Tου Χρήστου Ιακώβου *

 

Τα κράτη μέλη του διεθνούς συστήματος έχουν ορισμένους στρατηγικούς στόχους, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι μακροχρόνιοι ή βραχυπρόθεσμοι, έχουν συνοχή ή είναι αντιφατικοί. Με αυτό τον τρόπο, το εσωτερικό και εξω­τερικό περιβάλλον μίας χώρας δημιουργεί διάφορες απαιτήσεις και είναι η πηγή προκλήσεων και ευκαιριών για την πραγματοποίηση των στόχων και των επιδιώξεων του κράτους. Η στρατηγική της προσαρμογής, που επιλέγει ένα κράτος, αποτελεί την απόδειξη για το πως οι εθνικές δομές εξουσίας προσαρμόζονται στην αλληλεξάρτηση του εθνικού και διεθνούς συστήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη λειτουργούν ως προσαρμοζόμενες οντότητες που προσπαθούν με την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και με την πολιτι­κή ασφάλειας που διαμορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δομές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια.

Τα πιο πάνω συνιστούν την πεμπτουσία για την διαμόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονομάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy). Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχημένους στόχους λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυμητή θέση μίας χώρας με σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναμικό και τους πόρους του κράτους προκειμένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους, α) σταθερότητα, β) ευημερία και γ) ασφάλεια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπί­σει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.

Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την διαμόρφωση της υψηλής στρατηγικής είναι η γεωπολιτική, δηλαδή η ερμηνεία και ανάλυση της αλληλεξάρτησης μεταξύ του γεωγραφικού χώρου και των πολιτικών επιλογών που κάνει ένα κράτος προκειμένου να αξιοποιήσει και να αυξήσει την στρατιωτική, την οικονομική και τη διπλωματική του ισχύ. Επομένως, η γεωπολιτική ανάλυση λαμβάνει υπόψιν την ύπαρξη διεθνών ανταγωνισμών σε σχέση με τον στρατηγικό σχεδιασμό σε διάφορους τομείς όπως της στρατιωτικής ισχύος (γεω-στρατηγική), της οικονομίας (γεωοικονομίας), του φυσικού περιβάλλοντος, των δημογραφικών τάσεων, κτλ.

Το 1956, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ατνάν Μεντερές αποφάσισε να αναθέσει στον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, Νιχάτ Ερίμ, τη σύνταξη ενός στρατηγικού σχεδίου επί του οποίου θα στηριχθούν οι μακροχρόνιες επιδιώξεις της Τουρκίας στο θέμα της Κύπρου.

Ο Νιχάτ Ερίμ παρέδωσε στα τέλη του 1956 δύο εκθέσεις στην τότε κυβέρνηση του Ατνάν Μεντερές. Εκείνες οι εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ απετέλεσαν το βασικό στρατηγικό σχέδιο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επί του Κυπριακού.

Το σχέδιο εκείνο έγινε αποδεκτό από όλες ανεξάρτητα τις τουρκικές κυβερνήσεις οι οποίες το ακολούθησαν με σταθερή και συστηματική συνέπεια.

Τα βασικά σημεία των εκθέσεων ήταν:

1. Οι διεκδικήσεις της Κύπρου από την Τουρκία θα πρέπει να στηρίζονται σε πολιτικούς λόγους. Όμως, προκειμένου να μην δηλητηριάζονται οι σχέσεις Βρετανίας – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρηθεί αυτοδιοίκη­ση στο νησί, η καλύτερη λύση είναι η μέση λύση διχοτόμησης.

2. Στο νησί υπάρχουν δυο διαφορετικές κοινότητες, η κάθε μια από τις οποίες έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθε­σης. Το μέλλον των δύο κοινοτήτων, των δύο λαών, ανεξαρτησία, ένωση με την μητέρα-πατρίδα, συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας θα αποφασισθεί κατόπιν δημοψηφίσματος ξεχωριστά σε κάθε μια.

3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρμοσθεί με την μετακίνηση Ελληνικών πληθυσμών έτσι ώστε να υ­πάγονται στη διοίκηση της αρεσκείας τους. Τέτοια μετακίνηση δεν συνιστά άσκοπη ταλαιπωρία αλλά θα βοηθήσει να μην καταπατηθούν τα δικαιώματα της Τουρκικής κοινότητας που σήμερα είναι μειοψηφική, θα ικανοποιηθεί η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφευχθεί μια μελλοντική κρίση.

