Του Δημήτρη Μπελαντή *.

Η εντυπωσιακή αποχή στις πρόσφατες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές εξακολουθεί να τροφοδοτεί ποικίλες αναγνώσεις. Ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα η έκταση της αποχής έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα, με αποτέλεσμα δήμαρχοι μεγαλουπόλεων -ακόμη και της Αθήνας- να εκλέγονται επί του 30% ή και λιγότερο του εκλογικού σώματος.Ποσοστά που θυμίζουν έντονα το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Πιστεύουμε ότι υπάρχουν αιτίες περισσότερο συγκυριακές και άλλες περισσότερο δομικές και μόνιμες αυτού του κλίματος αυξημένης αποχής (όπου πρέπει να συγκαταλέξουμε αναγκαστικά και το λευκό και άκυρο).

Οι συγκυριακές ανάγονται:
– Σε μια ισχυρή τάση απονομιμοποίησης του συνολικού πολιτικού συστήματος, εξαιτίας των πολιτικών της τρόικας και του Μνημονίου. Δεν είναι, όμως, τυχαίο ότι και αυτή η τάση εκφράζεται με ένα δειλό, κρυφό και αποσπασματικό τρόπο, έτσι ώστε να μην μπορεί να ερμηνευθεί καθαρά σε βάρος των κυβερνώντων.
– Στην αδυναμία της Αριστεράς -παρά τη σχετική επιτυχία της, ιδίως στις μεγάλες πόλεις– να αποτελέσει ένα πειστικό αντίπαλο δέος με σαφή πρόταση και στόχευση, απέναντι στις πολιτικές του Μνημονίου.
Θεωρούμε, πάντως, ότι η μόνιμη και δομική αιτία της μεγάλης αποχής -ξένης προς την παράδοση της ελληνικής υπερπολιτικοποίησης- είναι μια βαθύτερη κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική μεταβολή η οποία, εδώ και κάποιο καιρό, έχει αρχίσει να συμπεριλαμβάνει και την ελληνική κοινωνία και πολίτευμα μεταξύ των αναπτυγμένων αστικών δημοκρατιών της Δύσης. Οι πολιτικές του Μνημονίου φαίνονται να εντείνουν, σήμερα, αυτή τη στροφή στην Ελλάδα.
Θα επιμείνουμε στον πυρήνα αυτής της μεταβολής, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως οδηγούσα σε ένα στάδιο μεταγενέστερο από την κλασική αστική δημοκρατία, επί του οργανωμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού του 20ού αιώνα: τη Μεταδημοκρατία (ΜΔ). Πρόκειται για τη ραγδαία μείωση της πολιτικής συμμετοχής των μελών των κατώτερων και μεσαίων τάξεων, η οποία οφείλεται στη ραγδαία πτώση των κοινωνικών προσδοκιών αυτών των τάξεων και στρωμάτων. Με τον όρο «συμμετοχή» εννοούμε, κυρίως, την εκλογική πολιτική συμμετοχή ως βασική δράση εντός της αστικής δημοκρατίας αλλά, βεβαίως, και την εξωθεσμική πολιτική συμμετοχή με τη μορφή της άσκησης των συλλογικών πολιτικών δικαιωμάτων (απεργία, διαδήλωση, οργάνωση, πολιτική ελευθερία λόγου και συλλογική της άσκηση).
Όπως επισημαίνει στο ομώνυμο βιβλίο του ο Κόλιν Κράουτς (Εκκρεμές 2006), η μείωση της συμμετοχής αποτελεί αναπόσπαστη στιγμή μιας μακράς συγκυρίας αντίστοιχης στον λεγόμενο «μεταφορντικό καπιταλισμό», όπου θριαμβεύει το φιλελεύθερο σχέδιο, εκλείπει ως κεντρική κοινοβουλευτική αναφορά ένα πολιτικό σχέδιο με στόχο την πολιτική ισότητα και, άρα, μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών ηγεμονικής ενσωμάτωσης παύει να συγκαταλέγεται μια (σοσιαλδημοκρατική ή και «αριστερή») εκδοχή ενσωμάτωσης/ ένταξης των άμεσων συμφερόντων της εργατικής τάξης στο μακροπρόθεσμο καπιταλιστικό συμφέρον. Έτσι, η Δεξιά γίνεται δομικά νεοφιλελεύθερη, ενώ η σοσιαλδημοκρατία γίνεται και αυτή φιλελεύθερη με επιμέρους κοινωνικές ευαισθησίες («σοσιαλφιλελεύθερη»). Το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου της περιόδου 1945-1980 προσλαμβάνει την πολιτική μορφή της Μεταδημοκρατίας, εδώ και δυόμισι δεκαετίες περίπου.
