Η κατάρρευση του μετα-αποικιακού κόσμου και τα τεράστια πειραματικά εργαστήρια

Του Σωτήρη Ρούσσου*

 

Πολλά πράγματα στην πολιτική αφήγηση ξεκινούν από ένα θεμελιώδες ψέμα ή, αν θέλουμε να είμαστε πιο κομψοί στις εκφράσεις μας, μια θεμελιώδη ανακρίβεια. Έτσι λοιπόν και η πολιτική αντιμετώπιση της σημερινής προσφυγικής κρίσης όπως αποκαλείται, ξεκινά από τη μεγάλη ανακρίβεια ότι αυτή η προσφυγική/μεταναστευτική ροή είναι πρωτοφανής και πρωτόγνωρη στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης ή τουλάχιστον στις τελευταίες δεκαετίες. Ήδη, όμως, το 1990 περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι από την πρώην Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη εγκατέλειπαν τις εστίες τους και γίνονταν οικονομικοί μετανάστες/στριες στη Δυτική και Νότια Ευρώπη. Μόνο από τον πόλεμο στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη και μόνο το 1996, είχαμε πάνω από ένα εκατομμύριο και πλέον πρόσφυγες, και από τις συρράξεις στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης περίπου μισό εκατομμύριο πρόσφυγες την ίδια χρονιά. Ένα σύνολο 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων, που ξεπερνά κατά πολύ τον όγκο του συριακού προσφυγικού ρεύματος, αναζητούσε ένα καλύτερο μέλλον στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μεταναστευτικά και προσφυγικά αυτά ρεύματα αντιμετωπίστηκαν με αύξηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού και με ανάδυση στο προσκήνιο νεοφασιστικών οργανώσεων και την ενίσχυση του εθνικιστικού λόγου ανοικτού ή κεκαλυμμένου σε κόμματα και οργανώσεις του πολιτικού status quo. Όμως δεν παρατηρήθηκε ο πανικός τόσο σε υψηλά όργανα της Ε.Ε. όσο και στις ιθύνουσες ελίτ των ηγετικών κρατών, όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Τι είναι λοιπόν αυτό που άλλαξε και πώς σχετίζεται με τη στρατηγική της Ε.Ε. έναντι των δύο περιοχών, με τον χαρακτήρα της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, με την ιστορική αποικιοκρατική σχέση της Ευρώπης με την Μέση Ανατολή και, τέλος, με τον χαρακτήρα των ίδιων των ιθυνουσών ελίτ και του κράτους στην Ευρώπη.

 

Αποικιακή αρχιτεκτονική

Η Ανατολική Μεσόγειος ήταν πάντοτε για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις ιθύνουσες ελίτ της μια προβληματική περιοχή που θα έπρεπε από τη μια πλευρά να διατηρείται σταθερή, δηλαδή χωρίς σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις και ενδοκρατικές εξεγέρσεις, αλλά την ίδια στιγμή να μην δημιουργούνται συνθήκες ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στην ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική δομή. Αυτό αποτυπώνεται με ευκρίνεια αν συγκριθούν οι πολιτικές γειτονίες προς τα Δυτικά Βαλκάνια και τη Νότια Μεσόγειο.

Παρά τη ρητορική για τις δημογραφικές και κυρίως τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ της Νότιας και Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου και της Ε.Ε. η οικονομική βοήθεια την περίοδο 2000-2006 ήταν 31 ευρώ ανά κάτοικο για τα Δυτ. Βαλκάνια έναντι μόνο 4 ευρώ ανά κάτοικο για την Νότια Μεσόγειο. Αν αναλογιστούμε τη δημογραφική ανισορροπία μεταξύ Ε.Ε. και Νότιας Μεσογείου, όπου το 60% του πληθυσμού είναι κάτω από 30 ετών, γίνεται σαφές πόσο κούφια λόγια ήταν οι υποσχέσεις σύγκλισης στις στρατηγικές γειτονίας της Ε.Ε. προς την Ανατολική και Νότια Μεσόγειο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλησε δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων και κυρώσεων ανάλογο με αυτό που εφάρμοσε στην προσέγγιση των χωρών της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση του σοβιετικού συνασπισμού. Κάθε φορά που υπήρχαν ζητήματα προάσπισης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων στις χώρες της Μέσης Ανατολής, η Ε.Ε. θεωρούσε ότι η υποστήριξή τους θα υπονόμευε την θέση των αυταρχικών καθεστώτων. Ακόμη και νεο-φιλελεύθερες παρεμβάσεις του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου δεν προχωρούσαν αν δεν συμβάδιζαν με τη σταθερότητα των καθεστωτικών ελίτ.