4. Η Τουρκία θα πρέπει να καθορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν μορφή διχοτόμησης λαμβάνοντας υπ’ όψη τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της Κύπρου θα πρέπει να συμμετέχει και η Τουρκία γιατί το θέμα σχετίζεται με την ασφάλεια της καθώς και της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα δεν δύναται να ζητήσει το ίδιο δικαίωμα για την Τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.μ ενώ από την Ελλάδα 600 ν.μ.

5. Πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουμε τα μέτρα μας το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμα­νικής Αυτοκρατορίας. Τότε δεν θα ανησυχούμε για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης.

Η έκθεση που συντάχθηκε το 1956 και καθόρισε ευδιάκριτους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους από τους οποίους δεν απέκλινε η Τουρκικοί εξωτερικής πολιτική επί του Κυπριακού. Σε αυτό συνετέλεσαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις των τελευταίων 59 ετών που δεν παρεξέκλιναν από τις βασικές αρχές, όπως επίσης και οι αντίστοιχες στρατιωτικές ηγεσίες που όποτε κλήθηκαν έδωσαν λύσεις χωρίς την όποια πολιτική παρέμβαση.

Ως συμπέρασμα, οι εκθέσεις αυτές παρότι συντάχθηκαν το 1956, εντούτοις σχεδόν 59 χρόνια μετά παραμένουν επίκαιρες αλλά και μείζονος στρατηγικής σημασίας έγγραφα, λόγω της συνέπειας και της σταθερότητας με την οποία οι Τουρκικές κυβερνήσεις της ακολούθησαν.

 

Η κατάσταση μετά την Τουρκική εισβολή του 1974

Στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, όπως αυτό διεμορφώθει μετά το 1974, η αλληλεξάρτηση μεταξύ υψηλής στρατηγικής, γεωπολιτικής και του παράγοντα ασφάλεια σε σχέση με τον στρατηγικό στόχο επίλυσης του προβλήματος επηρεάστηκε καθοριστικά από τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόστηκαν αμφότερες, Τουρκία και Ελλάδα, σε σχέση προς τα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η σύγκρουση του 1974.

Έκτοτε, η Ελλάδα και η Τουρκία ακολούθησαν δύο διαφορετικά πρότυπα προσαρμογής του συστήματος εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό. Η διαφορά αυτή αντανακλά σε ένα μεγάλο βαθμό τόσο τα νέα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η εισβολή του 1974, όσο και τις στρατηγικές προτεραιότητες που έδιδαν αμφότερα τα κράτη στο ζήτημα της Κύπρου. Η μεν Ελλάδα ακολούθησε το πρότυπο της συναινετικής προσαρμογής, η δε Τουρκία το πρότυπο της αδιάλλακτης προσαρμογής.

 

Ελλάδα – Συναινετική Προσαρμογή

Οι εσωτερικές αλλαγές που επέφερε η πτώση της Χούντας το 1974 στην Ελλάδα έθεσε ως προτεραιότητα όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων τη συνέχιση του εκδημοκρατισμού της χώρας, τη διατήρηση των δομών του κοι­νωνικού συστήματος και την οικονομική ανάπτυξη. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με την αποδοχή και συναίνεση των ορίων που έθεταν στην Ελλάδα οι απαιτήσεις τόσο του διεθνούς όσο και του περιφερειακού περιβάλλοντος. Όσον αφορά στο διεθνές περιβάλλον, οι απαιτήσεις επέβαλαν συνέχιση των καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ και αργότερα ενσωμάτωση στην υπό διαμόρφωση Ευρώπη. Αυτοί οι στόχοι τέθηκαν από την αρχή σε υψηλότερη προτεραιότητα από οποιουσδήποτε άλλους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική εξωτερική πολιτική να υποβιβάσει στις προτεραιότητές της τις περιφερειακές προκλήσεις και κατά συνέπεια να θεωρήσει το Κυπριακό δευτερεύον ζήτημα.

