Του Κώστα Λιβιεράτου
«Απέναντι στη γερμανική μουσική νομίζω πως πρέπει να διατηρεί κανείς κάθε είδους επιφυλάξεις. Αν υποτεθεί ότι κάποιος αγαπά τον Νότο όπως τον αγαπώ εγώ, σαν ένα μεγάλο σχολείο για την ανάρρωση του πνεύματος και των αισθήσεων, σαν μια απέραντη ηλιόφωτη πληρότητα και μεταμόρφωση, που απλώνεται πάνω σε μια ύπαρξη αυτεξούσια, σίγουρη για τον εαυτό της, τούτος θα μάθει να φυλάγεται κάπως από τη γερμανική μουσική, καθώς αυτή, χαλώντας του πάλι το γούστο, του χαλάει μαζί και την υγεία. Ένας τέτοιος Νότιος, όχι από καταγωγή αλλά από πίστη, εφόσον ονειρεύεται το μέλλον της μουσικής, πρέπει να ονειρεύεται επίσης μια λύτρωση της μουσικής από το βορρά και να έχει στ’ αφτιά του το πρελούδιο μιας πιο βαθιάς, πιο δυνατής, και ίσως πιο καταχθόνιας και μυστηριώδους μουσικής, μιας υπεργερμανικής μουσικής που δεν σβήνει, δεν κιτρινίζει, δεν χλομιάζει στη θέα της γαλάζιας φιλήδονης θάλασσας και της μεσόγειας ουράνιας λαμπρότητας, όπως κάνει κάθε γερμανική μουσική· μιας υπερευρωπαϊκής μουσικής που δικαιώνεται ακόμη κι απέναντι στα καστανά ηλιοβασιλέματα της ερήμου, που η ψυχή της συγγενεύει με το φοινικόδεντρο και ξέρει να περιδιαβαίνει με οικειότητα ανάμεσα σε μεγάλα όμορφα μοναχικά αρπακτικά… Θα μπορούσα να φανταστώ μια μουσική που η τόσο σπάνια μαγεία της θα συνίστατο στο ότι δεν θα ήξερε πια τίποτε για το καλό και το κακό, μόνο ίσως θα την διέτρεχε από καιρό σε καιρό μια κάποια νοσταλγία σαν εκείνη του ναυτικού, μια κάποια χρυσή σκιά και τρυφερή αδυναμία: μια τέχνη που θα έβλεπε να έρχονται από μεγάλη απόσταση για να καταφύγουν σ’ αυτήν τα χρώματα ενός σχεδόν ακατανόητου πλέον ηθικού κόσμου την ώρα της πτώσης του και που θα ήταν αρκετά φιλόξενη και βαθιά ώστε να υποδεχτεί τέτοιους όψιμους φυγάδες».
(Φρ. Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, 255, 1886)
Αυτός ο ωραίος, αν και «παράκαιρος» εκ πρώτης όψεως, αφορισμός του Νίτσε μας ενδιαφέρει σήμερα εδώ για πολλούς λόγους. Από τη μια, μάς καλεί απροσδόκητα να πάρουμε κάποια απόσταση από τη γερμανική μουσική, την οποία, όπως ξέρουμε, ο Νίτσε γνώριζε σε βάθος και είχε εξυμνήσει συγκεκριμένες εκφάνσεις της (όπως τα μουσικά δράματα του Βάγκνερ). Τούτη η μουσική παρουσιάζεται εδώ ικανή να χαλάει το γούστο και κατ’ επέκταση την υγεία του ανθρώπου, κι αυτό γιατί μετέχει σ’ έναν κόσμο, τον Βορρά, που αρρωσταίνει τις αισθήσεις και το πνεύμα, καθηλωμένος στις όλο και πιο ακατανόητες ηθικές εμμονές του. Όπως θα πει αλλού ο Νίτσε, η Γερμανία βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του κόσμου: «“Γερμανός” είναι ένα επιχείρημα, “η Γερμανία, η Γερμανία υπεράνω όλων” μια αρχή, οι Γερμανοί αντιπροσωπεύουν την “ηθική παγκόσμια τάξη” στην Ιστορία». Και αν «κάθε έγκλημα κατά του πολιτισμού εδώ και τέσσερις αιώνες βαραίνει τη συνείδησή τους» είναι επειδή «στέρησαν την Ευρώπη από τη σοβαρότητα, τη σημασία της τελευταίας μεγάλης εποχής, της εποχής της Αναγέννησης», καθώς ο Λούθηρος, «αυτός ο καλόγερος της συμφοράς, παλινόρθωσε την Εκκλησία και, κάτι που είναι χίλιες φορές χειρότερο, το χριστιανισμό, τη στιγμή της ήττας του» (Ιδού ο άνθρωπος, Η περίπτωση Βάγκνερ). Εννοείται ότι αυτή η σαρωτική κρίση δεν παραγνωρίζει τα τόσο σημαντικά γερμανικά πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα που ο Νίτσε σχολιάζει αλλού με μοναδική διεισδυτικότητα. Ανιχνεύει, ωστόσο, τις πολιτισμικές και αισθητικές συνέπειες της ηθικής, εντοπίζοντας στον προτεσταντισμό μια αφετηρία της διαδρομής που οδηγεί στην παρακμή της γερμανικής κουλτούρας.
