Στο αέναο ρεύμα της ροής του χρόνου

 

Το να μιλάς για τον τόπο σου, μοιάζει σαν να προξενεύεις γυναίκα που ξέμεινε με τα χρόνια ανύπαντρη. Μιλάς για τις χάρες και τις καλοσύνες της, αφήνοντας υπαινιγμούς πως αν ο μέλλων γαμπρός δεν ανταποκριθεί με λαχτάρα στο κελεπούρι, θα χάσει τον παράδεισο. Όχι γιατί σώνει και καλά το κάνεις με ιδιοτελείς σκοπούς, αλλά σε κάθε περίπτωση ο υπερθετικός κάνει τον άλλο να μαζεύεται.

Ο τόπος μου είναι η Χαλκίδα. Εκεί γεννήθηκα και έζησα μέχρι τα δεκαοχτώ μου. Κράτησα επαφή για όσο καιρό ζούσαν εκεί οι γονείς μου. Μετά χάθηκα. Έγινα εσωτερικός μετανάστης. Συχνά σκέπτομαι ότι η πόλη μου είναι για μένα μια «χαμένη πατρίδα», σαν τις πόλεις της Ιωνίας και του Πόντου. Τη νοσταλγώ, αλλά πια δεν μου λείπει. Πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία. Ό,τι ζήσαμε και αγαπήσαμε μέσα στην αθωότητά μας. Οι τόποι αλλάζουν. Τους αλλάζουν αυτοί που τους κατοικούν. Αυτοί έχουν το μοναδικό δικαίωμα. Οι άλλοι φύγαμε. Δεν μας πέφτει λόγος. Κι αν άλλαξαν, κι αν ελάχιστα πράγματα θυμίζουν αυτό που πρωτογνωρίσαμε, κι αν οι νεότεροι κάτοικοι αποφάσισαν αλλιώς, όλα καλώς καμωμένα είναι.

Οι μνήμες μου αρχίζουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και φτάνουν μέχρι και τα τέλη του ’60. Η Ελλάδα σε «ανασυγκρότηση», με τα δεξιά εξαπτέρυγα να περιφέρουν τον μετεμφυλιακό τρόμο και να μονοπωλούν τον πατριωτισμό. Μνήμες γεμάτες από στέρηση και φτώχεια. Τότε που «δεν είχαμε τίποτα, αλλά τα είχαμε όλα», όπως λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αυτό μας έσωζε μέσα στην ανεμελιά μας, στα παιχνίδια και στα χάδια της θάλασσας που αγκάλιαζε όλη την πόλη. Φτωχιές προσφυγικές γειτονιές και αστικές συνοικίες δίπλα στην παραλία. Δυο βασικές εικόνες της πόλης ορίζουν τις μνήμες μου. Οι χειμώνες και τα καλοκαίρια. Οι πρώτοι, με ατέλειωτες βροχές και κρύα. Η θάλασσα να καβαλάει τον παραλιακό δρόμο, σαν να τον τιμωρούσε από ζήλεια γιατί γέμιζε τα καλοκαίρια με κόσμο που σουλατσάριζε από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, κάνοντας ανέξοδες βόλτες με ένα σακουλάκι πασατέμπο. Σχεδόν όλη η πόλη μέσα στη λάσπη. Εξαγώγιμο προϊόν η λάσπη. Μόνο τα καλντερίμια στην αγορά και στην παραλία γυάλιζαν πλυμένα από τις ατέλειωτες βροχές. «Ουδέν αξιοσημείωτον» για τη φτωχολογιά. Σχολείο, σπίτι, προσκοπικές ομάδες, κατηχητικά κι αργότερα σφαιριστήρια και αθλητισμός. Η μπάλα ήταν για μας το αντικαταθλιπτικό μας. Ατέλειωτες δόσεις και χωρίς συνταγή γιατρού. Οι αλάνες αποτελούσαν το κοινωνικό πεδίο, με νίκες, ήττες, με ζυμώσεις και απουσίες συμβιβασμών.

Τα καλοκαίρια όμως; Τα είχαν όλα. Γι’ αυτά θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες. Όταν άρχιζαν, με το κλείσιμο των σχολείων, έμοιαζαν ατέλειωτα. Κάναμε τα πάντα με λαχτάρα λες και όλα γίνονταν για πρώτη φορά. Από τα μπάνια μέχρι το ψάρεμα κοντά στην παλιά ξύλινη γέφυρα, από την απόλαυση του δροσερού καρπουζιού μέχρι τη βύθιση στα Κλασσικά Εικονογραφημένα και την ποπ κουλτούρα του Μικρού Ήρωα και του Γκαούρ-Ταρζάν. Ζυμώθηκα με τη θάλασσα. Ο πατέρας μου είχε καρνάγιο. Μάστορας καλός ανάμεσα σε καλούς. Κρυφές ζήλειες μεταξύ τους, αλλά ο καλός λόγος ήταν αυτός που έμενε. Είδα σκαριά πολλά να βγαίνουν απ’ τα χέρια του. Όλα καινούργια. Δεν έκανε συντήρηση σε ανεμότρατες και ψαροκάικα. Πέρασα ώρες ατέλειωτες με τις μυρωδιές του ξύλου και της μπογιάς, του μίνιου και τις πίσσας. Έφαγα μαζί το γαύρο φρεσκοψαρεμένο και παστωμένο με ήλιο και αλάτι. Εκεί, στον κάτω κόλπο, τον νότιο, μια ανάσα από την αρχαία Αυλίδα, που πέρναγες απέναντι τραβώντας κουπί με τη βάρκα, σε λιγότερο από ένα τέταρτο.

