Κι όμως, η Κύπρος δεν κείται τόσο μακριά…
Του Μύρωνα Ξυδάκη
Τα όσα συντελούνται τους τελευταίους μήνες στο Κυπριακό, με αποκορύφωμα την πρόσφατη Διάσκεψη της Γενεύης, αποτελούν τομή στην έως τώρα προσπάθεια επιβολής των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών για την «εξεύρεση λύσης». Η τομή αυτή έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι δημιουργούνται τετελεσμένα προς την κατεύθυνση της οριστικής διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με λίγα λόγια βρισκόμαστε ενώπιον μιας συντελούμενης επίθεσης της οποίας οι συνέπειες μόνο καταστροφικές μπορούν να αποβούν τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, το ενδιαφέρον στην Ελλάδα για το Κυπριακό παραμένει περιορισμένο λες και πρόκειται για εξελίξεις που αφορούν μια χώρα πολύ πολύ μακρινή. Η ελληνική κοινωνία, σαν να έχει υποστεί μια συλλογική λοβοτομή, αδυνατεί να συναισθανθεί την κοινή μοίρα που τη συνδέει με τον κυπριακό λαό και στέκεται παθητικά απέναντι στα όσα κρίσιμα διαμείβονται και αποφασίζονται στις διάφορες συνδιασκέψεις του τελευταίου διαστήματος. Πώς να ερμηνευτεί αυτή η «λοβοτομή»;
Η αποξένωση μεταξύ των δυο λαών δεν συνιστά προϊόν αντικειμενικών και αναπόδραστων διαδικασιών, αλλά προέκυψε ως απόρροια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και καταστάσεων που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες.
Αρκεί να μελετήσει κάποιος την ιστορική πορεία του κυπριακού ζητήματος και θα διαπιστώσει πως η πολιτική της απόκλισης Ελλάδας-Κύπρου ήταν μια συστηματική υπόθεση που προωθήθηκε με ευθύνη πρωτίστως της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η εχθρική της στάση απέναντι στο ενωτικό κίνημα του κυπριακού λαού εκδηλώθηκε εν τη γενέσει του. Το 1931 η ελλαδική πλευρά καταγγέλλει μαζική εξέγερση των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην αποικιοκρατία και υπέρ της ένωσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις όχι μόνο αγνοούν το ενωτικό κίνημα που αναπτύσσεται στο νησί, αλλά και αρνούνται να συμπεριλάβουν την Κύπρο στον φάκελο με τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου. Η κυβέρνηση Πλαστήρα το 1950 αρνείται να παραλάβει τα πρακτικά του δημοψηφίσματος που είχε διενεργηθεί στην Κύπρο στις αρχές εκείνης της χρονιάς και βάσει του οποίου το 96% του ελληνικού πληθυσμού του νησιού τασσόταν υπέρ της ένωσης.
Σε αντίθεση με την ευθυγράμμιση των ελληνικών κυβερνήσεων με τις προσταγές πρώτα των Εγγλέζων και στη συνέχεια των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, την περίοδο 1953-1956 ξεκινά να αναπτύσσεται στην Ελλάδα ένα μαζικό κίνημα, το πρώτο μετά τον εμφύλιο, με κεντρική αιχμή τη συμπαράσταση στον αγώνα του κυπριακού λαού, δείγμα κι αυτό της συνείδησης των ακατάλυτων δεσμών που συνδέουν τους δύο λαούς. Πολύ γρήγορα το κίνημα αυτό, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η μαθητική και φοιτητική νεολαία της χώρας, αποκτά μια δική του δυναμική και θέτει ευρύτερα αντιιμπεριαλιστικά και αντισυστημικά αιτήματα.