Οι διαμορφωτές αποφάσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδραίωσαν την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να επαναφέρει τα στρατηγικά δεδομένα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο στην προ του 1974 κατάσταση, αφού θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν τις απαιτήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό μετά το 1974 διέπεται από τη λογική ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής των στρατηγικών επιπτώσεων σε βάρος της Κύπρου ήταν ουσιαστικά ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος από το οποίο η Ελλάδα θα έβγαινε ηττημένη. Έτσι, η λύση θα έπρεπε να βρεθεί στη βάση ενός επώδυνου συμβιβασμού. Αυτό κατέστησε την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό ιδιαίτερα επιρρεπή στην ξένη επιρροή με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται ευνοϊκά στις υποδείξεις του διεθνούς περιβάλλοντος.

Αυτή η εκτίμηση στο επίπεδο της πολιτικής ελίτ της Ελλάδας για τη μορφή και το χαρακτήρα του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος προσάρμοσε συναινετικά την ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό και αναπόφευκτα οδήγησε σε χειρισμούς, που έθεσαν τη λύση του στη βάση της αποδοχής των στρατηγικών κεκτημένων της Τουρκίας.

 

Τουρκία – Αδιάλλακτη προσαρμογή

Η Τουρκική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά το 1974, ακολούθησε το μοντέλο της αδιάλλακτης προσαρμογής. Η στρατηγική νίκη της Τουρκίας, που συνετελέσθη με την εισβολή καθώς επίσης και η εμφανής στρατηγική αδυναμία στην οποία ευρέθη η ελληνική πλευρά μετά το 1974 ευνόησαν σημαντικά την Τουρκία να εφαρμόσει αυτό το πρότυπο προσαρμογής.

Μετά το 1974, η Τουρκία προσπάθησε να μετατρέψει το στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, και πιο ειδικά εκεί όπου υπήρχε σύγκρουση ελληνοτουρκικών συμφερόντων, έτσι ώστε να είναι σύμφωνο με τις ανά­γκες του πολιτικού της συστήματος. Δηλαδή, το τουρκικό κράτος δεν έδειξε ότι θα μετέβαλλε την εξωτερική του πολιτική και το πολιτικό του σύστημα εξαιτίας των αιτημάτων που προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον. Αυτό ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, ως η συμμαχική υπερδύναμη της Τουρκίας, θεωρούσαν και θεωρούν ότι το στρατογραφειο-κρατικό κατεστημένο της Άγκυρας αποτελεί την πιο σημαντική εγγύηση για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και, ως εκ τούτου, θα πρέπει και αυτές να υποστηρίζουν τον ηγεμονικό του ρόλο στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυξημένης αυτοπεποίθησης που δίδει η υποστήριξη των ΗΠΑ καθώς επίσης και η γεωπολιτική νίκη του 1974, οι διαμορφωτές των αποφάσεων της τουρκικής εξωτερικής στο Κυπριακό πιστεύουν ότι συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος όπου σίγουρα θα είναι νικητές.

Η εφαρμογή δύο εντελώς αντιθέτων μοντέλων συμπεριφοράς εξωτερικής πολιτικής ήταν αναπόφευκτο να έχει αντανακλάσεις σε ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, όπως το σχέδιο Ανάν, όπου εσωτερικεύει το μεγαλύτε­ρο μέρος των στρατηγικών στόχων της Τουρκίας στην Κύπρο με την ταυτόχρονη απαίτηση από την ελληνική πλευρά να συναινέσει σε ένα πλαίσιο στρατηγικού συμβιβασμού.

Το γεωπολιτικό περιβάλλον της Κύπρου έχει μεγάλο έλλειμμα ασφαλείας για τρεις λόγους: α) η τουρκική στοχοθεσία ηγεμονικών αξιώσεων παραμένει αμείωτη, β) η αστάθεια στην Μέση Ανατολή συνεχίζεται (συγκρούσεις και ασύμμετρες απειλές) και γ) η όποια εγγύηση ασφαλείας εκ μέρους της ΕΕ βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προσδοκίας. Ως εκ τούτου, ο παράγων ασφάλεια συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα που θα πρέπει να υλοποιείται σε ένα σχέδιο λύσης προκειμένου να εξασφαλισθεί η σταθερότητα και η ευημερία του μορ­φώματος που θα προκύψει μέσα από τη λύση.