Απέναντι σ’ αυτό τον κόσμο, ο αφορισμός 255 προβάλλει έναν άλλον, αυτόνομο, που μάλιστα επιδρά θεραπευτικά στις νοσηρές ροπές του πρώτου· είναι ο κόσμος του Νότου, φτιαγμένος πρώτα απ’ όλα από αρχέγονα στοιχεία: τη φιλήδονη θάλασσα, τον φωτεινό ουρανό κι έναν ολόλαμπρο ήλιο που μετουσιώνει την ύπαρξη. Μέσα απ’ αυτό το τοπίο, σε ψυχική συγγένεια με τις άγριες μορφές ζωής του (τα επιβλητικά φοινικόδεντρα, τα μεγάλα αρπακτικά), έρχεται το προανάκρουσμα μιας άλλης μουσικής, που υπερβαίνει τη γερμανική και την ευρωπαϊκή, αφού ανταποκρίνεται σε τούτο τον κόσμο αντί, όπως εκείνες, να ξεθωριάζει εμπρός του. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι μόνο φύση αλλά και τέχνη, κι ότι αυτή η τέχνη δεν είναι αυθαίρετη κατασκευή, αλλά κρατάει κάτι από τη φύση του. Χάρη ακριβώς στη φυσική, μαγική, σχεδόν διαβολική της δύναμη, η μουσική δείχνει πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από τις ηθικές επιταγές ενός παρακμασμένου βορρά. Γι’ αυτό και φέρει μέσα της την ουτοπία· όποιος την ονειρεύεται, δεν μπορεί παρά να ονειρευτεί τη λύτρωσή της -τη λύτρωση του Νότου ολόκληρου- από την επικυριαρχία του.
Αξίζει να προσεχτεί ότι αυτοί οι δύο κόσμοι δεν είναι στεγανά διαχωρισμένοι. Ο Νίτσε υποδεικνύει τους τρόπους και τα σημεία επαφής. «Νότιος», όπως λέει, μπορεί και να μην είναι κανείς από καταγωγή αλλά από πίστη, επειδή αγαπά το νότο και συνέρχεται εκεί από τις οδυνηρές συνέπειες του βόρειου πολιτισμού. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποιες κλειστές φυλετικές, εθνοτικές ή πολιτισμικές ομάδες αλλά για ταυτότητες που ανοίγουν σε εναλλακτικές επιλογές και διασταυρώσεις, κρατώντας μέσα τους ζωντανή την αναμέτρηση. Τέτοιες είναι, όπως λέει στον αμέσως προηγούμενο αφορισμό, η ατελής σύνθεση βορρά και νότου που απαντά στο ταμπεραμέντο των Γάλλων και η τελειότερη εκείνη που βρίσκεται πολύ πιο σπάνια σε κάποιους «γεννημένους μεσόγειους» ή «καλούς Ευρωπαίους», τόσο πολύπλευρους που δεν αρκούνται σε οποιονδήποτε πατριωτισμό παρά «ξέρουν να αγαπούν τον Νότο στον Βορρά και τον Βορρά στον Νότο» – αυτούς που για χάρη τους ανακάλυψε ο Μπιζέ με την Κάρμεν «ένα κομμάτι του Νότου της μουσικής» (254). Ακόμη και στο μελλοντικό όραμα μιας τέτοιας μουσικής, όπου η ουτοπία του Νότου θα θριάμβευε πάνω στον ηθικό ρεαλισμό του βορρά, τέτοιοι άνθρωποι, σαν όψιμοι φυγάδες θα έβρισκαν σ’ αυτήν ένα φιλόξενο καταφύγιο.