Η αγγλική πολιτική στην Κύπρο δημιούργησε τεχνητά μεγάλες οξύτητες ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, ώστε το πρόβλημα από αντιαποικιακό να εμφανιστεί σαν ζήτημα ανάμεσα σε δύο κοινότητες. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου καταγράφουν και τις πιέσεις που ασκήθηκαν στην κυπριακή πλευρά. Χαρακτηριστική των πιέσεων αυτών ήταν η στάση του Κ. Καραμανλή ο οποίος είχε απειλήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο πως αν δεν αποδεχόταν την προτεινόμενη λύση (κολοβής ανεξαρτησίας), τότε η Ελλάδα θα άφηνε εντελώς μόνη της την ελληνοκυπριακή πλευρά. Από τότε εγκαταλείπεται το αίτημα της «ένωσης» και ο Μακάριος διαχειρίζεται την όποια ανεξαρτησία της Κύπρου προσπαθώντας να εξισορροπήσει ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα. Έτσι, από τη μία διατηρεί τις βρετανικές βάσεις στο νησί και από την άλλη προσεγγίζει την ΕΣΣΔ, ενώ παράλληλα συμμετέχει και στο «Κίνημα των Αδεσμεύτων».
Κι όλα αυτά χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει την «εθνική εστία» της Ελλάδας, καθώς του ήταν χρήσιμη για τις διάφορες εξισορροπήσεις. Οι Αμερικανοί όμως ήθελαν την Κύπρο ΝΑΤΟϊκό νησί, ιδιαίτερα για τους σχεδιασμούς τους στη Μέση Ανατολή. Ο Μακάριος έπρεπε να βγει από το παιχνίδι και έτσι χρησιμοποίησαν πρώτα τη χούντα της Αθήνας για να κάνει πραξικόπημα εναντίον του και μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή του μισού σχεδόν νησιού. Από τότε έχει μείνει σαν κατάλοιπο μια – με ακόμα πιο κολοβωμένη κυριαρχία – Κύπρος, που πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια ανοικτή εκδοχή προτεκτοράτου. Μετά τον πόλεμο του 1974 η κατάσταση γίνεται πιο σύνθετη λειτουργώντας στην εμβάθυνση της απόκλισης (και ενάντια στο λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα). Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά είναι ιδιαίτερα φοβισμένες (ότι θα χαθεί και το υπόλοιπο μισό), ψάχνουν συμβιβαστικές φόρμουλες και αναπτύσσεται ένας ενδοτισμός.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης, ότι όλα αυτά τα χρόνια έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό του νησιού μια δραστήρια μεταπρατική αστική τάξη που εκμεταλλεύεται το παιχνίδι ισορροπιών και κινούμενη μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων μπόρεσε να πλουτίσει.
Ο ενδοτισμός του ελληνικού αστισμού από τη μια και οι οικονομικές δραστηριότητες της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης από την άλλη, είναι λοιπόν που οδήγησαν, δημιούργησαν και τροφοδότησαν την αποκλίνουσα μεταξύ των δύο λαών πορεία.
Σημαντικότατες ευθύνες έχει και η αριστερά που επιδιώκοντας την ένταξή της στον επίσημο πολιτικό κορμό, ελλαδικό και κυπριακό, λειτούργησε ως ουρά της αστικής τάξης. Η όποια παρέμβασή της γίνεται με καθαρά ευκαιριακό και αποσπασματικό τρόπο, ενώ ο λόγος της κυριαρχείται από μια λογική «ρεαλισμού» και αποδοχής των τετελεσμένων που έχουν δημιουργηθεί παραβλέποντας έτσι το γεγονός της εισβολής, της κατοχής και του εποικισμού. Την ίδια στιγμή, βέβαια, δεν λείπουν και οι φωνές εκείνες που στο όνομα της παγκοσμιοποίησης και του κοσμοπολιτισμού φτάνουν στο σημείο να καταγγέλλουν σαν εθνικιστή και πολεμοκάπηλο όποιον ασκεί κριτική στις προτεινόμενες από τον ιμπεριαλισμό λύσεις.
