Το έργο του ολόκληρο, απάντηση στην πολιτισμική κρίση της εποχής του

Της Γιούλης Ιεραπετριτάκη

 

«H λευτεριά δεν έρχεται όχι απόξω∙
μα δαίμονας, εντός μας και μας τρώει»
(Ν. Καζαντζάκη, Προμηθέας 197-198)

 

Ο Ν. Καζαντζάκης, χωρίς υπερβολή, είναι ο πλέον ασυμβίβαστος διανοούμενος της εποχής του. Με τον όρο «ασυμβίβαστος» εννοώ πως δεν προσχώρησε σε καμιά από τις υπάρχουσες θεωρίες. Αυτό και μόνο τον καθιστά ανεξάρτητο. Και αυτή την ανεξαρτησία πρέπει να την αναζητήσουμε στην έννοια της ελευθερίας. Με άλλα λόγια, ο ασυμβίβαστος είναι και ο μόνος ελεύθερος. Ελεύθερος είναι αυτός που βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Και ο Καζαντζάκης δεν κάνει τίποτα άλλο από το ν’ αναζητά με τη ματιά τού στοχαστή-ποιητή την αυθεντική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν.

Η περίπτωση Καζαντζάκη κοιταγμένη στο σύνολό της μας πείθει ότι πρόκειται για έναν καινοτόμο διανοητή που υποστήριξε όχι απλώς με το έργο του, αλλά κυρίως με τη στάση της προσωπικής του ζωής ότι η αληθινή φύση του ανθρώπου είναι ο αγώνας για την ελευθερία. Ολόκληρος άλλωστε ο στοχασμός του Καζαντζάκη αποπνέει πάθος για ελευθερία, για ψυχή, για περισσότερη γνώση γύρω από την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης κυρίως όμως της ανάγκης για ανάμνηση, για διάσωση εκείνων των ανθρώπινων αξιών, που παραγνωρισμένες και υποβαθμισμένες σε «μυθικούς σκελετούς», έμειναν έξω από το ρεύμα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

Τίποτα απ’ ό,τι έγραψε δεν αποτελεί ένα τυχαίο λυρικό ξέσπασμα μιας απομονωμένης συνείδησης.

Ό,τι έγραψε, ήταν η απάντηση στην πολιτισμική κρίση της εποχής του που οδήγησε τελικά την ανθρωπότητα στο φρικαλέο πρόσωπο του ναζισμού, στα κρεματόρια, στις γενοκτονίες που σήμερα, δυστυχώς, ξαναζούμε τη νεκρανάστασή τους.

Το κατεξοχήν περί ελευθερίας έργο είναι ο Καπετάν Μιχάλης που φέρει τον χαρακτηριστικό υπότιτλο Ελευθερία ή θάνατος. Το μυθιστόρημα γράφτηκε σε μια κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα, από το 1944 ως το 1951, μετά από ένα τραγικό εμφύλιο πόλεμο και αναφέρεται σε μια από τις τελευταίες εξεγέρσεις της Κρήτης, με στόχο την ενσωμάτωσή της με τον ελεύθερο μητρικό κορμό. Όμως τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων που εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν το Κρητικό ζήτημα ως πιόνι στη σκακιέρα των συμφερόντων, δεν συνέπιπταν με τους πόθους και τις ελπίδες των Κρητικών. Βλέπετε, οι Κρητικοί δεν πολεμούσαν απλά για την επιβίωσή τους. Εκείνο που κρινόταν από το λυσσαλέο αγώνα κατά του καταχτητή ήταν η επιβίωση ενός πολιτισμού που παρέμεινε ζωντανός παρά τους αιώνες δουλείας που υπέστη. Μα πάνω απ’ όλα, η επιβίωση ενός ξεχωριστού τρόπου να ζεις, να στοχάζεσαι, να υπάρχεις!

