Του Φοίβου Γκικόπουλου
Ο μάγειρας
Το συνάντησε ξανά εκείνο το πρωινό. Περπατούσε στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης, ευθυτενής και πεντακάθαρος, με ένα κάτασπρο φανελάκι, όπως πάντα. Ίσως να ήταν μάγειρας στο επάγγελμα. Σίγουρα θα ήταν μάγειρας, και σε καλό εστιατόριο, μάλλον. Μαζί του περπατούσαν κι άλλοι, άντρες και γυναίκες, και νέα παιδιά που έκαναν προπόνηση στον παρακείμενο Ναυτικό Όμιλο. Ανάμεσά τους ήταν συνταξιούχοι, καθηγητές, δικηγόροι και δημοσιογράφοι, υπάλληλοι, ή και απλοί άνθρωποι που έβγαζαν τα σκυλιά τους για τον πρωινό περίπατο. Με μια κυρία μάλιστα, μιας κάποιας ηλικίας, είχε αναπτύξει ένα είδος φιλίας, αν και δεν ήξερε καν το όνομά της, επειδή είχε ένα μικρό, μαύρο κοκεράκι που έμοιαζε με το δικό του, που είχε πεθάνει τρεις μήνες πριν από το θάνατο της μητέρας του.
Ο πατέρας του ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, στρατιωτικός στο επάγγελμα, από ένα χωριό έξω από την Τρίπολη. Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκε στα Γιάννενα όπου, πριν κηρυχτεί ο πόλεμος, είχε γνωρίσει και παντρευτεί τη γυναίκα του. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, βγήκαν μαζί στο βουνό, δίπλα στον Άρη, στον Σαράφη και τους άλλους. Αργότερα, αποστρατεύτηκε χωρίς τους βαθμούς του και βρέθηκε σχεδόν στην ψάθα, με μια γυναίκα κι ένα παιδί.
Η μητέρα του ήταν άλλος άνθρωπος. Από καλή οικογένεια, δεν ενέκρινε σχεδόν ποτέ τις διάφορες «νύφες» που κατά καιρούς της γνώριζε, γιατί δεν τις θεωρούσε αρκετά καλές γι’ αυτόν, μέχρι που κατάλαβε, με την τελευταία, από τη Θεσσαλονίκη, ότι δεν την έπαιρνε άλλο κι έδωσε την έγκρισή της.
Όταν πρωτογνωρίστηκαν με τη γυναίκα του, ένα βράδυ του Απρίλη σ’ ένα πιάνο μπαρ, στο Ντεπό, εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν γιο, κι εκείνος χωρισμένος με μια κόρη.
Κοιτάζοντας ξανά και ξανά τον τύπο με το κάτασπρο φανελάκι που περπατούσε στην παραλία, έστυβε το μυαλό του να θυμηθεί πού τον είχε συναντήσει ή με ποιον του έμοιαζε. Ξαφνικά μια λάμψη φώτισε το πρόσωπό του: με τον Νίλο. Ο Νίλο ήταν ένας εξαιρετικός μάγειρας, λιγότερο καθαρός από τον δικό του, και είχε ένα μικρό εστιατόριο-παντοπωλείο στην κεντρική πλατεία της Πίζας, την Piazza Garibaldi. Αν και φασίστας (κάτω από τον πάγκο έκρυβε φωτογραφίες του Μουσολίνι και τις έδειχνε με περηφάνια, όταν κανένας νοσταλγός ερχόταν στο μαγαζί) μάζευε στα τραπέζια διάφορους «ανήσυχους», αναρχικούς, αριστερούς και μη, τοπικούς και καμιά φορά και περαστικούς πελάτες. Η κουζίνα του ήταν πολύ καλή και τα κρασιά του σπάνια, από διάφορες περιοχές της Ιταλίας.
Στον Νίλο έτρωγες καλά, αλλά ήταν τσουχτερός στις τιμές. Για τον λόγο αυτό δεν πήγαινε συχνά παρά μόνο όταν έπαιρνε, αναδρομικά, το μισθό του από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, όπου εργαζόταν ως τεχνικός εργαστηρίου στο Ινστιτούτο της Φυσικής του Πανεπιστημίου. Μόλις έπαιρνε τα χρήματα, πλήρωνε πρώτα το καφενείο, όπου έπινε τον καφέ του το πρωί και τα ψωμάκια με το τυρί και το σαλάμι κάθε μεσημέρι. Στο καφενείο αυτό σύχναζαν εργάτες και τεχνικοί που είχαν απολυθεί από το εργοστάσιο υαλουργίας Saint Gobain, που είχε κλείσει και είχαν προσληφθεί στο εργαστήριο της Φυσικής.