 

Η στρατηγική της Τουρκίας

Αναλύοντας την στρατηγική της Τουρκίας στο Κυπριακό, μετά το 1974, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι βασίζεται στην εκμετάλλευση τόσο των γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων που απεκόμισε η Άγκυρα μετά την εισβολή όσο και στην υπό εξέλιξη υπεροπλία της χώρας, με σκοπό την επίτευξη των γεωπολιτικών της ε­πιδιώξεων που εκτείνονται στον άμεσο στρατηγικό της χώρο που βρίσκεται η Κύπρος, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο.

Συγκεκριμένα η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974:

α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας), γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας), και δ) το κόστος από ένα ενδεχόμενο πόλεμο αναμένεται να είναι μικρό για την Τουρκία όταν συντρέχουν δύο λόγοι:

– Όταν ο αμυνόμενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν μετά το 1974 να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δόγμα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικό­τητας) και

– Όταν οι συγκυρίες δημιουργούν ένα πλαίσιο σύγκλισης των Τουρκικών συμφερόντων με αυτά των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτ­ρα των ΗΠΑ, όπως ακριβώς το ψυχροπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο των Τουρκοα-μερικανικών σχέσεων.

Η συστηματική απειλή χρήσης βίας από την Τουρκία, που έγινε ιδιαίτερα πυκνή, κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου έχει σαν στόχο να δημιουργήσει μία δυναμική που να επιφέρει τα μέγιστα πολιτικά αποτελέσματα. Παράλληλα, η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να καλλιεργήσει για τον εαυτό της, την εικόνα ενός αποφασιστικού αντιπάλου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που απεκόμισε από το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή της. Το γεγονός αυτό ενισχύει την προσπάθεια της να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη και τοποτηρητής των Αμερικανικών συμφερόντων στις ευαίσθητες στρατηγικά περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η τακτική αυτή, του στρατηγικού καταναγκασμού που ακολουθεί η Τουρκία κατά τα τελευταία χρόνια αποτελεί το πιο ουσιαστικό κεφάλαιο στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ανεξαρτήτως των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το Τουρκικό κράτος και της υπερεξάπλωσης που χαρακτηρίζει την Τουρκική εξωτερική πολιτική, η Τουρκία φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος.

Η αναποτελεσματική Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό από το 1955 μέχρι το 1974, λόγω της εξάρτησης από τον Αμερικανικό παράγοντα, είχε σαν συνέπεια τόσο την αποξένωση της Ελλάδας από τα ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα των Ελλήνων της Κύπρου όσο και την αποκοπή της από τις σημαντικές εξελίξεις που διαδραματίζονται έκτοτε στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ουσιαστική αποκοπή της Ελλάδας από το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου συντελείται το 1974 όπου με την Τουρκική εισβολή στο νησί, η Τουρκία α­πεκόμισε τέσσερα βασικά πλεονεκτήματα έναντι της Ελλάδας: α) εξασφάλιση της στρατηγικής ομηρίας του νησιού, β) δορυφοροποίηση του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, γ) αποκοπή της γεωπολιτικής παρουσίας της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο (η αποτυχία του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου αποτελεί την πιο κατηγορηματική επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος), και δ) μονοπώληση του στρατηγικού ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου που της επιτρέπει σύγκλιση συμφερόντων σε γεωστρατηγικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την αναβάθμισή της σε περιφερειακή δύναμη.

Τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που επέφερε στην Τουρκία η νίκη της το 1974 προστατεύθησαν από την Άγκυρα μέσω του στρατηγικού καταναγκασμού που εφάρμοσε συστηματικά έναντι της Κύπρου τα τελευταία εικοσιοκτώ χρόνια. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα που επέφερε το 1974. Αυτό για τους διεθνείς μεσολαβητές είναι μία πραγματικότητα που υπαγορεύει υποβολή ευνοϊκών σχεδίων προς την Τουρκία και περισσότερη άσκηση πιέσεων προς την Ελληνική πλευρά να αποδεχθεί μία λύση που να νομιμοποιεί τόσο τον διοικητικό όσο και τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στη βάση των πραγματικοτήτων που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός. Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού, έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή την μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε σαν συνέπεια η Ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά στις τουρκικές θέσεις. Το σχέδιο Ανάν δεν αποτελεί έκπληξη. Αποτελεί το προϊόν του τουρκικού στρατηγικού καταναγκασμού και της αδυναμίας της Ελληνικής πλευράς να επιφέρει στρατηγικές αλλαγές στο κυπριακό μετά το 1974.

