Φωτ.: Πολιτισμοί σε κίνδυνο… (φωτό Στ. Ελληνιάδη)

 

Για το 80% της ανθρωπότητας ο μεσαίωνας έληξε ξαφνικά στη δεκαετία του 1950 (Έρικ Χόμπσμπαουμ, Εποχή των Άκρων)

 

Το σίγουρο είναι ότι, χαρτογραφώντας τα ρεύματα των διανοουμένων στη μεταπολεμική και ιδίως τη μετασοβιετική εποχή, ισχυρή είναι η τάση αναθεώρησης της ιστορίας σε μία κατεύθυνση ανατροπής μιας κατά κάποιον τρόπο ισορροπίας των προσεγγίσεων που ίσχυε μέχρι τότε. Και δεν είναι τόσο η μείωση των υποστηρικτών της μιας άποψης, όσο η ευκολία και η μεθόδευση με την οποία η κοινωνία εξοικειώνεται με την άλλη άποψη. Ούτε αυτή η αναθεώρηση καλύπτει όλα τα επίμαχα ζητήματα, αλλά η επικράτησή της στα κύρια μέτωπα των αντιπαραθέσεων συσκοτίζει μερικά άλλα σημεία που δεν μπορούν ακόμα να αμφισβητηθούν και να αναθεωρηθούν, μπορούν, όμως, να περιοριστούν σε ένα κατώτερο επίπεδο προσοχής, να πάψουν να θεωρούνται σημαντικά και πρωτεύοντα.

Για παράδειγμα, ένα μεγάλο ζήτημα γύρω από το οποίο οι προσεγγίσεις και ερμηνείες συγκρούστηκαν είναι η Γαλλική Επανάσταση. Αλλά και για το ζήτημα του φασισμού αναπτύχθηκαν διάφορες ερμηνείες. Αντιθέτως, για το ζήτημα της αποικιοκρατίας, διατηρείται μια γενική συμφωνία για την καταστρεπτική της επίδραση σε όλο τον κόσμο, παραγνωρίζεται, όμως, ο αγώνας των λαών ενάντιά της. Επίσης, ένα άλλο επίμαχο ζήτημα αφορά την επανάσταση στη Ρωσία και τη φύση και το χαρακτήρα του σοβιετικού καθεστώτος. Η εκ νέου αποτίμησή του ξεκίνησε από το ρεύμα διαγραφής κάθε θετικού στοιχείου και συμπεράσματος που σχετίζεται με τα εγχειρήματα ή τις απόπειρες οικοδόμησης σοσιαλιστικών συστημάτων, για να φτάσει στις μέρες μας να αμφισβητείται ακόμα και η αξία της σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής του καπιταλιστικού συστήματος.

Είναι φανερό ότι μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και, ενισχυτικά, τη στροφή της Κίνας στη «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς», οι θιασώτες και οι συμπαθούντες των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών αναδιπλώθηκαν έως και παραιτήθηκαν από την υπεράσπιση αυτών των προτύπων, ενώ οι θιασώτες του καπιταλισμού ενθαρρύνθηκαν έως και αποθρασύνθηκαν φτάνοντας μέχρι του σημείου, δια στόματος Φράνσις Φουκουγιάμα, να διακηρύξουν ότι η ιστορία έφτασε στο τέλος της!

Η προσαρμογή της ιστορίας στις ιδεοληψίες και τις πολιτικές σκοπιμότητες των γραφέων της ξεπέρασε κι αυτή την προσάρτηση στο δημαγωγικό λόγο που με μεγάλη άνεση και χωρίς καν την προσπάθεια στοιχειώδους τεκμηρίωσης κάνουν συνήθως οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι των αστικών ΜΜΕ.

periptero-bookΤο βιβλίο του Enzo Traverso «Η Ιστορία ως Πεδίο Μάχης – Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ου αιώνα» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2016) καλύπτει ένα μεγαλύτερο και βαθύτερο πεδίο και είναι πάρα πολύ κατατοπιστικό  -με γνώση και μέθοδο- στην παρουσίαση των πιο σημαντικών ρευμάτων στη νεότερη ιστοριογραφία, τόσο στις συγκλίσεις όσο και στις αποκλίσεις τους. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν οι δικές του επισημάνσεις, παρατηρήσεις και σχολιασμοί, βάζοντας ένα καταληκτικό προβληματισμό ή ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα με μερικές αλήθειες που τείνουν να λησμονούνται, να μην υπολογίζονται ή να αντιστρέφονται από ορισμένους ερευνητές της ιστορίας.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