Δεν επιθυμώ να κάνω κανένα προξενιό στην πόλη μου. Δεν περνάει από το μυαλό μου να προσπαθήσω να σας δείξω τις ομορφιές, την ιστορία και τα ιδιαίτερά της. Αυτά τα βρίσκει κανείς εύκολα, ιδιαίτερα σήμερα, στο άυλο Διαδίκτυο. Δεν θέλω να σας πουλήσω καρτ ποστάλ. Δεν έχω σπουδαία περιστατικά να αφηγηθώ, γιατί στη Χαλκίδα τα αρώματα από τα νυχτολούλουδα και τα γιασεμιά μύριζαν το ίδιο όμορφα με αυτά των άλλων ελληνικών πόλεων του ’50 και του ’60. Γιατί τα θερινά σινεμά έπαιζαν τα ίδια έργα και γιατί οι νεανικοί μας έρωτες έβγαιναν από την ίδια συνταγή που υπήρχε και στο Αίγιο, τον Βόλο, την Πάτρα ή στη Θεσσαλονίκη.

Αδυνατώ να περιγράψω τη ροή των νερών και τις αλλαγές της παλίρροιας. Ταξίδια ατέλειωτα από Βορρά προς Νότο και από Νότο προς Βορρά. Τότε διαπλέαμε τον Ευβοϊκό με σκαριά υπέροχα. Ο λαμπερός «Κύκνος» αλλά και ο φτωχούλης «Αετός» μας πήγαιναν στη Λίμνη και στην Αιδηψό για να προσκυνήσουμε τις ομορφιές της Βόρειας Εύβοιας. Ταξίδεψα με όλους τους καιρούς, κολαούζος του πατέρα μου. Ένα τέτοιο καλοκαιρινό ταξιδάκι θα σας ευχόμουν να κάνατε, ακολουθώντας το ρεύμα του Ευρίπου μέχρι το δίαυλο εκεί στη βόρεια άκρη, απ’ όπου μπορείς να αγναντέψεις το βουνό των Κενταύρων. Τι κρίμα που, εδώ και χρόνια, κανένα επιβατικό πλεούμενο δεν έχει ναύλο στον Ευβοϊκό. Κρατάω για μένα το προνόμιο να φύγω με αρχαίους Χαλκιδέους προς τον Νότο, να καβατζάρουμε τον Καβοντόρο και να πάμε στην κάτω Ιταλία και τη Σικελία, παρέα με Κουμιώτες ναυτικούς για να προσφέρουμε στους Λατίνους το Χαλκιδαϊκό Αλφάβητο, έτσι, με τη γενναιοδωρία του δικού μας πολιτισμού.

Δεν είμαι σε θέση να περιγράψω τη σημερινή Χαλκίδα. Δεν τη γνωρίζω ή μάλλον δεν αναγνωρίζω αυτήν που έζησα. Το καλύτερο και το χειρότερο είναι έννοιες σχετικές και ασαφείς. Δεν διεκδικώ την τύχη αυτού που έζησε τη «χρυσή εποχή». Είμαι ένας από αυτούς που τα καλοκαίρια τα πόδια του πάτησαν περισσότερο χώμα παρά άσφαλτο. «Ζούσα περισσότερο ευχαριστημένος παρά χαρούμενος…», γράφει ο Φερνάντο Πεσσόα στην πρώτη σελίδα του Οδοιπόρου. Θαυμάζω αυτή τη σκέψη και σας τη μεταφέρω με συγκίνηση. Είναι η ίδια συγκίνηση που ένιωσα όταν συνειδητοποίησα ότι έζησα στην ίδια πόλη με τον κυρ-Γιάννη τον Σκαρίμπα. Ίδια και η συγκίνηση γιατί η πόλη μου γέννησε τον Νίκο Σκαλκώτα.

Οι πόλεις αλλάζουν. Αν κατορθώνουν να μη μεταλλαχτούν, κρατάνε στοιχεία της ιστορίας τους, όχι κλεισμένα σε βιτρίνες μουσείων και σε σελίδες βιβλίων επιμελών ιστορικών, αλλά σε σημεία που δεν κρύβονται από τη φθορά του χρόνου και την ασυδοσία αδηφάγων εργολάβων. Τι σημασία έχει να περιγράψω την αρχιτεκτονική και πολεοδομική αλλαγή της πόλης; Μήπως και η σημερινή εικόνα θα παραμείνει αναλλοίωτη στο διηνεκές; Οι τόποι κρατάνε την αύρα τους και πολεμούν με τον τρόπο τους ενάντια στη λήθη που αγωνίζεται να ισοπεδώσει την αέναη ροή του χρόνου.

Αν, παρά τις υποσχέσεις μου ότι θα αποφύγω το προξενιό που αναφέρω στην αρχή, γίνει τελικά ο γάμος με την πόλη μου, θα ήθελα να μου φυλάξετε λίγα κουφέτα για το καλό και για την τύχη, παρακαλώ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!