Πώς είναι δυνατό να πετύχουμε επιτέλους τη βαθύτερη συνεννόηση μεταξύ μας που θα οδηγήσει στο ξεκίνημα μιας αποφασιστικής, ολοένα και πιο σύνθετης, αντίδρασής μας;

 

Η Ελλάδα του 2017 περνά την απειλητικότερη και τη διαρκέστερη κρίση της ιστορίας της μετά τη μεταπολίτευση του 1974, η κατάσταση των κοινωνικών τάξεων – πλην της ολιγαρχικής – είναι δεινή, και όμως η εργατική Πρωτομαγιά γιορτάζεται χωριστικά, σε πέντε διαφορετικές συγκεντρώσεις. Πρόκειται για μια από τις ισχυρότερες εκφράσεις του γεγονότος ότι ο ελληνικός λαός είναι οδυνηρά διαιρεμένος σε μια περίοδο, κατά την οποία η ενότητά του είναι όσο και όπως ποτέ απαραίτητη, τόσο για την επιβίωση και τη σωτηρία του, όσο και για τη ριζική αλλαγή της πορείας του και, μακροπρόθεσμα, για την αναγέννησή του.

Γιατί δεν είμαστε ενωμένοι; Τι εμποδίζει την ενιαία αντίστασή μας – επάνω από τις διαφορές μας – στους δανειστές και δυνάστες μας; Πώς είναι δυνατό να πετύχουμε επιτέλους τη βαθύτερη συνεννόηση μεταξύ μας, η οποία θα οδηγήσει στο ξεκίνημα μιας αποφασιστικής, ολοένα και πιο σύνθετης αντίδρασής μας στην επίθεση που δεχόμαστε από τον κυνισμό και την κυριαρχικότητα των κύκλων (κρυφών και φανερών) του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου; Αισθάνομαι ότι οι ξένοι και οι εντόπιοι φορείς της συνείδησης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού πετυχαίνουν να μας κρατούν αδρανείς και χωρισμένους επειδή εκμεταλλεύονται την υπαρξιακή μας ολιγωρία, δηλαδή τη χαμένη(;) αυτοπεποίθησή μας. Το ερωτηματικό μέσα στην παρένθεση αντανακλά την όξυνση της πολιτικής εκκρεμότητας της φύσης μας, το εμφύλιο εμπόδιο στην αυτοκατάφαση και την ενότητά μας.

 

 

Το εθνικό μας προτέρημα, η διαύγεια και η δημιουργική ένταση της θέλησής μας για ελευθερία, υπονομεύεται – όπως τόσες και τόσες φορές – από το καταλυτικό μας μειονέκτημα, την αυτοαμφισβήτησή μας, την επίμονη τάση μας να μαχόμαστε τον εαυτό μας. Αυτή η υπονόμευση σαρώνει δυστυχώς, αδρανοποιώντας τες, τις γόνιμες δυνατότητες για ενότητα που είναι έτοιμες να ενεργοποιηθούν και να μας αναγεννήσουν στα άλλα, κρισιμότατα επίπεδα της συλλογικής μας ζωής: το ταξικό, το πολιτισμικό, το κοινωνικό, το θρησκευτικό, το αθλητικό, το επιστημονικό και, προπάντων, στο επίπεδο της βαθύτερης παιδείας μας.