Πόσο ανεπίκαιρα, πόσο άτοπα είναι αλήθεια όλα αυτά; Τα ίδια σχήματα -Βορράς και Νότος, Ανατολή και Δύση, γερμανική Ευρώπη κι ευρωπαϊκή Ελλάδα, σκιά και φως- επανέρχονται κάθε τόσο στην κυκλοφορία με μεταλλαγμένους όρους, σωστά φαντάσματα και ομοιώματα του εαυτού τους. Έτσι κι αλλιώς, μετά από τόσες παγκόσμιες συρράξεις κι επαναστάσεις, τόσες χαμένες αυτοκρατορίες, αναμορφωμένες αποικίες και ανερχόμενες δυνάμεις, η Ευρώπη δεν είναι πια το κέντρο του κόσμου κι αυτό το είδος πολιτισμικής γεωγραφίας και φυσιογνωμικής των εθνών που ασκούσε με τόση μαεστρία ο Νίτσε φαντάζει πια ξεπερασμένο. Όμως το ζήτημα δεν είναι να διαλύσουμε τα είδωλα του παρελθόντος για να παραδοθούμε ανύποπτα στα σύγχρονα μοντέλα της οικονομίας, της πολιτικής και της επικοινωνίας, νομίζοντας πως έτσι αγγίζουμε «την πραγματικότητα». Καλύτερα θα ήταν (ακολουθώντας τον Νίτσε στον προοπτικισμό του) να αναδιοργανώσουμε όλα αυτά τα ομοιώματα για να τα ρίξουμε στη μάχη και (ριζοσπαστικοποιώντας τα πολιτικά και αισθητικά του περιεχόμενα) να ξανασχεδιάσουμε το θέατρο του πολέμου. Έτσι ο «γερμανικός» Βορράς βρίσκεται πάλι να εποφθαλμιά τον Νότο και να υπαγορεύει τους κανόνες, ο Νότος δεν παύει να δελεάζει και να σαγηνεύει το βορρά, όμως τη θέση εκείνων των εκλεκτών φυγάδων που ζητούσαν να λυτρωθούν από τη δυσφορία του πολιτισμού τους παίρνουν τώρα στίφη τουριστών σε προγραμματισμένες διακοπές. Μετά από τόσες αμφιταλαντεύσεις στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, τόσους αβέβαιους εξευρωπαϊσμούς και εκσυγχρονισμούς, τόσες ατελέσφορες αντιπαροχές, εκποιήσεις, χρέη και μνημόνια, κοντεύουμε πια να γίνουμε «βόρειοι» (όχι από καταγωγή αλλά από «πίστη»): έχουμε μάθει πάνω στο πετσί μας να ξεχωρίζουμε το καλό και το κακό κι έχουμε σωματοποιήσει τις ενοχές και τις αρρώστιες του πολιτισμού, χλομιάζουμε κι εμείς μπροστά στο απέραντο γαλάζιο και νιώθουμε αίφνης μια ανεξήγητη νοσταλγία για ό,τι αφήσαμε πίσω μας, σαν να ’μαστε φυγάδες στον ίδιο μας τον τόπο.
Τι απομένει, λοιπόν; Λίγα πράγματα. Μόνο ίσως να κοιταχτούμε ανάμεσά μας και να κοιτάξουμε μέσα μας· να ξαναβρούμε το χάρτη, να βάλουμε την πυξίδα και να πορευτούμε αντίδρομα, ακολουθώντας τον ψίθυρο μιας μελλούμενης λησμονημένης μουσικής. Έξω και μέσα, εδώ και τώρα, παντού και πάλι, ο Νότος μάς καλεί.