Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω
Κάθε πόλη έχει την ιστορία της, τους ανθρώπους για να τη διηγηθούν με τον τρόπο τους, τους δικούς της δρόμους, σπίτια, γειτονιές, μνημεία να μαρτυρήσουν όσα «έζησαν» ή όσα δεν πρόλαβαν να «ζήσουν», τις μνήμες αλλά και τις αποσιωπήσεις της, τα δικά της φαντάσματα να ταράζουν τον ύπνο της αλλά και τα δικά της όνειρα να την επαναφέρουν στις οδούς της ευδαιμονίας και αυταρέσκειας, τα ιδιαίτερα παράπονά της σε σχέση με τις γειτονικές πόλεις ή συγκριτικά με το κέντρο. Κάθε πόλη αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό που αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων, μεταβάλλει τη φυσιογνωμία του, υποδέχεται νέους ενοίκους και αποχαιρετά τους παλιούς, αισθάνεται και στο τέλος παραδίδει στους επόμενους την ψυχή του για να τη διαχειριστούν όπως αυτοί ξέρουν και μπορούν. Κάθε πόλη διαθέτει τους υμνητές της αλλά και τους επικριτές της, τις θεατές αλλά και αθέατες πλευρές της, τα φανερά και τα καλά κρυμμένα μυστικά της, τους περιηγητές που την περπάτησαν και για χάρη της οποίας έγραψαν. Κάθε πόλη θα συνεχίσει να υπάρχει όσο οι άνθρωποι θα ενδιαφέρονται γι’ αυτήν, όσο θα ενδιαφέρονται να διατηρήσουν τη ζώσα ψυχή της και να προσθέσουν στη συλλογική μνήμη όσα ήταν επιβεβλημένο να ξεχαστούν, να συνεχίσουν το έργο όσων έζησαν μέσα στα τείχη της και δεν παρέλειψαν να κληροδοτήσουν τις παραστάσεις τους στους μεταγενέστερους.
Από την άποψη αυτή, η Θεσσαλονίκη είναι τυχερή γιατί διαθέτει έναν Γιώργο Ιωάννου και δίπλα σε αυτόν άλλους πολλούς. Μέσα από τα πεζογραφήματά του παρέλασαν άνθρωποι, συνοικίες, μυρωδιές, συνήθειες, πολιτισμοί, πάθη και έρωτες, εύκολες και δύσκολες στιγμές, κατακτητές και ευκαιριακοί γαμπροί της πόλης, πόλεμοι και εμφύλιοι, πολιτικά προτάγματα, εντέλει θήτες και θύματα της Ιστορίας. Ο Ιωάννου μπόλιασε τη σκέψη του Χρίστου Ζαφείρη για την (Θεσσαλονίκης) τοπιογραφία του αλλά και έδωσε το έναυσμα (θέλω να ελπίζω) στον Μαρκ Μαζάουερ για να ανασυνθέσει την ιστορία της πόλης, συζητώντας για τα φαντάσματά της. Γιατί, όμως, άραγε επέλεξε να τιτλοφορήσει με τον τρόπο αυτόν το έργο του για τη Θεσσαλονίκη (πόλη των φαντασμάτων) ο σημαντικός αυτός των νεότερων ιστορικών; Ίσως γιατί με τις πολυκατοικίες και για χάρη της προοπτικής μιας σύγχρονης μεγαλούπολης άνθρωποι και επίσημες πρακτικές έθαψαν στα θεμέλια και ένα κομμάτι από την πραγματική ψυχή της πόλης, δίνοντας αντιπαροχή τον χώρο και μαζί τη μνήμη του.
Εκείνο που χάθηκε αμετάκλητα από τη Θεσσαλονίκη ήταν η πληθυσμιακή και μνημειακή πολυχρωμία της που την προσδιόριζε ως μια κλασική βαλκανική πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μπορούσε να διαπιστώσει εύκολα ο επισκέπτης ακόμα και δέκα χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος. Οι ανταλλαγές των πληθυσμών και οι κρατικές πολιτικές πληθυσμιακής ομογενοποίησης συνοδεύτηκαν από την κατά το δυνατόν εξάλειψη της αλλόθρησκης μνημειακής αρχιτεκτονικής που θύμιζε τη μακραίωνη κατάκτηση. Η πόλη αποχαιρετούσε τους μουσουλμάνους κατοίκους της και ξανάκανε δικιά της την Άνω Πόλη, υποδεχόμενη ταυτόχρονα τους χιλιάδες πρόσφυγες στην τελευταία πατρίδα τους. Εκείνο που έχει μείνει σήμερα στην πόλη είναι μόνο τα αδρά ίχνη μιας πλούσιας πολιτιστικής όσμωσης μεταξύ των ανθρώπων της, χάρη στην οποία η πολυπολιτισμικότητα και η ανεκτικότητα θεωρούνται στη σύγχρονη προσέγγισή τους αναπόσπαστα στοιχεία του οθωμανικού παρελθόντος (με κάποια δόση υπερβολής βεβαίως). Φυσικά, το εθνικό-κράτος στην πορεία της εθνικής ολοκλήρωσής του ούτε πολυπολιτισμικό θα μπορούσε να είναι αλλά ούτε και ανεκτικό απέναντι στο διαφορετικό. Απεναντίας, αυτό το διαφορετικό ενίοτε βαφτίστηκε αντεθνικό στις περιπτώσεις που ο εξελληνισμός προχωρούσε με πολύ αργά βήματα ή ένα μέρος του πληθυσμού κράτησε αποστάσεις από αυτή τη διαδικασία.