 

H γεωπολιτική άποψη Νταβούτογλου για το Κυπριακό

Με το διορισμό του καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου τον Μάιο του 2009 στη θέση του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας αναπτύχθηκε μία εκτεταμένη αρθρογραφία, τόσο στον Αθηναϊκό όσο και στον Κυπριακό Τύπο γύρω από την πάγια γεωπολιτική του θεώρηση για τη θέση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή. Κάποιοι αγκιστρώθηκαν στην άποψή του για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» απολυτοποιώντας τη γενικώτερη προσέγγισή του για τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Πρόκειται για αποσπασματική και πα­ραπλανητική ερμηνεία των απόψεων Νταβούτογλου.

Ως επιστήμονας, ο Νταβούτογλου είναι πολύ καλός γνώστης και χειριστής του θεωρητικού μοντέλου γεωπολιτικής ανάλυσης του Χάλφορντ Μάκιντερ (1861-1947) δηλαδή της αγγλοσαξωνικής γεωπολιτικής σχολής, προσαρμόζοντάς την στον μείζονα στρατηγικό στόχο της Τουρκικής υψηλής στρατηγικής που είναι η επιδίωξη του καλύτερου δυνατού γεωπολιτικού ρόλου για την Τουρκία στον 21ο αιώνα. Οι απόψεις του κωδικοποιήθηκαν στο βιβλίο του Stratejik Derinlik: Tiirkiye’nin Uluslararas_ Konumu, (Στρατηγικό Βάθος: Η θέση της Τουρκίας στη Διεθνή Σκηνή) που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2001. Ο Νταβούτογλου επιχειρεί να κάνει τη κλασική γεωπολιτική σύζευξη. Από τη μία περιγράφει το γεωγραφικό πλεονέκτημα του «στρατηγικού βάθους» της Τουρκικής θέσης στο διεθνές σύστημα και από την άλλη προσπαθεί να εξηγήσει ποιοί θα πρέπει να είναι οι πολιτικοί στόχοι της Τουρκίας που υπαγορεύονται από τη γεωγραφία, δηλαδή η εξισορρόπηση της ένταξης της χώρας στους δυτικούς θεσμούς με την άσκηση κεντρικού και ηγετικού ρόλου στον μουσουλμανικό κόσμο.

Ο Νταβούτογλου τεκμηριώνει την άποψή του ως εξής: Η Τουρκία δεν είναι περιφέρεια αλλά γεωπολιτικό κέντρο. Κατέχει κεντρική θέση μεταξύ Ευρώπης – Ασίας – Αφρικής με αστείρευτο γεωγραφικό βάθος το οποίο εκτείνεται σε τρεις επάλληλες γεωγραφικές ζώνες: την εγγύς χερσαία λεκάνη (Βαλκάνια, Καύκασος, Μέση Ανατολή), την εγγύς θαλασσία λεκάνη (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειο, Κασπία, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος) και την εγγύς ηπειρωτική λεκάνη (Ευρώπη, Β. Αφρική, Κεντρική και Ανατολική Ασία. Επίσης, κατά τον Νταβούτογλου, το Οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας της παρέχει πρόσθετο ιστορικό βάθος.

Αυτό που ουσιαστικά εισηγείται ο Νταβούτογλου είναι ότι η Τουρκία έχει το γεωπολιτικό πλεονέκτημα να μετατραπεί σε πανίσχυρο ενδοσυστημικό πόλο ισχύος του ευρωασιατικού συστήματος ασφαλείας. Αυτό θα της επιτρέψει να αναδυθεί, με πλανητικούς όρους, σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας.

Ιστορικά οι χώρες που διεκδίκησαν στρατηγικό βάθος πολύ πέραν των συνόρων τους, χωρίς να διαθέτουν και το ανάλογο πολιτικο-διπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό εκτόπισμα διολίσθησαν στο σφάλμα της στρα­τηγικής υπερεξάπλωσης και τα οράματά τους για «νέους ρόλους» συνετρίβησαν στα ερείπια των υπερβολικών φιλοδοξιών τους. Γι’ αυτό και τους ευσεβείς πόθους, έστω και αν είναι στρατηγικοί στόχοι, δεν πρέπει στην στρατηγική ανάλυση να τους εκλαμβάνει κανείς ως τετελεσμένο γεγονός.

