Του Κωνσταντίνου Πουλή
Η αστυνομία, σε επιχείρηση που έκανε στην οδό Τσιμισκή, συνέλαβε παρανομούντα καστανά, ο οποίος πωλούσε κάστανα χωρίς άδεια και χωρίς ταμειακή μηχανή. Η σύλληψή του έγινε στο πλαίσιο των δράσεων της αστυνομίας για την πάταξη του παραεμπορίου. Όπως εξήγησε ο υπεύθυνος της αστυνομίας, με δεδομένο ότι η δράση έγινε σε μια στιγμή που θα υπήρχε κόσμος εκεί γύρω, διότι (τι ειρωνεία!) θα άναβαν τα λαμπάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, η αντίδραση του κόσμου ήταν αναμενόμενη, γι’ αυτό και χρειάστηκε μια σχετικά ενισχυμένη ομάδα αστυνομικών. Έχουν προηγηθεί άλλα δύο παρόμοια περιστατικά, ένας 92χρονος πουλούσε κάστανα χωρίς άδεια στα Τρίκαλα, όπου κατασχέθηκε και η φουφού, και μια 79χρονη γυναίκα πουλούσε μαϊντανό, σπανάκι, καρότα, λάχανα, σέσκουλα, αντίδια και παντζάρια στη λαϊκή χωρίς άδεια.
Κατ’ αρχάς κρατώ μια επιφύλαξη ως προς τα πραγματολογικά. Μπορεί πράγματι να επιβεβαιωθεί ότι ο καστανάς αυτός ήταν ζάπλουτος και χρυσαυγίτης. Γράφτηκαν και τα δύο, ακόμη και αναλύσεις για το πόσα χρήματα πρέπει να κέρδιζε για να φτάσει να χρωστάει τόσα πολλά στο ΤΕΒΕ και την εφορία. Η αλήθεια είναι πως μια ιστορία του τύπου «υπήρχε μια γριά που ζητιάνευε και βρήκαν στο στρώμα της χρυσές λίρες, αλλά εκείνη εξαπατούσε την κοινωνία φορώντας κουρέλια», είναι ένα κλασικό παραμύθι αποευαισθητοποίησης. Κρατώντας ωστόσο μια σχετική ανεξαρτησία ως προς τα πραγματολογικά, στρέφομαι σε αυτό που μου φαίνεται σημαντικότερο, δηλαδή πώς συζητούμε.
Στις δύο πλευρές που σχηματίζονται, η εχθρική προς τον καστανά δεν προέρχεται μόνο από την αφ’ υψηλού δημοσιογραφία του Σκάι (εσχάτως και της Αυγής, από υπερασπιστικό ζήλο προς την κυβέρνηση), προέρχεται και από τον ανθρώπινο τύπο του μικροαστού. Από τον άνθρωπο που έχει ίσως ένα μαγαζάκι, πληρώνει όσο μπορεί, και βδελύσσεται το λούμπεν στοιχείο που δεν ανταποκρίνεται στις νόμιμες υποχρεώσεις του, όπως αυτός. Ή πάντως, όσο λιγοστεύουν αυτοί οι άνθρωποι, εκεί ποντάρει η αστυνομική παρουσίαση της υπόθεσης.
* * * *
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το ανησυχητικό στοιχείο σε αυτή την ιστορία δεν είναι μόνο η αστυνομική βία, είναι η ίδια η τυπική νομιμότητα και οι αντιλήψεις που τη συνοδεύουν. Στέκομαι σε μερικά σημεία της ανεπίσημης ανακοίνωσης της αστυνομίας (πρόκειται για αναγραφή της Ομάδας Δίας στο Facebook): η ύπαρξη μεγαλύτερων παραβάσεων δεν δικαιολογεί τις μικρότερες, εξηγούν, και η δικαιοσύνη πρέπει να αποφασίζει και να δείχνει επιείκεια όπου χρειάζεται, όχι ο αστυνομικός.
Από νομική άποψη, η ύπαρξη πολύ βαρύτερων αδικημάτων δεν σημαίνει τίποτα. Η αστυνομία δεν υποχρεούται να ιεραρχεί κάθε μέρα τα παραπτώματα έτσι ώστε να μην ασχοληθεί με τα μικρά αν δεν λύσει τα μεγάλα. Κόβονται κλήσεις για παράνομη στάθμευση ενώ χαρίζονται χρέη σε καναλάρχες και κόμματα. Η δεύτερη διαπίστωση υπονοεί ότι ο Γιάννης Αγιάννης έφταιξε. Τον συμπονεί κανείς, δεν θέλει να τον βλέπει να υποφέρει, αλλά έφταιξε. Παρανόμησε, και η κλοπή είναι κλοπή. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι το έγκλημα τελέστηκε «από ανάγκη για άμεση χρήση ή κατανάλωση του αντικειμένου της κλοπής», όπως λέει ο ποινικός μας κώδικας, αλλά αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο τότε μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Ο αστυνομικός οφείλει να συλλάβει.