Κατά μια έννοια, η ΜΔ συνιστά -χωρίς να οδηγεί σαφώς στο κράτος-εργαλείο που επέκρινε ως θεώρηση ο Ν. Πουλαντζάς αλλά ούτε και στην ηγεμονική διάλυση του κράτους- σε έναν περιορισμό της σχετικής αυτονομίας του αστικού κράτους έναντι του μονοπωλιακού και του πολυεθνικού κεφαλαίου. Το μακροπρόθεσμο αστικό συμφέρον έρχεται πιο κοντά στην εντατικοποιημένη κερδοφορία ως άμεσο καπιταλιστικό συμφέρον. Ελλείψει ισορροπίας στο σύστημα (αφού ο αντίπαλος είναι αδύναμος), η ηγεμονική διαχείριση δεν ενσωματώνει την εργατική τάξη ως τέτοια, αναγνωρίζοντας ως έναν βαθμό τα συμφέροντά της ως ολικής τάξης (όπως συνέβαινε στο τριγωνικό κεϊνσιανό κράτος), αλλά οδηγείται στην ατραπό να ενσωματώνει για μικρά διαστήματα επιμέρους εργατικές και μεσαίες μερίδες (κατά τη λογική του «προνομίου» κάποιων στη βραδύτερη πτώση, σε μια περίοδο όπου όλοι οι «κάτω» κατέρχονται έτι περαιτέρω οικονομικά αλλά και στρατηγικά). Τη στρατηγική αυτή θα χαρακτηρίσουμε ως νεοφιλελεύθερο κορπορατισμό.
Κατά μια δεύτερη έννοια, η ΜΔ συνιστά μια κάποια επιστροφή στην προδημοκρατική περίοδο του αστικού φιλελευθερισμού (λ.χ. Βρετανία του 18ου αιώνα). Σε μια περίοδο, δηλαδή, όπου οι πολίτες είχαν «δικαιώματα» (βασικά οι αστοί στην ιδιοκτησία και ασφάλειά τους) αλλά η συμμετοχή στις κρατικές λειτουργίες αφορούσε μόνο την αριστοκρατία και τους καπιταλιστές και η ψηφοφορία γινόταν κατά το τιμοκρατικό σύστημα (οι κάτω ή δεν είχαν ψήφο ή η ψήφος τους δεν ήταν αριθμητικά ισοδύναμη με την ψήφο των «πάνω»). Η ΜΔ δεν απαγορεύει την ψήφο της εργασίας. αλλά την καθιστά περιττή, ανενεργή, χωρίς διακύβευμα. Από δεκαετίες στις ΗΠΑ λ.χ. ψηφίζουν βασικά οι «κατέχοντες» και τμήμα των ευπόρων μεσαίων στρωμάτων, ενώ αυτοί που δεν έχουν ελπίδα απέχουν μοιρολατρικά από τις «στημένες» και ξένες προς αυτούς εκλογές.
Κατά μια τρίτη και πιο ιδεολογική έννοια, το περιεχόμενο της πολιτικής μεταβάλλεται και αυτό με τη σειρά του. Καθώς παύει ή συρρικνώνεται η ταξική έγκληση στην πολιτική, αντικαθίσταται από έναν μεταμοντέρνο αστερισμό «κατόχων δικαιωμάτων», οι οποίοι ανταγωνίζονται για την ταυτότητά τους και το δικαίωμά τους στη διαφορά και όχι για να συν-αναγνωρισθούν ως πολιτικά διαμεσολαβούμενη κοινωνική τάξη. Όπως επισημαίνει ο Κράουτς, η θεματική, «πολυκινηματική» και εξατομικευμένη πολιτική -συχνά με κεντρική αναφορά στα «πολύμορφα δικαιώματα»- είναι προσιδιάζουσα στη μορφή της ΜΔ. Την ίδια στιγμή ο εμπεριέχων δημόσιος χώρος παρακμάζει, οι ηγέτες συρρικνώνονται και οι «μεγάλες αλλαγές» αποκαθηλώνονται. Η εποχή της κοινωνικής πολυσθένειας είναι και εποχή της βαθιά τεχνοκρατικής διαχείρισης.
Στη ΜΔ η οικονομική ολιγαρχία, ιδίως οι ηγεσίες των μεγάλων εταιριών, μετατρέπεται και πάλι σε πολιτική ολιγαρχία με μια έννοια στενότερη από εκείνη της άρχουσας τάξης του φορντικού κράτους. Ο τρόπος ζωής της (απομάκρυνση από τα κέντρα των πόλεων), ο έντονος φόβος για τους «κάτω» (η περίσσεια της προληπτικής καταστολής) και η αποχώρησή της από την κοινή δημόσια σφαίρα (στο πλαίσιο της οποίας παρήγαγε επί δεκαετίες πολιτικούς σαν τον Μπραντ, τον Ντε Γκολ ή τους Κ. Καραμανλή και Α. Παπανδρέου) αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενες όψεις του φαινομένου της ΜΔ. Με αυτήν την έννοια, η ΜΔ συνιστά μεν διατήρηση του θεσμικού πλαισίου/μορφής αλλά, ταυτόχρονα, και ακύρωση του πολιτικοκοινωνικού συμβολαιακού περιεχομένου της αστικής δημοκρατίας του 20ού αιώνα. Θα μπορούσαμε, άνετα, να τη χαρακτηρίσουμε και ως «φιλελεύθερη ολιγαρχία» ή ως «φιλελεύθερο ολοκληρωτισμό».

* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!