«Κι έτσι με το να γεννηθώ Κρητικός σε μια στιγμή που η Κρήτη μάχουνταν να λευτερωθεί ένιωσα πως στον κόσμο υπάρχει ένα αγαθό πιο πολύτιμο από τη ζωή, πιο γλυκό από την ευτυχία. Η λευτεριά. Αυτός είναι ο σπόρος. Από αυτόν φύτρωσε και κάρπισε ολόκληρο το δέντρο της ζωής μου».

Έτσι το πάθος για ελευθερία και ένωση θα οδηγήσει μια χούφτα φλογερών αγωνιστών της ανατολικής Κρήτης να κηρύξουν με ψήφισμά τους (6 Μαΐου 1889) την πολυπόθητη Ένωση με την Ελλάδα.

Φυσικά, η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη από την ευρωπαϊκή διπλωματία και την κυβέρνηση Τρικούπη. Όπως ήταν αναμενόμενο οι επαναστάτες αποκηρύχθηκαν και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής τους. Πάνω από 800 οπλαρχηγοί πρόκριτοι συνελήφθησαν κι άλλοι τόσοι φυγοδικούσαν στα Λασιθιώτικα βουνά, εκεί που από την εποχή της Βενετοκρατίας είχαν ξεκινήσει οι μεγάλες επαναστάσεις των Κρητών κατά της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Οι καταδίκες σε θάνατο περίμεναν όσους είχαν αναμειχθεί στο κίνημα αυτό, που θα σηματοδοτήσει μια από τις τραγικότερες περιόδους της κρητικής Ιστορίας και θα σφραγιστεί με ένα ακόμη λουτρό αίματος στο μεγάλο Κάστρο, το σημερινό Ηράκλειο. Ουδέποτε, αναφέρει ο ιστορικός Μουρέλλος, ο Κρητικός δεν είχε υποστεί τόσους εξευτελισμούς, τόσα δεινά και ουδέποτε μετάνιωσε τόσο, για το ότι τελικά είχε συμμορφωθεί στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, χωρίς να επιχειρήσει μια περισσότερο συντονισμένη πολεμική ενέργεια.

Αποκαλυπτικό για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων είναι το γεγονός ότι ενώ στάθηκαν αδιάφοροι για τις σφαγές του κρητικού λαού και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, θα θορυβηθούν μονάχα όταν θα χτυπηθούν Βρετανοί στρατιώτες στο Μεγάλο Κάστρο, κατά τη διάρκεια της μεγάλης σφαγής. Τότε και μόνο τότε η Ευρώπη θα πάρει αποφάσεις που θα οδηγήσουν, τελικά, την Κρήτη στην Αυτονομία.

 

Η πράξη και η θυσία

Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο που το τοποθετεί το επικό του μυθιστόρημα, έτσι όπως το βίωσε ο ίδιος. Σκοπός του, βέβαια, δεν είναι να διηγηθεί την ιστορική πραγματικότητα των κρητικών επαναστάσεων αλλά να εξυμνήσει το αγωνιστικό πνεύμα του κρητικού αγωνιστή, τη λαχτάρα του να ανέβει τον ανήφορο για να κατακτήσει το απόλυτο αγαθό. Την ελευθερία! Και βέβαια ο αγώνας απαιτεί επίπονες πράξεις και πάνω απ’ όλα τη θυσία! Όχι να βλέπεις πώς πηδά η φλόγα από γενιά σε γενιά, παρά να πηδάς να καίγεσαι κι εσύ μαζί της. Η πράξη είναι η πλατύτερη πόρτα της λύτρωσης.

Στον πρόλογο του βιβλίου εξομολογείται: «Όταν άρχισα να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη κρυφός μου στόχος ήταν τούτος, να σώσω ντύνοντάς το με λέξεις, το όραμα του κόσμου όπως το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης».

