Ένα εκθαμβωτικό παραμύθι πλεκτάνης από τον Νοτιοκορεάτη Παρκ Τσαν-Γουκ
Της Ιφιγένειας Καλαντζή *
Εμπλουτίζοντας με πρωτότυπη στυλιστική διάσταση το γκανγκστερικό είδος εδώ και μια δεκαπενταετία, με μια σοκαριστικά αιματοβαμμένη βία (Old Boy/2003), ο εξαιρετικά εικαστικός, διάσημος Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Παρκ Τσαν-Γουκ στράφηκε στον ερωτισμό των βαμπίρ ταινιών (Δίψα/2009).
Συνεχίζοντας μια γκόθικ ατμόσφαιρα στη νέα, βασισμένη σε μυθιστόρημα βικτωριανής εποχής, ερωτική ταινία του Η Υπηρέτρια, δημιουργεί ένα εκθαμβωτικό παραμύθι πλεκτάνης, μεταφερμένο στην υπό ιαπωνική κατοχή Κορέα του 1930, σ’ ένα άψογα εικαστικά κινηματογραφημένο σύμπαν.
Μια κλέφτρα Κορεάτισα, η Σουκ-Κι, προσεγγίζει ως υπηρέτρια τη Γιαπωνέζα Χιντέκο, μοναδική κληρονόμο αμύθητης περιουσίας, εξυπηρετώντας τα σχέδια ενός απατεώνα-κόμη. Η Σουκ-Κι, αναλαμβάνει στο τεράστιο εξοχικό αρχοντικό την αποκλειστική φροντίδα της άβγαλτης και άσπιλης Χιντέκο, σαν να πρόκειται για εύθραυστη πορσελάνινη κούκλα, την ερωτεύεται όμως παράφορα, δυσχεραίνοντας την αρχική συμφωνία.
Με βασικό σκηνικό την αριστοκρατική έπαυλη στη βροχερή εξοχή, αναπλάθεται μια ατμόσφαιρα Αγκάθα Κρίστι, με συνδυασμό πολιτισμικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων τόσο της ευρύτερης ασιατικής κουλτούρας, όσο και της αγγλοσαξονικής και γοτθικής λογοτεχνίας, με μια επιμελημένη χρωματική και ενδυματολογική αρμονία, αντίστοιχη της προραφαηλικής και συμβολιστικής εικονογραφίας, με χαρακτηριστικά διακοσμητικά μοτίβα σε ταπετσαρίες και υφάσματα.
Η βιβλιοθήκη ως στοιχείο που σηματοδοτεί τη γνώση, αλλά και η μαυρισμένη απ’ το μελάνι γλώσσα του καρικατουρίστικα δοσμένου θείου της κληρονόμου, συλλέκτη και πλαστογράφου σπάνιων βιβλίων ερωτικών εικονογραφήσεων, παραπέμπουν στο Όνομα του Ρόδου (Ζαν-Ζακ Ανό, 1986), ενώ το υπόγειο εργαστήρι, δοσμένο με πρασινωπούς φωτισμούς, αισθητικής κόμικς, παραπέμπει στον γερμανικό εξπρεσιονισμό που εκφράστηκε στον Φράνκεστάιν.
Η στυλιζαρισμένη ρομαντική αισθητική γιαπωνέζικων κινουμένων σχεδίων, με τα παρασυρμένα από τον άνεμο πέταλα μιας ανθισμένης κερασιάς, μπλέκουν με το εικονικό μοτίβο της κρεμασμένης στο δέντρο γυναίκας, συνθέτοντας πλήθος λεπτομερειών σ’ ένα συμβολικό γκόθικ σύμπαν λάγνου ερωτισμού.
Δυο χλομές λιπόσαρκες έφηβες ανακαλύπτουν την απόλαυση της σεξουαλικότητάς τους, κόντρα στην απαξίωση του γυναικείου ερωτισμού από την αντρική εξουσία, με μοναδικό όπλο τη διακόρευση. Στα όρια του σεξιστικού ανδροκρατούμενου κορεάτικου κατεστημένου, ο ερωτισμός της ταινίας διερευνά το θέμα-ταμπού της γυναικείας σεξουαλικότητας, μέσα από αντίστοιχα σεξιστικά χαρακτηριστικά άκρατου φετιχισμού.
Παίζοντας με τη διττή γυναικεία φύση, οι δυο σχεδόν πανομοιότυπες γυναίκες αποκαλύπτουν ότι η γυναικεία ψυχρότητα είναι συνέπεια καταπίεσης, με τον φλογερό ερωτισμό να εκδηλώνεται τη στιγμή που η αγάπη της μιας γεμίζει την άλλη.