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, όταν ο Νταβούτογλου μιλά για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» δεν αναφέρεται στην Κύπρο γιατί σύμφωνα με την ανάλυσή του, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει ενσωματωμένη στο σύστημα ασφαλείας που επέβαλε η Τουρκία από το 1974. Αυτό υπηρετεί πλήρως τον κεντρικό ρόλο που οραματίζεται για τη χώρα του στην Ευρασιατική σκακιέρα ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών. Πιο συγκεκριμένα στη σελίδα 175 του βιβλίου του, στο υποκεφάλαιο «Ο στρατηγικός γόρδιος δεσμός της Τουρ­κίας: Η Κύπρος», ο Νταβούτογλου αναλύει τη γεωπολιτική θέση του νησιού ως εξής: «Η Κύπρος διαθέτει κεντρική θέση μέσα στην παγκόσμια ήπειρο αφού βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Μαζί με την Κρήτη ευρίσκεται σε μία γραμμή πάνω στην οποία διασταυρώνονται οι θαλάσσιες οδοί. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν Ευρώπη και Ασία, και της Διώρυγας του Σουέζ, που χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ ταυτοχρόνως έχει τη θέση μίας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του Άντεν και του Χορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας-Αφρικής». Καταλήγοντας ο Νταβούτογλου υποστηρίζει: «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».

Στη σελίδα 180, ο Νταβούτογλου συμπυκνώνει τη στρατηγική του για την Κύπρο: «Την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μ. Ανατολή, την Α. Μεσόγειο το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά θά­λασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις επηρεάζει όλες άμεσα. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής Κυπριακής πολιτικής με στόχο την διαφύλαξη του σημερινού στάτους κβο, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μίας επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρα­κτήρα».

 

Αποτιμώντας τις δικοινοτικές συνομιλίες

Συμπληρώνονται 41 χρόνια από τότε που το Κυπριακό Ζήτημα έλαβε το χαρακτήρα του προβλήματος εισβολής-κατοχής. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα κατεγράφησαν πολλοί κύκλοι δικοινοτικών συνομιλιών και σήμερα ουδείς πλέον αμφιβάλλει ότι η προοπτική επίλυσης του προβλήματος, όση μπορεί να υπάρξει, απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσ­ως όπως η Ελληνική πλευρά τους διαμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή. Ελάχιστοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις Τουρκικές θέσεις.

Τα 41 χρόνια των δικοινοτικών συνομιλιών μας προσφέρουν ένα συσσωρευμένο προηγούμενο για να αποτιμήσουμε αναλυτικά την αξιοπιστία και αποδοτικότητα αυτής της πολιτικοδιπλωματικής πρακτικής. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η πρακτική αυτή είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να προσδώσει στην Τουρκία το πλεονέκτημα τακτικής που από την αρχή επεδίωξε, δηλαδή την αλλαγή του νομικού πλαισίου του προβλήματος όπως αυτό διεμορφώθη το 1974. Με άλλα λόγια η Τουρκία καταφέρνοντας να παρουσιάσει το πρόβλημα ως δικοινοτικό και όχι ως πρόβλημα εισβολής -κατοχής πέτυχε σταδιακά και μακροπρόθεσμα τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου που στην περίπτωση αυτή σαφώς ευνοούσαν την Ελληνική πλευρά. Μετά τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου τα κριτήρια λύσης κατέστησαν κατ’ ανάγκην εμπειρικά, πολιτικά, περιστασιακά και μη υποκείμενα σε προδιαγεγραμμένους κανόνες ευθυδικίας. Μέσα στο ασαφές αυτό πλαίσιο των δικοινοτικών δια­πραγματεύσεων, έξω από τη διεθνή νομική δημοσιότητα, και με την ελληνική πλευρά να μην έχει συγκεκριμένη στρατηγική, το δίκαιο του ισχυροτέρου (βλ. Τουρκία) που στηρίζεται στη λογική του στρατηγικού καταναγκασμού, μέσω εκβιασμών και τετελεσμένων γεγονότων, απέκτησε μοιραία τον πρωταρχικό ρόλο.