Ο κακόπιστος θα έλεγε ότι αυτού του τύπου η νομιμοφροσύνη είναι η νομιμοφροσύνη του Άιχμαν: η νομιμοφροσύνη του ανθρώπου που δεν θεώρησε σκόπιμο να αναρωτηθεί αν έπρεπε να κάνει αυτό που κάνει, γιατί νιώθει πως είναι ένα απλό γρανάζι σε μια μηχανή που δεν κατανοεί. Αν ρωτήσουμε πώς ζει κανείς έτσι, κάνοντας κάτι ηθικά αμφισβητούμενο και λέγοντας ότι το βάρος της απόφασης πέφτει ευτυχώς σε άλλους ώμους, υπάρχουν μάλλον δύο ενδεχόμενα. Το πρώτο είναι να πρόκειται για κοινή υποκρισία, όταν κανείς συμμερίζεται αυτές τις αξίες, αλλά δεν μπαίνει και στον (ψυχικό) κόπο να τις υπερασπιστεί. Το δεύτερο είναι όντως να ζορίζεται, στην οποία περίπτωση ένα άλλο επάγγελμα θα ήταν μια καλή λύση. Μάλιστα, για όποιον πιστεύει ότι το παραεμπόριο δεν δικαιολογείται ηθικά λόγω της κρίσης, τότε δεν ξέρω πώς δικαιολογείται ηθικά να ψωμίζεσαι κατάσχοντας φουφούδες.
Τέλος, και εδώ φτάνουμε στην απάντηση των απαντήσεων, αυτή που συνοψίζει όσα λέγονται παραπάνω, αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση ότι ο αστυνομικός οφείλει να επιβάλει αυτό που η συλλογική θέληση του λαού μας, εκφρασμένη μέσα από την νομοθετική διαδικασία των αντιπροσώπων του, έχει καταρτίσει.
* * * *
Εδώ βρίσκεται η πολιτική ουσία του θέματος. Με νόμο ψηφίστηκαν οι συμβάσεις για τα διόδια ή οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών. Τα μεγαλύτερα σκάνδαλα είναι τα νόμιμα, κατά τη γνωστή φράση. Οι νόμοι θεωρητικά εκφράζουν τη λαϊκή βούληση, η αποξένωση όμως των λαϊκών συμφερόντων από την τελική νομοπαρασκευαστική διαδικασία είναι τόσο παροιμιώδης, ώστε το να τη θεωρήσει κανείς αυτονόητη προκείμενη της συζήτησης συνιστά εθελοτυφλία.
Για να γίνει αυτό υπάρχει ένα σημείο που δεν πρέπει να αγνοηθεί, το οποίο είναι κεντρικής σημασίας για την επιβίωση του συστήματος. Αυτό είναι πως ο μικροαστός πρέπει να θεωρήσει την ανισότητα δεδομένη και αυτονόητη, το σύστημα τυπικά δίκαιο, και να ζητήσει τη διαιτησία αυτού του συστήματος για να λύσει την αθέτηση των τυπικών υποχρεώσεων.
Σε αυτή την οπτική, αυτό που κυρίως ξενίζει είναι όχι η αναλγησία, αλλά η τύφλωση μπροστά στην ίδια τη σπαρακτική ανισότητα. Μέσα στην κρίση, (προσοχή: κατά τη διάρκεια της κρίσης!) το 2011, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων στις ΗΠΑ έφτασε τους 1.210, έγιναν περισσότεροι από ποτέ, και ο συνολικός τους πλούτος αυξήθηκε από τα 3,5 τρισ. το 2007 στα 4,5 τρισ. το 2010. Ο ιδιοκτήτης των καταστημάτων Zara πρόσθεσε 18 δισ. δολάρια στην περιουσία του μέσα σε ένα χρόνο, μετά το 2011. Δεν είναι μόνο τα ελληνικά παραδείγματα δηλαδή, δεν πρόκειται μόνο για τους χορούς της Μυκόνου από τον άνθρωπο που ζημιώνει το δημόσιο με εκατομμύρια, ή για τα απλήρωτα χρέη των πολιτικών κομμάτων. Πρόκειται για μια ουσιαστική διαστροφή της πραγματικότητας: αυτός που βρίσκεται στο κάτω μέρος της πυραμίδας θεωρείται υπόλογος για τις δυσκολίες του. Η ίδια η ανισότητα όχι απλώς εμπεδώνεται ως φυσική κατάσταση, αλλά προκαλεί μια εχθρότητα προς τον αδύναμο. Ο Μπάουμαν, από το βιβλίο του οποίου προέρχονται τα στοιχεία (Πλούτος και ανισότητα, εκδ. οκτώ), παραθέτει τον μέγα πολέμιο της συμπόνιας, τον Νίτσε: η συμπόνια για τους ανίκανους είναι το μεγαλύτερο ελάττωμα.
Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να δίνει 450 ευρώ το μήνα στο ΤΕΒΕ, πουλώντας κάστανα. Αν δεν τα καταφέρει, δεν μπορεί να εργάζεται νόμιμα. Η συζήτηση για την ανισότητα είναι ο τρόπος που διαθέτουμε προκειμένου να μην εμπλεκόμαστε σε μια συζήτηση για το τι άνθρωπος είναι και δεν είναι ο κάθε παραβάτης. Που σημαίνει ότι ο αστυνομικός μπορεί να επικαλείται τον νόμο για να πει «μη με ρωτάτε παραπέρα, αυτή είναι η δουλειά μου», αλλά η δική μας δουλειά είναι άλλη: να ζητούμε όχι την εφαρμογή του νόμου, αλλά δικαιοσύνη.