Μια βραδιά με τον Jean-Michel Guenassia
6 Δεκεμβρίου. Σκοτεινιάζει πάνω από την πόλη. Σε κάθε γωνιά της Ακαδημίας ομάδες χαφιέδων (αστυνομικοί με πολιτικά;) μαζί με συναδέλφους τους ΜΑΤατζήδες ετοιμάζονται για τη νέα αναμέτρηση. Αγόρια και κορίτσια με σακίδια στην πλάτη, που αν δεν τους έβλεπες εκεί θα νόμιζες πως είναι κάποιοι από εμάς…
Πιο κάτω οι δρόμοι έρημοι και σιωπηλοί, ενώ από κάπου μακριά ακούγονται τα συνθήματα της πορείας για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Η πόλη είναι πολιορκημένη. Αλυσίδες με πάνοπλα ΜΑΤ εμποδίζουν την προσπέλαση της Πλατείας Συντάγματος. Κάγκελα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Κλούβες κλείνουν κάθετα τη Βασιλίσσης Σοφίας. Φτάνω, παρ’ όλα αυτά, στην Πλατεία και βρίσκομαι πίσω από τις αλυσίδες των κρανοφόρων. Τουρίστες φωτογραφίζονται με φόντο τις δυνάμεις καταστολής. (Μήπως, τελικά, οι διαδηλώσεις ενισχύουν τον τουρισμό κύριε Πορτοσάλτε μου;).
Οι επικεφαλής απαγορεύουν τη διέλευση της πορείας από την κάτω μεριά της Πλατείας, μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις. Την προηγουμένη είχε φροντίσει ο Σαμαράς να βγάλει τις εμφυλιοπολεμικές του ανακοινώσεις. Κι όσοι δεν είναι στην πορεία κοιτάζουν με απέχθεια τα ΜΑΤ. Ένας ηλικιωμένος περνά μπροστά τους και τους λέει δυνατά: «Σαν δε ντρέπεστε. Να δέρνετε και να σκοτώνετε τον κόσμο, να τον πνίγετε στα δακρυγόνα». Σιωπή… Οι ήχοι της πορείας χάνονται σιγά-σιγά. Ακούγεται μια κρότου-λάμψης. Δυο τουρίστες φεύγουν προς την Ερμού. Ένα ζευγάρι δίπλα μου μιλά για ανεργία. Πιάνουμε την κουβέντα. Ο άντρας μού λέει: «Είμαι 65 χρονών. Τρία χρόνια άνεργος. Ποιος να με πάρει στη δουλειά; Στο μετρό δεν πληρώνω. Δεν έχω να τα δώσω. Τις προάλλες με έπιασε ένας ελεγκτής. Μου λέει «ταυτότητα». Του δείχνω το δελτίο ανεργίας: Γράψε το όνομά μου και πήγαινε εκεί να τα πάρεις. Με άφησε…».
Λίγο αργότερα περπατάω στην έρημη Σταδίου. Δεν ακούγεται τίποτα πια. Πάω στον Ιανό. Λίγος κόσμος. Περιμένουμε τον Jean-Michel Guenassia που θα συνομιλήσει με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη στο πλαίσιο μιας σειράς εκδηλώσεων για συγγραφείς του κόσμου.
Χρειάστηκαν 15 χρόνια…
Ο συγγραφέας, που βρίσκεται στην Ελλάδα αυτή την παράξενη μέρα που από την τεταμένη ατμόσφαιρα κατέληξε στη σιωπή, διαπιστώνει ο ίδιος πόση διαφορά έχει η πραγματική εικόνα της Αθήνας από αυτήν που παρουσιάζουν και τα γαλλικά Μέσα Ενημέρωσης…
Ο Jean-Michel Guenassia γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1950, αλλά έφυγε μικρός. Σπούδασε Νομικά και υπήρξε σεναριογράφος. Το 1986 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Την ίδια χρονιά κάποιες από τις περίφημες «πειραγμένες» φωτογραφίες της εποχής του σταλινισμού όπου εξαφανίζονταν το ένα πρόσωπο πίσω από το άλλο του δίνουν την αρχική έμπνευση για ένα μυθιστόρημα που κυοφορήθηκε δύο δεκαετίες για να καταλήξει στη Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων.
«Το 1987 η Ναντιέζντα Μαντελστάμ κυκλοφόρησε, στη Γαλλία, τα ποιήματα του συζύγου της Όσιπ. Ποιήματα χαμένα που για 47 ολόκληρα χρόνια κρατούσε φυλαγμένα στο μυαλό της, στη μνήμη της. Με συγκλόνισε αυτό το γεγονός. Στην καρδιά του μυθιστορήματος μου, βρίσκεται αυτή η ιστορία…».
