Ανέμελη και μποέμισσα

 

Αν κατοικούσε κάπου η ψυχή της Πρέβεζας, νομίζω ότι ο τόπος αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το Σαϊτάν Παζάρ και τη μικρή τριγωνική πλατεία κάτω από τον πύργο του Αλεσάντρο Σεμιτέκολο, που κρατάει στις πλάτες του το μεγάλο ρολόι του Οσμάν Εφέντη και τις καμπάνες του Άι- Χαράλαμπου.

Από εκεί ξεκινά το Σαϊτάν Παζάρ κι αρχίζει να ανηφορίζει, ώσπου να συναντήσει το σπίτι όπου έζησε για τριάντα δύο μέρες στην Πρέβεζα του Μεσοπολέμου ο Κ. Καρυωτάκης, που άθελά του έγινε αποτροπαϊκό σύμβολο στο υπέρθυρο της ιστορίας της, ιδίως για όσους δεν την ξέρουν ή δεν θέλησαν ποτέ να τη μάθουν πραγματικά. Κι όμως, σ’ αυτό το καλντερίμι η εργατιά του λιμανιού γλεντούσε εκείνα τα χρόνια ακούγοντας δημοτικά τραγούδια με κλαρίνα, λαούτα και βιολιά από τις ορχήστρες των μουσικών καφενείων, μ’ έναν τρόπο αδιανόητο για όλους όσοι έχουν στο νου τους την Πρέβεζα σαν τη θλιβερή επαρχία της ιστορικής μνήμης.

Ακόμα και τώρα που τα όργανα σιώπησαν και οι οργανοπαίχτες έχουν φύγει για πάντα για τα πανηγύρια στα χωριά, μπορεί κανείς να επισκεφθεί το καφενείο που υπήρξε κάποτε έδρα του σωματείου των μουσικών, με πάνω από εκατό μέλη τη δεκαετία του ’50. Κι αν τύχει να ’ναι καλοκαίρι και ξαποστάσει ο επισκέπτης μπροστά από το καφενείο για ένα τσίπουρο κάτω από τους ίσκιους του καλντεριμιού, τότε η παλιά Πρέβεζα θα του μιλήσει με τα χρώματα και τις μοσχοβολιές της. Σαν το γιασεμί που φυτρώνει στον απέναντι ασβεστωμένο τοίχο μαζί με τον κισσό που γύρω του φτερουγίζουνε κάποιες φορές τα σπουργίτια σ’ έναν ξέφρενο χορό, διονυσιακό.

Έτσι είναι η ψυχή της πόλης. Ανέμελη και μποέμισσα. Και πώς θα μπορούσε, άραγε, να ήταν αλλιώς σ’ έναν τόπο με εξαιρετικά ήπιο χειμώνα, όπου αρκεί να απλώσει κανείς το χέρι του για να μαζέψει το φρούτο, το χορταρικό ή το όστρακο όλες τις εποχές του χρόνου; Μια μεγάλη ευκολία δηλαδή για ανθρώπους από γειτονικές ορεινές περιοχές που ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή, με περισσότερες ευκαιρίες για οικονομική και κοινωνική επιτυχία απ’ αυτές που τους πρόσφερε η κλειστή ηπειρώτικη κοινωνία και η φτώχεια της γειτονικής Λευκάδας.

Κι έτσι έγινε. Η Πρέβεζα τους έδωσε δουλειά, ψωμί και μια κοινωνία ανοιχτή, όντας ένα πέρασμα -όπως μαρτυρά και η σλάβικη ρίζα του ονόματός της- αλλά κι ένα καταφύγιο για όλους όσοι διέσχιζαν τα όριά της κυνηγημένοι, μια και υπήρξε επί αιώνες μια πόλη των συνόρων. Πάντοτε μετέωρη, ανάμεσα στην Ήπειρο και τα Επτάνησα, η Πρέβεζα υπήρξε διαχρονικά μια πόλη σε μετάβαση και χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν να την κατοικήσουν σε μια αργόσυρτη μεταβολή που κράτησε πολύ, αλλάζοντας την πληθυσμιακή της σύνθεση αρκετές φορές.

Σ’ αυτή τη συνεχή κίνηση πληθυσμού οφείλεται η ανεκτικότητα και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε πάντα την Πρέβεζα. Ένα χαρακτηριστικό που σε συνδυασμό με την εργατική παράδοση του λιμανιού της, εξηγεί την μεγάλη πολιτική επιρροή της αριστεράς στην πόλη, η οποία παραδοσιακά έπαιρνε το ένα τρίτο των ψήφων, έχοντας κατά καιρούς μεγάλες επιτυχίες στις δημοτικές εκλογές.

