Η αποπομπή του Στ. Κασσελάκη από τη θέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί άλλη μια εκτεταμένη και σε βάθος κρίση για τον χώρο της κεντροαριστεράς που μπαίνει σε φάση συνολικής εσωστρέφειας και διεργασιών. Όλα τα επιμέρους επιτελεία συνεδριάζουν δήθεν για να λύσουν τα εσωκομματικά τους προβλήματα, όμως η πραγματικότητα είναι ότι οι όποιες διεργασίες συμβαίνουν αφορούν εν τέλει την πολυδιαφημισμένη συνένωση του κεντροαριστερού χώρου. Πράγμα που παρά τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων, οι αντιμαχόμενες φράξιες συνομολογούν ότι αποτελεί μονόδρομο. Μπορεί όμως η ανασύνθεση της κεντροαριστεράς να λύσει το πρόβλημα; Με ποιο πρόγραμμα αλλά και με ποια πρόσωπα, ηγέτη και στελέχη θα μπορούσε να αναζωογονηθεί ο συγκεκριμένος χώρος. Διότι η επιβεβλημένη κρίση της κεντροαριστεράς πέρα από «ευκαιρίες» δημιουργεί και απαξίωση μέσα από τις αλλεπάλληλες σαπουνόπερες. Αλλά και η ανάδειξη της ήττας του Μητσοτάκη ως υπέρτατο στόχο δεν αποτελεί από μόνη της μια γραμμή ικανή για συμβάλλει στην επίλυση των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και η χώρα.

Οι εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θα διεξαχθούν το τριήμερο 1-3 Νοεμβρίου, όπως αποφάσισε η τελευταία Π.Γ. του κόμματος, αφού πρώτα επικύρωσε την αποπομπή του Στ. Κασσελάκη από τη θέση του προέδρου. Πριν από αυτό έχει προηγηθεί μια απίστευτη σαπουνόπερα που διαδραματίστηκε εντός της τελευταίας συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής, όπου έπειτα από κινήσεις της αντιπολίτευσης των «87» και δηλώσεις του Π. Πολάκη για την ανάγκη αλλαγής ηγεσίας, τέθηκε το θέμα της πρότασης μομφής στον Στ. Κασσελάκη. Έπειτα από μια πρωτοφανή διαδικασία μέσα από μια ημιμυστική (;) ψηφοφορία, στην οποία ορισμένοι ψήφισαν τηλεφωνικά, το όργανο τάχθηκε υπέρ της πρότασης μομφής και ο Στ. Κασσελάκης μαζί με τους συνεργάτες του αποχώρησαν. Από την επόμενη κιόλας μέρα μέχρι σήμερα, εκτυλίσσεται ένας πόλεμος δηλώσεων και καταγγελιών περί εκτροπής αλλά ακόμη και νομικών κωλυμάτων στη διαδικασία, για την οποία οι υποστηρικτές του Στ. Κασσελάκη υποστηρίζουν ότι δεν σημαίνει την αυτόματη αποπομπή του. Πάντως, οι διαρροές από τον κύκλο του Στ. Κασσελάκη θέλουν τον πρώην πρόεδρο να διεκδικεί εκ νέου την ηγεσία του κόμματος και διαψεύδουν κατηγορηματικά τις φήμες περί αποχώρησης ή δημιουργίας νέου σχηματισμού. Έτσι παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ένα ιδιαίτερα κακό αποτέλεσμα στις προηγούμενες εκλογές, μπαίνει σε μια επιβεβλημένη κρίση ρευστοποίησης, που ψαλιδίζει σημαντικά τις δυνατότητες αλλά και την αξιοπιστία του.

Σε αντίστοιχη εσωστρέφεια βρίσκεται και το ΠΑΣΟΚ που και αυτό οδεύει σε εσωκομματικές εκλογές παρά την άνοδο που κατέγραψε σε όλες τις προηγούμενες εκλογικές μάχες. Αν δε η περίπτωση Κασσελάκη μοιάζει κάπως αναμενόμενη δεδομένης της συμπεριφοράς του, η περίπτωση Ανδρουλάκη μοιάζει ακατανόητη αν δεν ιδωθεί υπό το πρίσμα της ανασύνθεσης που ετοιμάζεται πυρετωδώς. Και στα δυο κόμματα πάντως, πέρα από την πληθώρα καλοθελητών υποψήφιων προέδρων, έχουν αρχίσει να δυναμώνουν σημαντικά οι φωνές που καθημερινά διαπιστώνουν ότι κανένας από τους δυο δεν μπορεί να νικήσει μόνος του τον Μητσοτάκη. Όλως τυχαίως την ίδια ακριβώς περίοδο έχει προγραμματίσει το συνέδριό της και η Νέα Αριστερά που έπειτα από το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται πως αν δεν συμπεριληφθεί στις επικείμενες διεργασίες θα ακολουθήσει φθορά πιο γρήγορη από τις προηγούμενες διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, με κίνδυνο «πρωτοκλασάτοι» πρώην υπουργοί να μείνουν στην αφάνεια.

Μπορεί το ταμπλό των διεργασιών για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς να μοιάζει στημένο, με όλα τα κόμματα ψαλιδισμένα, σε κατάσταση ρευστοποίησης και με προγραμματισμένα συνέδρια, όμως τα προβλήματα του χώρου δεν είναι απλώς οργανωτικά. Η κεντροαριστερά στερείται ηγεσίας, δεν υπάρχει πρόσωπο που να μπορεί να παίξει έναν ρόλο και να μην είναι πλήρως απαξιωμένο. Ακόμα και η περίπτωση Δούκα που μέσα σε 1-2 χρόνια φιλοδοξεί από την αφάνεια να είναι δήμαρχος Αθηνών, αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και υποψήφιος πρωθυπουργός είναι πιθανό να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά διάττοντα αστέρα. Παράλληλα, δεν φαίνεται στην κεντροαριστερά να κατανοούν ότι η απαξίωση που γνωρίζει –δικαίως– ο χώρος τα τελευταία χρόνια αγγίζει τον πυρήνα του, η αξιοπιστία του έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, το ίδιο και των σημαντικότερων στελεχών του που σε κάθε αφορμή αποδεικνύεται ότι η δημοφιλία τους έχει πιάσει πάτο. Το βασικότερο όμως πρόβλημα είναι η απουσία πολιτικής διαφοροποίησης ανάμεσα στην κεντροαριστερά και τη Ν.Δ. Η γραμμή να χάσει ο Μητσοτάκης με κάθε τρόπο, δεν λύνει τα προβλήματα της κοινωνίας ειδικά όταν σε όλα τα βασικά ζητήματα υπάρχει απόλυτη συμφωνία. Ακόμη και για τη δημοσιονομική πολιτική, στην οποία θεωρητικά υπάρχουν κάποιες μικροδιαφορές, πρόσφατα ο Γ. Ραγκούσης έκανε λόγο για δημοσιονομική πειθαρχία ή νέα μνημόνια. Έτσι ενώ μοιάζει αναγκαία η εύρεση μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης για τη χώρα, αυτή είναι απίθανο να προέλθει από τη μεθοδευμένη συγκόλληση του κέντρου. Εξάλλου το σύνολο των κομμάτων αυτού του χώρου φαίνεται να αδιαφορούν πλήρως για όλα τα σημαντικά προβλήματα της χώρας, πέρα βέβαια από την ανάληψη της εξουσίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!