Αν αυτή ήταν η θρυαλλίδα που πυροδότησε τη φαντασία, ένα ακόμη γεγονός ήρθε να προστεθεί. Η γνωριμία με έναν Ούγγρο εμιγκρέ σε κάποιο καφενείο του Μονπαρνάς: «Στην ουσία μού έδωσε τα υλικά για να φτιάξω έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αυτός ο Ούγγρος ζούσε με την οικονομική στήριξη του Ζαν Πολ Σαρτρ – ενώ απεχθανόταν τις πολιτικές του θέσεις, ζώντας έτσι σε μια απίστευτη αντίφαση. Από εκεί και πέρα άρχισα να χτίζω τη δική μου ιστορία. Χρειάστηκαν 15 χρόνια για να περάσει στο χαρτί… Το μυθιστόρημα κάποια στιγμή παύεις να το γράφεις. Είναι σαν να το υπηρετείς. Προσπάθησα να γράψω κάποια στιγμή και τη συνέχεια, αλλά ένα από τα πρόσωπα -η Σεσίλ- με μπλόκαρε. Οδηγούσε την ιστορία κάπου που δεν ήθελα να πάει. Θα έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου να γράψω και δεν το ήθελα…».
«Γράφω γι’ αυτούς που κυνηγούν την ουτοπία»
Ποιος, όμως, είναι ο στόχος του συγγραφέα όταν γράφει κάτι; «Ήθελα να διηγηθώ κάτι που να μοιάζει με τη ζωή. Ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, στις πιο μαύρες, οι άνθρωποι επιστρατεύουν το χιούμορ. Μόνο έτσι μπορούν να επιβιώσουν… Πέρα από αυτό ήθελα να αποφύγω τους αναχρονισμούς. Έπρεπε να διηγηθώ μια ιστορία που να διαδραματίζεται μεταξύ του 1959-1965 και να τη διηγηθώ βλέποντας τα πράγματα όπως τα έβλεπαν εκείνη την εποχή και όχι με τη σημερινή γνώση… Θέλω να γράφω για τον κόσμο και όχι για προσωπικές ιστορίες: Για την οικογένεια, την ερωμένη ή τον ψυχαναλυτή μου. Με ενδιαφέρει η ουτοπία. Οι άνθρωποι που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Και αναζητώ την κατάλληλη μυθιστορηματική φόρμα για να το πραγματοποιήσω…».
Όλα τα ονόματα των ηρώων του κρύβουν κι ένα συμβολισμό. Θέλοντας να τοποθετήσει κι έναν ήρωα-αντίβαρο στους εμιγκρέδες από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, επέλεξε έναν Έλληνα κομμουνιστή που τον ονόμασε Πέτρουλα προς τιμήν του Σωτήρη Πέτρουλα, για τον οποίο είχε μελετήσει αρκετά…
Ένας από το κοινό επεσήμανε πως η δολοφονία έγινε λίγα μέτρα από εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Ιανός! Όσο για το μυθιστόρημα του Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. που θα κυκλοφορήσει την άνοιξη στα ελληνικά, ο συγγραφέας μάς είπε ότι ο κεντρικός του ήρωας, ο Ζοζέφ Καπλάν, ζει στην Τσεχία. Έζησε από το 1910 έως το 2010, ζώντας όλες τις ιστορικές στιγμές. Στο χαρακτήρα του βρίσκουμε στοιχεία από τους ήρωες της Λέσχης των Αθεράπευτα Αισιόδοξων. Σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει ο Τσε Γκεβάρα που από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του 1966, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του στη Βολιβία, έζησε στην Πράγα και κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς ο λόγο. Εγώ προτείνω μια μυθιστορηματική εκδοχή για την παραμονή του εκεί και τον θάνατό του».
Όσο για το αν τελικά είναι ο ίδιος αισιόδοξος: «Δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος. Ο κόσμος δεν αφήνει μεγάλο περιθώριο για ελπίδα. Αντιθέτως, παραμένω “αθεράπευτος”, “αδιόρθωτος”. Κι έτσι παραμένω μέλος της “Λέσχης”…».
Φεύγω από τον Ιανό. Τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν και πάλι στους δρόμους σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Το μετρό στο Σύνταγμα που είχε κλείσει «καθ’ υπόδειξη»(!) της Αστυνομίας έχει και πάλι ανοίξει. Κι όμως, μένω και αθεράπευτος και αισιόδοξος. «Έτσι ήρθαν τα πράγματα, μα έτσι δεν θα πάνε», που έλεγε ο Αζιζ Νεσίν…
Κώστας Στοφόρος