Τομή στην ιστορία της πόλης (εκτός από τη χαμένη ευκαιρία για μια άλλη οικιστικά πόλη μετά την πυρκαγιά του 1917) υπήρξε η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου όχι μόνο γιατί δοκίμασε συνολικά τις αντοχές του πληθυσμού αλλά κυρίως γιατί προκάλεσε βαθιά τραύματα που δεν έκλεισαν ποτέ. Η ευκολία με την οποία καταστράφηκαν μνημεία και λατρευτικοί τόποι (Εβραϊκό Νεκροταφείο) και η βαναυσότητα της μαζικής εξόντωσης χιλιάδων ψυχών στα κρεματόρια των ανατολικών εδαφών δεν τέθηκαν σε «δημόσια διαβούλευση» παρά μόνο τα τελευταία χρόνια, γιατί ήταν θέματα που στην πραγματικότητα δεν αφορούσαν κανέναν άλλον εκτός από τους ίδιους τους επιζώντες. Ήταν οι απώλειες των «άλλων» και όχι των «δικών» μας, σε μια πόλη που άρχισε να ξαναμετρά τα θύματά της κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ζώντας εκ του μακρόθεν τα μεγάλα γεγονότα (Δεκεμβριανά, Πολυτεχνείο) αρνήθηκε να δώσει τη μάχη της με τον χρόνο και να αναγνωρίσει τους νεκρούς της σαν τα δικά της παιδιά.
Έκτοτε, προσηλωμένη στο πλευρό των νικητών της εθνικοφροσύνης, αν και βαθιά διχασμένη, έζησε το όνειρο της ανοικοδόμησης τις μεταπολεμικές δεκαετίες και το εκάστοτε νεοελληνικό όνειρο στους ευδαίμονες μεταπολιτευτικούς καιρούς, αδυνατώντας να αποτινάξει τη νέα ταυτότητά της (πόλη συντηρητική και κατεστημένη) που οι ελίτ είχαν κατασκευάσει και της είχαν επιβάλλει. Το συγκεκριμένο παρόν της Θεσσαλονίκης δεν είχε παρελθόν γιατί αυτό ήταν πιο άβολο ακόμα και από τα Δεκεμβριανά: Το χρονοντούλαπο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έκρυβε μόνο κατοχικούς σκελετούς και άλλες μεταπολεμικές ιστορίες με παρακρατικούς αλλά και διευθύνσεις σπιτιών και καταστημάτων, τιμαλφή που άλλαξαν χέρια και δεν επεστράφησαν ποτέ, «αδίκους» που ήταν αριθμητικά κυρίαρχοι συγκρινόμενοι με τους ελάχιστους «δικαίους των εθνών».
Για να «ξεθάψει» κανείς την «άγνωστη ή ξεχασμένη» Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται να επιδοθεί σε (συχνά ατέρμονους) σχολιασμούς παλαιών φωτογραφιών, που τελευταία αναδύονται ολοένα και συχνότερα στο προσκήνιο, αλλά να αναζητήσει μέσα σε αυτές τους τόπους και τους ανθρώπους που έχουν σκεπαστεί από το πέπλο της λήθης. Ακόμα και η ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος αναζητά την άκρη του νήματος για να ξεδιπλωθεί στην ολότητά της αλλά στην πραγματικότητα και την απόληξή της στον Μάιο του 1936. Για να συμβούν αυτά θα πρέπει προηγουμένως η πόλη να εξοικειωθεί με το παρελθόν της. Μόνο τότε είναι δυνατόν οι μουσουλμάνοι, οι πρόσφυγες και οι Εβραίοι να επανακτήσουν τα χωρικά ορόσημά τους και να επιστρέψουν ξανά στους μνημονικούς τόπους τους, περιφρουρώντας διά της παρουσίας ή της απουσίας τους το δικαίωμα των νεότερων γενιών να μάθουν για να διδαχθούν από το παρελθόν, να γίνουν καλύτεροι πολίτες από τους γονιούς και τους παππούδες τους.
Έως τότε θα είναι ευκολότερο να αποτυπώνονται στον δημόσιο χώρο οι κάθε είδους πολιτικές επιλογές της κυρίαρχης δημοτικής παράταξης (είτε υπό τη μορφή των μνημείων είτε του πολιτικού ακτιβισμού) και ταυτόχρονα ασυγκρίτως δυσκολότερη στην υλοποίησή της κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης ενός σταθμού αυτοκινήτων από τον πλέον συμβολικό τόπο της πόλης (Πλατεία Ελευθερίας). Όσο για την Πλατεία Βαρδαρίου ούτε συζήτηση: Η συγκεκριμένη πλατεία εδώ και χρόνια ζει αποκομμένη από τον ιστό του άστεως. Εκεί όπου κάποτε οι ιέρειες του έρωτα διαφήμιζαν τα κάλλη τους, οι δρόμοι μετρούνταν με τις μεζούρες της ανδροπρέπειας και τα καπνομάγαζα αντηχούσαν από τα μεροκάματα μικρών και μεγάλων εργατών κάθε φύλου. Αλλά αυτές είναι ιστορίες μιας άλλης πόλης που δεν έχουν ειπωθεί ακόμη όσο θα έπρεπε…