εκλήθη να διευθύνει.
Κληρονόμος του Μπρεχτ, αλλά και του θεάτρου της ωριμότητας του Αντονέν Αρτώ, όπως όλοι οι σκηνοθέτες της γενιάς του, ο Σερώ μπόλιασε σ’ αυτήν την θεατρική αντίληψη έναν εικαστικό λυρισμό και μια σκηνογραφική ιδέα διαρκούς διεύρυνσης του παραστασιακού χώρου: αισθητικές που άγγιξαν την φαντασμαγορία, που υπηρετήθηκαν υποκριτικά από την επεξεργασία ενός «υπέρ-εξπρεσσιονίστικου» παιξίματος, που καλλιεργήθηκαν τόσο υπό την προστασία του Τζόρτζιο Στρέλλερ (στο Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνου) όσο και στα εθνικά λαϊκά θέατρα της Βιλλερμπάν και μετά της Ναντέρ, που διηύθυνε στη συνέχεια μέχρι το 1990.
Το διεθνές κοινό τον γνώρισε κυρίως μέσα από τις σκηνοθεσίες όπερας (ιστορικό το ανέβασμα της βαγκνερικής τετραλογίας στο φεσιβάλ του Μπαϊρόιτ, σε συνεργασία με τον Πιερ Μπουλέζ, που ξεκίνησε με σφυρίγματα και κατέληξε σε ένα χειροκρότημα 45 λεπτών), και στις ταινίες του.
Αλλά αν αυτός ήταν ο Σερώ των διεθνών φεστιβάλ και των διεθνών βραβείων, για τον κόσμο του θεάτρου, θα μείνει πάντα ο Σερώ του Κολτές στην «Μάχη του νέγρου και των σκύλων», ο Σερώ του τσεχωφικού «Ιβάνοφ», ο Σερώ των σκηνοθετικών ακροτήτων και της αναζήτησης ενός θεάτρου που θα φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στον άνθρωπο.
Έλενα Πατρικίου