 

Για τον φασισμό

«Όλες οι αρχές που υποβαστάζουν τη νομοθεσία του Βισί ήταν εγγεγραμμένες στο πρόγραμμα του εθνικισμού από τη δεκαετία του 1980» (Ζέεβ Στέρνχελ, Ο αντι-διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο)

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, ο γαλλικός φασισμός γίνεται μαζικό πολιτικό φαινόμενο. Δεν εκπροσωπείται πια από μικρές ομάδες διανοουμένων, όπως ο κύκλος Προυντόν, αλλά από κόμματα που συγκεντρώνουν δεκάδες χιλιάδες μέλη, όπως το Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα του Ζακ Ντοριό και οι Πρασινοχίτωνες του Ανρί Ντορζέρ…

Ακολουθώντας τον Τζορτζ Μος, ο Εμίλιο Τζεντίλε παραμένει πεισμένος ότι ο φασισμός είχε ανάγκη, για να γεννηθεί, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την «αληθινή του μήτρα».

Ο Έρνστ Νόλτε θεωρεί τον φασισμό αρνητικό αντίγραφο του κομμουνισμού. Οι Μος, Στέρνχελ και Τζεντίλε υποτιμούν τον αντικομμουνισμό επειδή επιμένουν στην «επαναστατική» φύση του φασισμού. Όμως, ο αντικομμουνισμός διαμορφώνει τον φασισμό από την αρχή έως το τέλος της πορείας του. Πρόκειται για αγωνιστικό, επιθετικό, ριζοσπαστικό αντικομμουνισμό που δίνει νέο χαρακτήρα στον εθνικισμό και μεταμορφώνει την «πολιτειακή θρησκεία» του σε σταυροφορικό πόλεμο εναντίον του εχθρού.

Για τον Ερνστ Κασίρερ και τον Γκέοργκ Λούκατς ο ναζισμός ήταν η παροξυστική κατάληξη ενός μακρόχρονου ρεύματος αντίδρασης προς τη Γαλλική Επανάσταση… Ήταν το προϊόν μιας συνολικής διαδικασίας ιστορικής οπισθοδρόμησης: μια υποτροπή του πολιτισμού στην αρχέγονη βαρβαρότητα… Διαδικασία αποκαθήλωσης του Διαφωτισμού… Ηθική αρρώστια της Ευρώπης…

 

Εξαφάνιση του νοήματος της ιστορίας

Πώς μπορούμε να παραλείψουμε τη βία από τον ορισμό του φρανκισμού, γεννημένου κι αυτού με τη σειρά του από έναν εξαιρετικά φονικό εμφύλιο πόλεμο, που τον ακολούθησε μια δεκαετία συστηματικής καταστολής, σημαδεμένη από δεκάδες χιλιάδες εκτελέσεις, συχνά εξωδικαστικές, και από τη δημιουργία ενός πολύ εκτεταμένου συστήματος στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας;

Στο δημόσιο χώρο, όλη αυτή η εργασία διαλεύκανσης δεν εμπόδισε την εμφάνιση αναγνώσεων που τείνουν να εξαφανίσουν το νόημα της ιστορίας, μετατρέποντας μία σύγκρουση μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού –έτσι είχε γίνει αντιληπτός κι έτσι βιώθηκε ο ισπανικός εμφύλιος στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930- σε μια σειρά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Η Γερμανία έχει καταναλώσει πολλή ενέργεια για να οικειοποιηθεί τη μνήμη του ναζισμού και της Σοά (του Ολοκαυτώματος) – και άλλη τόση για να εξαλείψει τη μνήμη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (και, μαζί, του αντιφασισμού). (Σημ.: Κατεδάφισαν κτήρια, ακόμα και το Μέγαρο Δημοκρατίας, ενώ ανέδειξαν, συντήρησαν και ανακατασκεύασαν συναγωγές, νεκροταφεία, έχτισαν μουσεία για τα εβραϊκά θύματα κ.ά.)