Έτσι θα ζωντανέψει στο χαρτί τον κατεξοχήν καζαντζακικό ήρωα, απόλυτα εναρμονισμένο με τη βιοθεωρία του συγγραφέα που παλεύει για να ξεκολλήσει από τη λάσπη της σκλαβιάς, αψηφώντας τις φωνές της λογικής που τον καλούν να υποκύψει, να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. «Μωρέ δεν το κουνώ από το πόστο μου δεν παραδίνω εγώ το βράχο απού κούρνιασα κι ας είναι η μάνα αδύνατη κι οι Φράγκοι μασκαράδες κι οι κρητικοί λίγοι. Δεν πα να κατέβει ο Θεός να μου πει παραδώσου, δεν παραδίνουμαι!».

“Προσπαθώ”, λέει ο Καζαντζάκης, «να δημιουργήσω ήρωες που τα ιδανικά τους να μην είναι ατομικά, να διαπνέονται από ψυχικές ανατάσεις που ν’ αναγγέλλουν καλύτερες εποχές. Συχνά εμβαθύνοντας στη μοίρα του ήρωα, σκέφτομαι την αμυγδαλιά που σκεπάζεται ολόκληρη με λουλούδια στη μέση του χειμώνα. Τ’ άλλα δέντρα γύρω της οι κομφορμιστές, οι συνετοί, οι λογικοί, κοροϊδεύουν την αθωότητά της, την τόλμη της και την βάζουν σε επιτήρηση. Μην ανθίζεις ανόητη. Θαρθεί το χιόνι και θα σε κάψει… Ας με κάψει απαντά η αμυγδαλιά και σκεπάζεται με ανθούς κάθε χειμώνα».

Μια καρδιά στη μέση του χιονιά είναι ο Καπετάν Μιχάλης. Τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής του ο ήρωας δεν τις παίρνει με το μυαλό αλλά με την καρδιά, πατώντας γερά στην παράδοση της Κρήτης. Το πάθος του για την ελευθερία του τόπου, το δίκαιο του αγώνα τον κάνει να αψηφά τις φρόνιμες συμβουλές που τον καλούν να παραδοθεί στον καταχτητή. Ακολουθώντας το βαθύ του χτυποκάρδι, χωρίς υπαρξιακά διλήμματα και διανοητικές σκέψεις, παίρνει το δρόμο για την ύστατη θυσία στα λημέρια της Σελένας του ηρωικού βουνού, αντικρίζοντας το θάνατο με κρητική ματιά. Ποια είναι αυτή; «Ν’ αντικρίζεις την Άβυσσο χωρίς φόβο κι ελπίδα. Όρθιος στην άκρα του γκρεμού». Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στον πυρήνα της ηρωικής και ανέλπιδης βιοθεωρίας που θα αλλάξει τη ζωή του και θα τον οδηγήσει στο απόγειο της τέχνης του.

 

Ο αγωνιζόμενος άνθρωπος

«Μια στιγμή τα χείλια του τα φρύδια του έπαιξαν. Κοίταξε γύρω τους συντρόφους κάτω την τουρκιά, πάνω τον ακατοίκητο ουρανό. Ελευθερία ή θάνατος μουρμούρισε κουνώντας άγρια την κεφάλα του. Ε, κακομοίρηδες Κρητικοί, ελευθερία και θάνατος. Ελευθερία και θάνατος! Αυτό είναι το αληθινό μπαϊράκι κάθε αγωνιστή. Ελευθερία και θάνατος».

Η πατρότητα της ύστατης θυσίας δεν του ανήκει, υπαγορεύεται από το αγωνιστικό πνεύμα του τόπου που ζωντανεύει μέσα από τα λόγια του πατέρα, του Καπετάν Σήφακα «και τη ζωή σου ακόμα να παρακαλείς να σου πάρει και να την παίρνει. Και συ να χαίρεσαι». Ο αγωνιζόμενος άνθρωπος στην καζαντζάκεια μεταφυσική της μνήμης δεν είναι ποτέ μόνος, κουβαλά μέσα του τους πρόγονους, για να τελειώσει το έργο τους και να τους δικαιώσει στην Ιστορία.