Η πόλη ήταν ανέκαθεν προσανατολισμένη στο λιμάνι της, το πρωταρχικό στοιχείο της ευημερίας της, που έκανε τον Μάρκο Βαμβακάρη να την παρομοιάσει με την Αμερική, όταν οι λιμενεργάτες του κόλλαγαν λίρες στα μαγαζιά της παραλίας. Όμως όταν τη δεκαετία του ’50 η ανάπτυξη των χερσαίων συγκοινωνιών υποβάθμισε τη σημασία του λιμανιού και τα καράβια της γραμμής έπαψαν να είναι ο βασικός τρόπος επικοινωνίας της Ηπείρου με τον έξω κόσμο, η Πρέβεζα άρχισε να θυμίζει τις ευτυχισμένες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο που σταδιακά άλλαζαν σχήμα και χάνονταν, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις.

Η παρακμή του λιμανιού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα σηματοδότησε τη μετατροπή της Πρέβεζας σε αγροτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, ενώ την ίδια περίοδο χάθηκαν τα ίχνη της παρουσίας των εθνικών κοινοτήτων που ζούσαν παλιότερα στην πόλη και πολλές από τις ιδιαιτερότητες του παραδοσιακού τρόπου ύπαρξής της.

Σ’ αυτήν την Πρέβεζα γεννήθηκα και μεγάλωσα. Στην πόλη του καημού για το λιμάνι που μαράζωνε. Στα χρόνια που το κέντρο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της πόλης απομακρυνόταν σταδιακά από τη θάλασσα. Όμως εγώ προς τα κει είχα πάντα το νου μου. Το χειμώνα να παρακολουθώ τα μεγάλα καράβια με την κόκκινη σημαία που φορτώνανε το γλυκό πορτοκάλι της Άρτας για το κλήριγκ και το καλοκαίρι τις ουρές των αυτοκινήτων που ξεφόρτωνε το πορθμείο από το αντικρινό Άκτιο και το ατέλειωτο πηγαινέλα του νυφοπάζαρου τα βράδια. Σχεδόν πάντα με το ποδήλατό μου, αν και η μεγαλύτερη χαρά μου ήταν το παϊτόνι, που μας πήγαινε οικογενειακώς για μπάνιο τις καλοκαιριάτικες Κυριακές, περνώντας από το λιμάνι.

Δίπλα στο λιμάνι, η αγορά. Εκεί πρωτοδούλεψα τα καλοκαίρια σαν μικρός για τα θελήματα στο φαρμακείο του Κανέλλου, που δεν υπάρχει πια, ανάμεσα στην κίνηση και τις μυρωδιές από τα μεγάλα μπακάλικα, τη γειτονική κλειστή Δημοτική Αγορά με τα χασάπικα και τα ψαράδικα και τις ταβέρνες που μύριζαν κρασί και σαρδέλα στα κάρβουνα. Πάντα έτοιμος να το σκάσω για λίγο και να χωθώ βιαστικά στο γειτονικό μπιλιαρδάδικο του Μαρκή, χωρίς να με πάρει χαμπάρι ο πατέρας. Και τα μεσημέρια γυρνούσα στο Τσαβαλοχώρι, κάτω από την ντάπια του Αγίου Ανδρέα που η τάφρος της, μια πραγματική ζούγκλα, ήταν η καλύτερη κρυψώνα για τα παιχνίδια της παρέας μου.

Έζησα την παιδική ζωή μου στα στενά δρομάκια ανάμεσα στην αγορά και στο Λιμάνι της Πρέβεζας. Κι έμεινα για πάντα εκεί. Ακόμα κι όταν η οικογένειά μου έφυγε για τη γη της επαγγελίας του αστικού διαμερίσματος, μακριά από τον ομφαλό της πόλης, ακόμα κι όταν ο ίδιος έφυγα για χρόνια μακριά. Και μένω ακόμα εκεί τις ώρες που θέλω ένα καταφύγιο ηρεμίας, μακριά από την ισοπεδωτική ομοιομορφία της χτισμένης άναρχα τις τελευταίες δεκαετίες νέας Πρέβεζας, αποζητώντας να νιώσω κάτι από την παλιά μποέμικη ψυχή της πόλης. Βέβαια, τώρα πια δεν συναντώ τον κόσμο του λιμανιού και της παλιάς αγοράς, αλλά νεολαία και φοιτητές που διασκεδάζουν με τον δικό τους τρόπο στα ταβερνάκια, μαζί με τα πληρώματα των ιστιοπλοϊκών που γεμίζουν το λιμάνι τα καλοκαίρια. Δεν παραπονιέμαι όμως. Όπως λέει κι ο Γιώργος Ιωάννου στη συλλογή διηγημάτων του Το δικό μας αίμα: «Κάθε εποχή είναι φορτισμένη με ορισμένη δύναμη και βρίσκει τον τρόπο να την ξοδέψει». Κι εγώ είμαι πάντα εκεί, γιατί η Πρέβεζα είναι το δικό μου αίμα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!