Το καλοκαίρι του 2007, στο Τάλιν, την πρωτεύουσα της Εσθονίας, ξέσπασαν βίαιες αντιπαραθέσεις, όταν η ρώσικη μειονότητα αντιτάχτηκε στην κατεδάφιση ενός μνημείου αφιερωμένου στη μνήμη των σοβιετικών στρατιωτών που έπεσαν στις μάχες εναντίον των γερμανικών δυνάμεων μεταξύ 1941 και 1945… Στο μέρος αυτό της Ευρώπης, το παρελθόν αναθεωρείται σχεδόν αποκλειστικά κάτω από το πρίσμα του εθνικισμού και πολλά σημάδια υποδεικνύουν μία νέα εθνικοποίηση της συλλογικής μνήμης.

Στην Πολωνία, εμφανίστηκε το 1998 ένα «Ινστιτούτο εθνικής μνήμης», με στόχο να συντηρήσει τη μνήμη «των κομμουνιστικών και ναζιστικών εγκλημάτων που διαπράχτηκαν ενάντια στους Πολωνούς πολίτες κατά την περίοδο από την 1 Σεπτεμβρίου 1939 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1989». Θεωρώντας ταυτισμένη την ταύτιση και τη συνέχεια μεταξύ ναζιστικής κατοχής και σοβιετικής κυριαρχίας, το Ινστιτούτο τιμά την πολωνική ιστορία του 20ου αιώνα σαν μια μακριά ολοκληρωτική νύχτα και σαν ένα ενιαίο εθνικό μαρτύριο.

Μια ανάλογη θεώρηση της εθνικής ιστορίας  εμπνέει τον Οίκο του Τρόμου στη Βουδαπέστη, μουσείο που θέλει να εικονογραφήσει «τον αγώνα ενάντια στα δύο πιο θηριώδη συστήματα του 20ου αιώνα», αγώνα που ολοκληρώθηκε με «τη νίκη της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας».

Το Κοινοβούλιο του Κιέβου ψήφισε, το Νοέμβρη του 2006, ένα νόμο που χαρακτηρίζει «γενοκτονία του ουκρανικού λαού» την κολεκτιβοποίηση της υπαίθρου που αποφάσισε ο Στάλιν στις αρχές της δεκαετίας του 1930: μια πολιτική που εφαρμόστηκε σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση και που τα θύματά της δεν ήταν μόνο Ουκρανοί.

Καθώς αυτοπροβάλλονται σαν «θύματα», τα έθνη της Ανατολικής Ευρώπης αφήνουν ελάχιστο χώρο για την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. Εδώ, η μνήμη της Σοά δεν παίζει τον ίδιο ενοποιητικό ρόλο όπως στη Δύση. Γίνεται γνωστή σαν ένα είδος ανταγωνιστικής μνήμης, εμπόδιο για την πλήρη αναγνώριση των βασάνων που υπέστησαν διάφορες εθνικές κοινότητες στη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Οι μνημονικοί νόμοι –κάποτε με ποινικό χαρακτήρα- που εκδόθηκαν μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία σε πολλές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης –ως προς αυτό, ο αγγλοσαξονικός κόσμος παραμένει εξαίρεση- δείχνουν την ευρύτητα του φαινομένου.

 

Για την αποικιοκρατία

«Οι Ευρωπαίοι έγιναν γρήγορα οι καλύτεροι, όταν το ζήτημα ήταν να σκοτώσουν» (Κρίστοφερ Μπέιλι, Η γέννηση του νεότερου κόσμου 1780-1914)

Είτε αποδέχονται είτε όχι τη γενίκευση της χρήσης της έννοιας της γενοκτονίας, όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η αποικιοκρατία στάθηκε η ουσιαστική, άμεση ή έμμεση, αιτία των «φυσικών καταστροφών» που έπληξαν τον εξωευρωπαϊκό κόσμο κατά τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τους Οστερχάμελ και Ετεμάντ, οι μετακινήσεις πληθυσμών που συνδέονταν με την κατασκευή σιδηροδρόμων και φραγμάτων, η μαζική αστικοποίηση σε κακές συνθήκες υγιεινής, η διάδοση της ελονοσίας, της φυματίωσης, της δυσεντερίας και της ευλογιάς, ασθένειες που έφεραν οι Βρετανοί στην αποικιακή Ινδία, δηλαδή σε ολόκληρη τη νότια Ασία, σκότωσαν τουλάχιστον τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους.