«Οι νεκροί σου δεν κείτονται στο χώμα. Γενήκαν ιδέες και πάθη κι ορίζουν τη βουλή και την πράξη». (Ασκητική, σελ. 34-35)

«Τρόμος με κυριεύει ν’ ακούω το σπλάχνο μου. Το φοβερό φορτίο που κουβαλώ μουγκρίζει».

Μάλιστα, μια τελετουργία στον τάφο του παππού του, που κάνει ο πατέρας του για να αναγγείλει την απελευθέρωση της Κρήτης (Αναφορά στον Γκρέκο) επιτελεί τη σύνδεση της τωρινής ύπαρξης με το απώτατο παρελθόν. «Τίποτα, λοιπόν, δεν πεθαίνει; Όσο εμείς ζούμε, όλες οι προανθρώπινες νύχτες και τα προανθρώπινα φεγγάρια κι οι πείνες κι οι δίψες οι προαιώνιες θα ζουν, θα πεινούν, θα διψούν και θα βασανίζονται μαζί μας». (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 28-29)

 

Διαχρονικός αγώνας

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης γοητεύεται με ό,τι πέτυχε στο επικό του μυθιστόρημα. Σε γράμμα του, ένα μήνα πριν ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του, γράφει. «Ξαναζώ παλιές, μυθολογικές πια στιγμές, για ένα προκατακλυσμιαίο ανθρωπολόι, που χάθηκε. Πρώτη μου φορά μούδωκε γράψιμο τόση χαρά». Παράλληλα, παροτρύνει τους συμπατριώτες του να καταγράψουν ό,τι θυμούνται απ’ τα παλιά: «Όταν συλλογίζουμαι πως όλα τούτα θα χαθούν όταν χαθούμε, νιώθω μεγάλο βάρος στη συνείδησή μου. Πρέπει να βιαστούμε φίλε, να σώσουμε ό,τι μπορούμε».

Χαίρεται γιατί μέσα από τον αγώνα του κρητικού λαού για λευτεριά πέτυχε να καθρεφτίσει περίτεχνα τον αγώνα του διαχρονικού ανθρώπου για το ύψιστο αυτό αγαθό. Έτσι, λοιπόν, ο Κρητικός αγωνιστής δουλεύοντας για τη δική του λευτεριά στο στενό δικό του τόπο συμβάλλει στον ασταμάτητο αγώνα του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, συμμετέχει στον ακατάλυτο ρυθμό που μάχεται για ελευθερία, δηλαδή για αθανασία αφού η έννοια της ελευθερίας για τον Καζαντζάκη είναι ταυτόσημη με την αθανασία, μια και η ζωή δεν είναι παρά το μέσον για την επίτευξη της ελευθερίας. Όλη η συγκρότηση του ελληνικού τρόπου έχει ως εναρκτήρια προϋπόθεση και καταληκτική προοπτική την ελευθερία η οποία είναι μια άλλη λέξη για την αθανασία, τη θέωση. Με τον αγώνα η πρόσκαιρη ζωή γίνεται αθάνατη!

«Ξέρω τώρα δεν ελπίζω τίποτα δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από τον νου την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία!».

Δυο χρόνια πριν πεθάνει, το 1955, στην τελευταία του συνέντευξη στη γαλλική τηλεόραση, δηλώνει: «Όχι, το μυθιστόρημά μου δεν είναι μυθικό. Ο ήρωας του βιβλίου μου υπήρξε. Στην Κρήτη υπήρξε ανέκαθεν μια σειρά ηρώων που πέθαναν για την ελευθερία. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι η συμπύκνωση των πόθων και των ελπίδων ενός ολόκληρου λαού και ταυτόχρονα διαχρονικό σύμβολο του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Κανείς μύθος, τίποτε το μυθιστορηματικό. Μύθος και πραγματικότητα εδώ γίνονται ένα σώμα. Άλλωστε οι ήρωες στην Ελλάδα είναι τόσο ζωντανοί ανάμεσά μας, που ένας συγγραφέας δεν έχει παρά να σκύψει στη μνήμη του και στην ελληνική πραγματικότητα, για ν’ αντλήσει θέματα».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!