Απέναντι σε αυτό το κλίμα αποξένωσης και μακαριότητας χρειάζεται να υπάρξει μια κίνηση που να θέτει στο επίκεντρο την ανάγκη επαναδελφοποίησης των λαών Ελλάδας και Κύπρου. Επαναδελφοποίηση γιατί ακριβώς μέχρι το 1974 υπήρχε η συνείδηση της κοινής εθνικής ταυτότητας, βασισμένης στα κοινά πολιτισμικά στοιχεία και σφυρηλατημένης μέσα από τους κοινούς ιστορικούς αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους ξένους δυνάστες.
Την ίδια στιγμή η επαναδελφοποίηση είναι αναγκαία όχι μόνο λόγω του κοινού παρελθόντος, αλλά και εξαιτίας της κοινής μοίρας που συνδέει τους δύο λαούς. Είναι, αν μη τι άλλο, στρουθοκαμηλισμός να μην βλέπει κανείς πως και οι δύο χώρες ευρισκόμενες σε δεινή οικονομική κατάσταση δέχονται πιέσεις ώστε να ευθυγραμμιστούν απόλυτα με την γεωπολιτική στρατηγική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, όπως επίσης είναι εθελοτυφλία να μην αντιλαμβάνεται κάποιος πως νομιμοποίηση της τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο θα ανοίξει τον δρόμο για ανάλογες διευθετήσεις και στην περιοχή του Αιγαίου και της Θράκης.
Έχουν γράψει για την Κύπρο
Ο Ναζίμ Χικμέτ
[…] Ο Χικμέτ απηύθυνε μήνυμα στους Τούρκους της Κύπρου, στο οποίο τονίζει ότι «η Κύπρος ήταν πάντοτε ελληνική». «Δεν υπάρχει», γράφει, «κανένα ζήτημα για την ελληνικότητα της νήσου. Η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι Έλληνες και δίκαια αγωνίζονται για την Ένωσιν της νήσου με την Ελλάδα». Απευθυνόμενος ειδικότερα στην τουρκική μειονότητα της Κύπρου, ο Τούρκος ποιητής τονίζει ότι «πρέπει να συνεργασθή με τους Έλληνες Κυπρίους για την απαλλαγή της νήσου από τον Αγγλικό ιμπεριαλισμό». «Μόνο», γράφει, «όταν η νήσος απαλλαγή από τους Άγγλους ιμπεριαλιστάς, οι Τούρκοι κάτοικοί της θα μπορέσουν να ζήσουν πραγματικά ελεύθεροι». […]
Αυγή φ.17/4/1955
Ο Γιώργος Σεφέρης
«…Τ’ απόγευμα είχα νέα από την Ελβετία… ο παιδί χειροτερεύει… οι γιατροί της Αθήνας έκαμαν ασυγχώρητες ανοησίες… Είναι απίστευτο τι στραβομάρες μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι κι επειδή πήραν μια φορά τον κατήφορο, να επιμένουν να κατρακυλήσουν ως τον πάτο. Τώρα δεν είναι απίστευτο να φέρουν το παιδί και εδώ (εντός των ημερών). Τους εδώ γιατρούς τους ξέρεις. Ο Θεός να βοηθήσει…»
Γιώργος Σεφέρης 9-2-1959
Ο Γ. Σεφέρης, όντας πρέσβης στο Λονδίνο και γνωρίζοντας πως η αλληλογραφία του παρακολουθείται λόγω της δηλωμένης διαφωνίας του με τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στο Κυπριακό, στέλνει στη γυναίκα του συνθηματικά όσες πληροφορίες είχε από τη Ζυρίχη σχετικά με τις εκεί ελληνοτουρκικές συνομιλίες. Το «παιδί» είναι η Κύπρος. Οι «γιατροί της Αθήνας» είναι ο Καραμανλής και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αβέρωφ. Οι «εδώ γιατροί» είναι οι Άγγλοι.