Ο αλγερινός πληθυσμός μειώθηκε κατά το ένα τρίτο μετά τον πρώτο αποικιακό πόλεμο του στρατηγού Μπυζό. Στη μαύρη Αφρική, μεταξύ 1880 και 1920, η πτώση του πληθυσμού ήταν κατακόρυφη, από το ένα τρίτο ως το μισό ανάλογα με την περίπτωση. Μερικές φορές οι γενοκτονίες ήταν αποτέλεσμα μιας πολιτικής σχεδιασμένης εξολόθρευσης, όπως στην περίπτωση των Χερέρο, κάτω από γερμανική κυριαρχία στη σημερινή Ναμίμπια, ή μιας εξοντωτικής εκμετάλλευσης, όπως στις φυτείες καουτσούκ του βελγικού Κονγκό, που ήταν προσωπική περιουσία του βασιλιά Λεοπόλδου του Β΄.

Ανάλογοι ήταν οι αριθμοί και για τους ιθαγενείς πληθυσμούς της Αυστραλίας, όπου οι επιζώντες απόγονοί τους απέκτησαν την αυστραλιανή υπηκοότητα μόνο το 1967. Θα ήταν πράγματι πολύ δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς ότι το τεράστιο δημογραφικό παθητικό της Αφρικής και της Ινδίας (όχι μόνο της Τασμανίας ή της Νέας Γουινέας), κατά τον 19ο αιώνα, πρέπει να αποδοθεί στην αποικιοκρατία. Και δεν είναι άχρηστο να υπενθυμίσουμε ότι ο τελευταίος μεγάλος ευρωπαϊκός λιμός, η πείνα στην Ιρλανδία μεταξύ 1845 και 1849 (ένα εκατομμύριο νεκροί σε συνολικό πληθυσμό 8,5 εκατομμυρίων), συνέβη μέσα στο πλαίσιο μιας αποικιακής κυριαρχίας.

Στη Νότια Αφρική, από τον πόλεμο των Μπόερς αναδύονται οι πρώτες μορφές στρατοπέδων συγκέντρωσης, με συρματοπλέγματα και παραπήγματα για τον εγκλεισμό αμάχων. Αυτός ο μηχανισμός οργάνωσης και διαχείρισης της βίας έμελλε να ρίξει τη σκιά του σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Στην Κίνα, η εξέγερση των Μπόξερ καταστέλλεται από την πρώτη διεθνή επέμβαση των συνασπισμένων μεγάλων δυνάμεων (Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες και Ιαπωνία). Θα επακολουθήσουν κι άλλες τέτοιες εκστρατείες (τιμωρητικές, «ανθρωπιστικές», «ειρηνευτικές», κ.λπ.) Σύμφωνα με τον Μαρτσέλο Φλόρες, ο 20ος αιώνας είναι  η εποχή του οξιντενταλισμού, που βλέπει την επέκταση σε πλανητική κλίμακα του συστήματος των δυτικών αξιών, πολιτισμικών κωδίκων και προτύπων ζωής. Από την άποψη αυτή, ο 20ος αιώνας δεν πέθανε, έστω κι αν βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις.

 