Στις διεθνείς σχέσεις, η διαπραγμάτευση επί σοβαρά αντιτιθέμενων απόψεων, αν το επιδιώξει ο ισχυρός, έχει ως αποτέλεσμα την παράταση σε χρονικό μάκρος των συνομιλιών, την πρόκληση ηθικής και πολιτικής κόπωσης στο αντίπαλο μέρος, τη δημιουργία του αισθήματος του αδιεξόδου, τις σταδιακές υποχωρήσεις της αδύνατης πλευράς, εκείνης που κύρια ενδιαφέρεται και επείγεται για λύση του προβλήματος και τελικώς, την αποφυγή συστηματικών διεθνών καταδικών και πιέσεων που απορρέουν από την παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

Αυτό ακριβώς επεδίωξε από την αρχή η Τουρκία. Από το συνομιλίες της Γενεύης και εντεύθεν, η Άγκυρα πίστευε και συνεχίζει να πιστεύει ότι η αποτελμάτωση – ταυτόχρονα μέσο και σκοπός – την ευνοεί να ξεφύγει από τα νομικά αδιέξοδα που της δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή εδάφους ξένου κράτους. Από την πρώτη ημέρα της εισβολής, η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε να εξαγοράσει χρόνο. Ο χρόνος, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι το καλύτερο εργαλείο τακτικής γιατί εργάζεται υπέρ εκείνου που δημιούργησε την ανώμαλη κατάσταση και αποτρέπει τη μεταβολή της επί τα βελτίω για τον αδύνατο. Με στόχο τη διαιώνιση των διαπραγματεύσεων, και ακολουθώντας την τακτική των κατά στάδια τετελεσμένων γεγονότων, αποβλέπει στην αποτελμάτωση, στην διεθνή υποβάθμιση του προβλήματος και τέλος στην εξαφάνιση των νομικών σημείων που θα έπρεπε να επικαλείται η Ελληνική πλευρά απαιτώντας αποκατάσταση της τάξης, είτε μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ είτε μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Ουδείς πλέον αμφιβάλλει σήμερα ότι το Κυπριακό απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσεως όπως η Ελληνική πλευρά τους διαμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή. Ελάχι­στοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις Τουρκικές θέσεις.

Οι διεθνείς πιέσεις, ιδιαίτερα οι αμερικανικές, που δέχεται η τουρκική πλευρά είναι οριοθετημένες, γεγονός που της επιτρέπει να θέτει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις χωρίς σοβαρό κόστος. Η ελληνική πλευρά στα 39 σχεδόν χρόνια που έχουν περάσει από την εισβολή, έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια υποχωρήσεων. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε αδιέξοδο με την πλάτη στον τοίχο. Από τη μια θα πρέπει να δείξει τη μεγίστη ευελιξία, προκειμένου να μη δώσει προσχήματα στο διεθνή παράγοντα για να επαναλάβει την πρακτική του 2004 που της καταλόγισε την ευθύνη για την απόρριψη του σχεδίου λύσης του ΟΗΕ. Στην κατάσταση που έχει περιέλθει σταδιακά η Ελληνική πλευρά, είναι πλέον διάχυτος ο φόβος ότι ένα νέο δημοψήφισμα εάν απορριφθεί δημοκρατικά από το λαό θα ανατρέψει στρατηγικούς στόχους που αφορούν οποιουσδήποτε άλλους εκτός από την ελληνοκυπρίους οι οποίοι θα κληθούν εκ νέου να πληρώσουν το κόστος της «απόρριψης της λύσης». Από την άλλη δεν μπορεί να κάνει βήμα πίσω, γιατί εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναγνωρίσει στο ψευδοκράτος δικαίωμα κυριαρχίας, όπως έμμεσα επιδιώκει η Τουρκική πλευρά στις συνομιλίες, το Κυπριακό θα πάψει να έχει νόημα ως πρόβλημα. Από τη στιγμή που θα αποκτήσουν δικαίωμα κυριαρχίας, κανείς δεν θα μπορεί πλέον να πιέσει τους Τουρκοκυπρίους σ’ ένα πλαίσιο πολιτικής συνύπαρξης με τους Ελληνοκυπρίους.