Αυτή λοιπόν η υπονόμευση επιδρά καθοριστικά στην οριακή κρίση που περνάμε και μας επηρεάζει – ολοένα και περισσότερο – αντιθετικά. Από τη μια πλευρά, δρα υβριστικά. Μας κατευθύνει εναντίον του εαυτού μας, προκαλεί την αυτοαπαξίωση, τρέφει έναν αρνητικότατο εθνικό μηδενισμό, διασπείρει σε όλες τις τάξεις τον διεφθαρμένο υλισμό του καπιταλισμού, κολακεύει την παμπάλαια ασθένεια της δουλοπρέπειας και της εξάρτησης από τις ισχυρές, «ορθολογικές» ξένες εξουσίες, ενθαρρύνει την υποταγή στην αναλγησία και αποδεσμεύει μέσα στον ανταγωνισμό την κυριαρχική δύναμη του θανάτου, στρέφοντας αδιέξοδα τον Έλληνα και την Ελληνίδα εναντίον του Έλληνα και της Ελληνίδας. Και έτσι οι (γνωστοί και άγνωστοι) έξω δυνάστες και οι εγχώριοι σύμμαχοί τους ευημερούν: οι μεν αγοράζοντας πάμφθηνα και νομίμως εγκληματικά τον πλούτο της χώρας και εξευτελίζοντας με κάθε τρόπο τους πολίτες της – άντρες και γυναίκες˙ οι δε εκχωρώντας ιδιοτελώς τα αγαθά της Ελλάδας και πλήττοντας την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων της, με το μέσο του πιο περίτεχνου και του πιο αναιδούς ψεύδους.

 

 

Κι όμως, από την άλλη πλευρά, με έναν παράδοξο τρόπο, αυτή η υπονόμευση του θετικού εαυτού μας από τον αρνητικό, προ(σ)καλεί την υπαρξιακή μας δύναμη να επαναστατήσει τρέποντας την πολιτική της ορμή σε δραστικό άνοιγμα προς τον άλλο άνθρωπο, σε δυναμική ενότητας. Καθώς αφουγκράζομαι την εμπειρία μου, καθώς βιώνω την αγωνία μας, και τις στοχάζομαι, σχηματίζω την αίσθηση ότι μια τέτοια επαναστατικότητα, μέσα στην προσωρινή ανωνυμία της, προβληματίζει και κινητοποιεί έναν μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας, χωρίς ακόμα να φανερώνεται. Το πλήγμα που έχουμε υποστεί είναι ασυνήθιστα βαθύ, γι’ αυτό και η αναζήτηση της επικοινωνίας με τον (ακόμα άγνωστο) άλλον άνθρωπο σε αυτή τη χώρα, ο οποίος επίσης ανησυχεί και απροσδιόριστα ετοιμάζεται για αντίδραση, μένει τις περισσότερες φορές ανεκδήλωτη. Είναι όμως στη φύση μιας τέτοιας αναζήτησης, βαθιάς και δοκιμαζόμενης, να θέλει να εκφράσει την κρυμμένη αλήθεια της, την έντονη και δημιουργική αγανάκτησή της, την ορμητική της διαύγεια, το υπαρξιακό – πολιτικό ιδανικό της για μια άλλη, αυθεντική και επιτέλους ελεύθερη Ελλάδα, την αυθόρμητη κίνησή της προς τη δυνατότητα μιας ανοιχτής, διυποκειμενικής ενότητας, που είναι έτοιμη, ακόμη και προσκαλώντας τον απέναντί της, να πει «μέχρις εδώ!».

Τα φαινομενικά σιωπηλά, ασυνάντητα μεταξύ μας μέλη μιας τέτοιας ανεκδήλωτης ενότητας είμαστε περισσότερα από όσα νομίζουμε (το περίπου πενήντα τοις εκατό της αποχής στις εκλογές είναι μια ισχυρότατη ένδειξη). Έχοντας συνείδηση του δελεαστικού χαρακτήρα αλλά και της υψηλής δυσκολίας του εγχειρήματος που αφορά στην ουσιαστική, τη δημοκρατική ελευθερία της Ελλάδας και όντας ανοιχτοί προς όποιον επιθυμεί αποφασιστικά να συμπορευτεί, πιστεύω πως είναι στο χέρι μας να εκδηλώσουμε αυτή την πολύτιμη ετοιμότητα για ενότητα που μας συνέχει, μέσα στο πολιτικό παρόν ενός φωτεινού μέλλοντος, το οποίο δεν παύει να μας απευθύνεται.

 

* Ο Παναγιώτης Δόικος είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

Δείτε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα του Δρόμου με τίτλο :  Λαϊκή διαθεσιμότητα – όποιος την αγνοεί, θα πληρώσει…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!