Ρατσισμός αλά γαλλικά

Στη βόρεια Αφρική, η 8η Μαΐου 1945 θυμίζει τη σφαγή του Σετίφ, που έμελλε να επεκταθεί τις επόμενες μέρες στην Γκελμά και μετά σε όλη την περιοχή της Κωνσταντίνης. Οι πανηγυρισμοί για τη νίκη ενάντια στο ναζισμό προκάλεσαν ένα κύμα άγριας καταστολής από τις γαλλικές αποικιακές δυνάμεις, που τις στοίχειωνε ένα αυξανόμενο αίσθημα ανησυχίας και φόβου απέναντι στην άνοδο του αλγερινού εθνικισμού. Η άρνηση του κόσμου να αποσύρει τη σημαία του εθνικιστικού κινήματος στάθηκε αφετηρία μιας σειράς βιαιοτήτων που κατέληξαν σε μια νέα παρέλαση, κατά την οποία οι «ιθαγενείς» υποχρεώθηκαν να υποκλιθούν, σε ένδειξη υποταγής, μπροστά στη γαλλική σημαία.  Οι νεκροί ήταν ανάμεσα σε 20.000 και 40.000 (σύμφωνα με τις γαλλικές και σύμφωνα με τις αλγερινές πηγές, αντίστοιχα). Το Σετίφ στάθηκε αφετηρία ενός νέου κύκλου σφαγών στην Αλγερία και τις γαλλικές αποικίες, ιδίως στη Μαδαγασκάρη, όπου μια εξέγερση καταπνίγηκε με σκληρότητα το 1947.

Την ίδια στιγμή που οι ισχυροί του κόσμου γιόρταζαν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου 2005, ο αλγερινός πρόεδρος Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα ζητούσε επίσημα να αναγνωριστεί η σφαγή της Σετίφ, χαρακτήριζε «γενοκτονία» την αποικιοκρατία και διεκδικούσε επανορθώσεις από τη Γαλλία. Αυτή η επίσημη τοποθέτηση ήταν, επίσης, απάντηση στο θλιβερά διάσημο νόμο με τον οποίο, λίγους μήνες πρωτύτερα, η γαλλική εθνοσυνέλευση πρόβαλε το «θετικό ρόλο» της αποικιοκρατίας στη βόρεια Αφρική και τις Αντίλλες. Το κύμα των διαμαρτυριών που προκάλεσε αυτός ο νόμος –αφού είχε ψηφιστεί ανενδοίαστα από βουλευτές της Δεξιάς αλλά και της Αριστεράς- υποχρέωσε τον Ζακ Σιράκ, τότε πρόεδρο, να ζητήσει την κατάργηση των πιο αμφιλεγόμενων άρθρων του. Η αγανάκτηση μετριάστηκε έτσι, όμως αυτό το επεισόδιο έκανε ολοφάνερη μια ένταση που, ανεξάρτητα από τις γαλλοαλγερινές σχέσεις, διαπερνά τη γαλλική κοινωνία στο σύνολό της, καθώς αρκετές δεκαετίες μαύρης και μαγρεμπινής μετανάστευσης έχουν ενσταλάξει εντός της μια μετααποικιακή μνήμη…

Το 2007, ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δήλωνε μπροστά στο αποσβολωμένο κοινό του Πανεπιστημίου του Ντακάρ ότι «ο αφρικανός άνθρωπος δεν είχε μπει ακόμα στην ιστορία». Από τη στιγμή που η μνήμη της αποαποικιοποίησης εξαλείφεται, οι λαοί του Νότου στερούνται τη θέση των ιστορικών υποκειμένων…

Ανάμεσα στη μνήμη της δουλείας και τους εορτασμούς για την κατάργησή της, δεν απομένει πια χώρος για τη μνήμη των χειραφετησιακών αγώνων των ίδιων των σκλάβων, τη μνήμη του τρόπου με τον οποίο έγιναν πολιτικά υποκείμενα. Εκείνο που εξαφανίζεται είναι η ανάμνηση, στο δημόσιο λόγο όπως και στην ιστορική συνείδηση, μιας χειραφέτησης που καταχτήθηκε και δεν παραχωρήθηκε. Η Αϊτή είναι τόπος ανθρωπιστικών καταστροφών, «η φτωχότερη χώρα του δυτικού ημισφαιρίου», όχι το σύμβολο μιας νικηφόρας επανάστασης σκλάβων. Επιβάλλεται έτσι μια επαναποικιοποίηση του βλέμματος, που κάνει το Νότο του κόσμου τόπο μιας ανθρωπότητας που υποφέρει και περιμένει να σωθεί από τη δυτική φιλανθρωπία…

 

(Σύνθεση αποσπασμάτων από το βιβλίο του Enzo Traverso Η Ιστορία ως Πεδίο Μάχης)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!