Τον στρατηγικό αυτό εγκλωβισμό, στον οποίο έχει περιέλθει η Ελληνική πλευρά, γνωρίζει πολύ καλά ο διεθνής παράγοντας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ερμηνεύεται και η διαλεκτική της αρνητικότητας που ανέπτυξαν και συνεχίζουν να αναπτύσσουν οι ξένοι διαμεσολαβητές. Προσπαθούν να δημιουργήσουν μία υποκειμενική πραγματικότητα έχοντας την απαίτηση από την Ελληνική πλευρά να βλέπει το πρόβλημα και συνεπώς τη λύση του μέσα από την δική τους οπτική. Έτσι προσπαθούν να δημιουργήσουν παραστάσεις λύσεως μέσω της διαλεκτικής της αρνητικότητας, κραδαίνοντας από μια την απειλή της τελευταίας ευκαιρίας και από την άλλη την απειλή της νομιμοποίησης της διχοτόμησης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η τελεολογία που κατασκευάζε­ται και προσφέρεται ως διέξοδος είναι τραγική. Στην ουσία ποια επιλογή προδιαγράφεται για την Ελληνική πλευρά; Αποδεχθείτε όσο το ταχύτερο μία ολιγότερο επώδυνη λύση. Με άλλα λόγια, η Ελληνοκύπριοι δεν έχουν πολλά περιθώρια ελιγμών, και αυτό οφείλεται στα αδιέξοδα στρατηγικής, άρα οι προσπάθειές τους, τελολογικά, θα πρέπει να κατευθύνονται σύμφωνα με την πορεία που χάραξαν οι ξένοι διαπραγματευτές. Η διαπίστωση αυτής της πραγματικότητας σε επίπεδο μιας πολιτικής ανάλυσης είναι δυσάρεστο γεγονός τα να γίνεται όμως πρακτική της πολιτικής ηγεσίας είναι συνάμα τραγικό.

Μετά το 1974, οι η στρατηγική Αθηνών και Λευκωσίας έχει εναποθέσει τις ελπίδες επίλυσης του προβλήματος, σχεδόν αποκλειστικά, στην ψευδαίσθηση πως τόσο ο εμπλεκόμενος αμερικανοβρετανικός παράγοντας όσο και ο ΟΗΕ, θα ερμηνεύσουν το διεθνές δίκαιο όχι με κριτήριο τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες αλλά στη λογική αντικειμενικών αρχών «διεθνούς νομιμότητας». Με αυτό τον τρόπο, αντί το διεθνές δίκαιο να ενισχύει την ελληνική πλευρά, οι λανθασμένες εκτιμήσεις για το ρόλο του στις διακρατικές σχέσεις προκάλεσε σταδιακά την αποδυνάμωσή της, την εγκατάλειψη πιο αποτελεσματικών προσεγγίσεων και την σταδιακή επικράτηση των πολιτικών θέσεων της Τουρκίας.

Από την επικράτηση της θέσης ότι η επιδίωξη της αυτοδιάθεσης την δεκαετία του 1950 από τον Κυπριακό λαό ήταν άδικη και λανθασμένη που κυριάρχησε μετά το 1974, σήμερα η Ελληνική πλευρά έχει διολισθήσει σε ένα πλαίσιο λύσης που στηρίζεται στη λογική ότι οι Έλληνες της Κύπρου δεν έχουν δικαίωμα διαβίωσης στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους υπό συνθήκες ελευθερίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως με βάση την αμετατόπιστη και αναλλοίωτη ηγεμονική παράσταση που επέβαλε η Τουρκία μετά το 1974, έχει δικαίωμα στρατηγικής εποπτείας της Κύπρου.

Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής αποκρυσταλλώνεται στο σημερινό πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος που χαρακτηρίζεται ως μία προσπάθεια ελαφράς βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης με κάποιες «συνοριακές διευθετήσεις» και με κάποιες πολιτειακές ρυθμίσεις. Παράλληλα, η αδυναμία της Ελληνικής στρατηγικής δημιουργεί διαρκώς κίνητρα στην Τουρκία και στους διεθνείς διαμεσολαβητές πως η υποχωρητικότητά της Ελληνικής πλευράς είναι άνευ ορίων εφόσον αυτή συνεχίζει να παραμένει εγκλωβισμένη και να τρέφεται ενδό­μυχα από τη διαλεκτική της αρνητικότητας.

 

Αθήνα 20 Μαΐου 2015

 

* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!