Σκηνοθετικά, οι ερωτικοί εναγκαλισμοί απεικονίζονται συμμετρικά και αντικριστά στα πλάνα κάτοψης, ως συμπληρωματικά σχήματα στο κινηματογραφικό κάδρο, ενώ στα κοντινά πλάνα φετιχοποιείται η σταδιακή διαδικασία του ξεκουμπώματος.
Μόνιμος συνεργάτης του Παρκ Τσαν Γουκ, ο συνθέτης Γιο Γέονγκ Γουκ στην πρωτότυπη μουσική της Υπηρέτριας εισάγει εντυπωσιακή ενορχηστρωτική ποικιλία: γιαπωνέζικο ηχόχρωμα με παραδοσιακό φλάουτο σακουχάτσι, γοτθική ατμόσφαιρα μεσαιωνικών μελωδιών από άρπα, ρομαντισμό από κλασικίζουσες φόρμες στο πιάνο, συγκινησιακή φόρτιση από βιολί, στις ερωτικές περιπτύξεις, ρυθμικές εκλάμψεις από καστανιέτες, στην παιχνιδιάρικη διάσταση φετιχισμού.
Συνδυάζοντας πληθώρα ψυχαναλυτικών στοιχείων, σχετικών με τη σεξουαλική καταπίεση σε παιδική ηλικία, η χρήση κουδουνιστών μεταλλικών σφαιρών, αρχικά με τον τρόμο του πόνου για τιμωρία, καταλήγει στην πρόκληση ηδονής.
Η ανατροπή στηρίζεται με την ανακύκλωση προηγούμενων σκηνών της αφηγηματικής ροής, στη διαχωρισμένη σε τρία μέρη πλοκή, επιτρέποντας την ανάδειξη των γεγονότων από διαφορετική σκοπιά, σε αντιστοιχία με τις διαδοχικά αποτυπωμένες διαφορετικές εκδοχές αφήγησης στο Ρασομόν (Ακίρα Κουροσάβα,1950).
Ένθερμος θιασώτης των κινηματογραφικών αναφορών, ο σκηνοθέτης αρέσκεται να προκαλεί στην ταινία του, στα χνάρια των Χίτσκοκ και Μπονιουέλ. Η ταξική φετιχοποίηση της στολής της υπηρέτριας, όπως στο Ημερολόγιο μιας καμαριέρας (Μπονιουέλ, 1964), συνδιαλέγεται με τα γεμάτα συρτάρια, από γάντια κάθε χρώματος, θίγοντας την υποχονδριακή διάσταση φετιχιστικής πολυτέλειας της αριστοκρατίας, με αποκορύφωμα τον υγρό ήχο από το γλειφιτζούρι, απόλυτο σύμβολο της χαμένης αθωότητας, στη Λολίτα του Ναμπόκοφ.
Ο άλλοτε βίαιος Παρκ Τσαν-Γουκ τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τη γυναικεία σεξουαλικότητα, με ηδονοβλεπτική διάθεση ακολουθώντας και την ασιατική εικονογραφική παράδοση ενός πατριαρχικού ερωτισμού, στα όρια παιδεραστικής πορνογραφίας. Με αναφορές σε παλιότερες ερωτικές γιαπωνέζικες γκραβούρες, όπου γυναίκες συνουσιάζονται με χταπόδια, παίζει διαρκώς με τις ερωτικές φαντασιώσεις, μεταφέροντας έναν ερωτισμό τελετουργικής διάθεσης, μέσα απ’ τις σκανδαλιστικές ερωτικές περιγραφές τύπου Ντε Σαντ, στις δημόσιες ερεθιστικές αναγνώσεις της πρωταγωνίστριας, για να διεγείρει μια παρηκμασμένη αριστοκρατική ελίτ.
Επιδιώκοντας την πολιτισμική σύζευξη ιαπωνικής και κορεάτικης κουλτούρας σε μια αγγλοσαξωνική γκόθικ ατμόσφαιρα, η γεμάτη ερωτισμό ταινία του Παρκ Τσαν Γουκ, ακολουθώντας το παράδειγμα του Οσίμα αλλά και του Τζόζεφ Λόουζι (Ο Υπηρέτης/1963), μετουσιώνει την ερωτική όσμωση των δύο νεαρών γυναικών σε ένα ταξικό και εθνικό σχόλιο συμφιλίωσης Κορέας και Ιαπωνίας.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
info: Στην ταινία αυτή είχαμε αναφερθεί και στο τ. 313, τον Μάιο του 2016, στην ανταπόκριση από το Φεστιβάλ Καννών