Αρκετοί από αυτούς που δούλευαν εκεί, κι εκείνος ανάμεσά τους, είχαν μηνυθεί από την αστυνομία για απόπειρα εμπρησμού της Saint Gobain κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης συμπαράστασης στους απολυμένους. Είχαν σημειωθεί επεισόδια εκείνες τις ημέρες κι ολόκληρη η πόλη έβραζε. Οι συγκρούσεις ήταν βίαιες και θύμιζαν κάτι άλλες που είχαν γίνει τον περασμένο χρόνο, το 1968, όταν ο υμνητής της χούντας, ο γνωστός Κώστας Πλεύρης, είχε τολμήσει να οργανώσει, μαζί με το φασιστικό κόμμα Κοινωνικό Ιταλικό Κίνημα, μια εκδήλωση στη Φοιτητική Λέσχη με θέμα: Η Ελλάδα σήμερα. Επί τρεις ημέρες φοιτητές, εργάτες, και άλλοι πολίτες, ένωσαν τις δυνάμεις τους και απέτρεψαν την ομιλία του. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν ένας νεκρός και να καταστραφεί εντελώς η κεντρική αίθουσα της Φοιτητικής Λέσχης.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά από καιρό, αισθάνθηκε την ανάγκη να κοιτάξει μέσα του και ν’ αναλογιστεί τα χρόνια που πέρασε. Άρχισε τη δουλειά του στο Πανεπιστήμιο κι έψαξε τη νέα του πόλη, αυτός, ένας Αθηναίος μέτοικος. Ενσωματώθηκε εύκολα, αναζήτησε τη φροντίδα της και όλα τα χαρακτηριστικά της. Και κυρίως την «ψυχή» της.
Τελικά, έχουν ψυχή οι πόλεις; Κάτι που να τις κρατά μαζί μέσα στο χρόνο, στις δυσκολίες, στις αλλαγές, στις κακουχίες; Και αν την έχουν, ποια είναι η ψυχή μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη; Η παλιά παραλία, οι άναρχοι δρόμοι, οι άνθρωποι, η κάπως γραφειοκρατική, εκκλησιαστική, εργατική αταξία;
Και τι άλλο; Η Ροτόντα, ο Άγιος Δημήτριος, η Έκθεση, το Πανεπιστήμιο, τα Λουλουδάδικα, ή μήπως η μεγάλη βιομηχανία, που πρώτα μεγαλώνει και σιγά -σιγά αδυνατίζει μέχρι που σβήνει; Κι ακόμη η πρωτογενής παραγωγή, η τεχνολογική διασπορά, η οικονομία που τρέφεται με την οικονομία, η παραγωγή που παράγει παραγωγικότητα; Τέλος, η ιστορία, η περιπέτεια, η προλεταριακή οργάνωση, η Φεντερασιόν και ο Λαμπράκης;
Η Θεσσαλονίκη θέλει να είναι πρωτεύουσα των Βαλκανίων, πρωτεύουσα της βιοτεχνίας, πρωτεύουσα του κινηματογράφου, πρωτεύουσα του τραγουδιού, πρωτεύουσα του προλεταριάτου, πρωτεύουσα των συνδικαλιστικών αγώνων, πρωτεύουσα της πολυ-πολιτισμικότητας, αλλά δυστυχώς έχει χάσει όλα της τα βασίλεια. Είχε τα πάντα για να γίνει μια μητρόπολη, εκτός από ένα δημιουργικό πνεύμα που ενώνει με οριζόντιες και κάθετες γραμμές, που πολλαπλασιάζει και συνδυάζει. Είναι μια από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελλάδας, όπου υπάρχουν τα πάντα για να ζεις καλά, εκτός απ’ τη ζωή.
Η πλήξη της Θεσσαλονίκης, μια πλήξη δημιουργική, γλυκιά και ήρεμη, που μειώνει την απόσταση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ξεκινά από εδώ. Και από εδώ έρχεται ακόμη αυτή η περίεργη στοργικότητα του σαλονικιότικου χαρακτήρα, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «υπό-ρεαλισμό»: μια κουλτούρα στιβαρή και παραγωγική, αλλά ρέπουσα στο να βλέπει στους ανθρώπους και στη ζωή λιγότερα από τα υπάρχοντα πράγματα. Όχι λόγω προκατάληψης ή πίστης, αλλά έτσι, στα κλεφτά, για να ισοσκελίσει το λογαριασμό και να καλύψει το έλλειμμα.
Τελικά, ο τύπος με το άσπρο φανελάκι που περπατούσε στην Νέα Παραλία εκείνο το πρωινό, μπορεί και να μην ήταν μάγειρας.
* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