Τελικά είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι δεν υπήρξε ευρωπαϊκή στρατηγική γειτονίας για τη Μέση Ανατολή. Ήταν η στρατηγική της ακύρωσης κάθε προσδοκίας πιθανής ένταξης στις ευρωπαϊκές οικονομικές και κοινωνικές δομές των κρατών και των κοινωνιών της Μεσογείου και της Μέση Ανατολής. Παρά το γεγονός ότι, για παράδειγμα, το Μαρόκο πληρούσε τα οικονομικά, κοινωνικά ακόμη και πολιτικά κριτήρια εξίσου ή ίσως και περισσότερο από χώρες όπως η Βουλγαρία ή η Εσθονία η ένταξή του στις ευρωπαϊκές δομές θεωρείται αδιανόητη για τις ιθύνουσες ελίτ των ηγετικών ευρωπαϊκών κρατών και τη γραφειοκρατία της Ε.Ε. Άλλωστε, η αποικιοκρατική λογική των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών δεν μπορούσε να χωρέσει πιθανή ένταξη νοτιο-μεσογειακών χωρών στη λέσχη της Ε.Ε. αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με τις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες και έτσι το μέγα κίνητρο των ανατολικο-ευρωπαϊκών κρατών να εισέλθουν στην Ε.Ε. δεν ίσχυε στην περίπτωση της νότιας και ανατολικής Μεσογείου (ακόμη και για την Τουρκία). Η αποικιακή αρχιτεκτονική της Μέσης Ανατολής φαινόταν αρκετά σταθερή παρά τις όποιες επιμέρους συγκρούσεις ώστε να μην παρίσταται ανάγκη για ένα σχέδιο περιφερειακής συνεργασίας.

 

Εσωτερική έκρηξη

Αλλά ακόμη και οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι ανεξαρτήτως τοποθέτησης απέφυγαν να αναμετρηθούν με τις πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες της Νότιας Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Συνήθως φιλοξενούν και συνδιαλέγονται με Άραβες κοσμικούς διανοούμενους, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια των δυτικών ακροατηρίων αλλά βρίσκονται μπροστά σε «άδεια καθίσματα» όταν επιστρέφουν την χώρα τους. Απέφυγαν να συνομιλήσουν με το πολιτικό και κοινωνικό Ισλάμ. Τα περισσότερα ερευνητικά προγράμματα της Ε.Ε. σχετικά με τη Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο βρίσκονταν σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τη στρατηγική των ιθυνόντων ελίτ των ηγετικών κρατών.

Τόσο οι ιθύνουσες ελίτ όσο και η διανόηση υποτίμησαν τον ρόλο των μουσουλμανικών κοινοτήτων στη διαμόρφωση της σχέσης Ευρώπης και μουσουλμανικού κόσμου. Είτε ενσωματωμένοι στο πολιτικό-κοινωνικό σύστημα των ευρωπαϊκών κρατών είτε παραμένοντας εκτός αυτού, οι Ευρωπαίοι Μουσουλμάνοι αναδεικνύονται όλο και περισσότερο σε παράγοντες διαμόρφωσης αυτών των σχέσεων. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τον μουσουλμανικό κόσμο επηρεάζουν ως πολλαπλασιαστική δύναμη το βαθμό ριζοσπαστικοποίησης των κοινοτήτων ή ακόμα και το βαθμό της ενσωμάτωσής τους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες αλλά και την ένταξη των κοινοτήτων αυτών στις μεσανατολικές εξελίξεις.

Οι ηγετικές ευρωπαϊκές δυνάμεις έρχονται αντιμέτωπες με τη σοβαρή κρίση του τύπου κράτους που επέλεξαν να στηρίξουν και να οικοδομήσουν στη Μέση Ανατολή. Σήμερα το μετα-αποικιοκρατικό σύστημα κρατών στην Μέση Ανατολή φαίνεται να καταρρέει από μια εσωτερική έκρηξη, με την πλήρη κρατική κατάρρευση τόσο της Συρίας όσο και του Ιράκ.

Σε αυτή την κατάρρευση θα πρέπει να προστεθεί η παγκόσμια απορρύθμιση που επιφέρει η κυριαρχία της οικονομίας έναντι της πολιτικής. Όπως σοφά αναφέρει ο Ντέγκο Φουσάρο, στην κυριαρχία της αγοράς «το κεφάλαιο πρέπει να εξουδετερώσει οποιαδήποτε πολιτική εξουσία ικανή να του θέσει φραγμούς έτσι ώστε ο παγερός συσχετισμός δύναμης να επιβληθεί χωρίς όρια, με τη μορφή μιας αποπολιτικοποιημένης τάξης πραγμάτων» και η απορρύθμιση εκπροσωπεί τον κώδικα αποκρυπτογράφησης αυτής της διαδικασίας. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν η ενσωμάτωση της Ανατολικής Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά και η συνακόλουθη κοινωνική αποδιάρθρωση που οδήγησε στα εκατομμύρια των μεταναστών. Τότε η μαζική μετανάστευση και η βίαιη απορρύθμιση συνδυαζόταν με τη μεγάλη πολιτική νίκη των δυτικο-ευρωπαϊκών ιθυνουσών ελίτ επί του σοβιετικού στρατοπέδου. Σήμερα, τα υβριδικά κράτη, τα κράτη με εύπλαστη ή αυξομειούμενη κυριαρχία (mobile sovereignty), όπως το «Ισλαμικό κράτος» και οι νεο-μεσαιωνικές μορφές πολιτικής κυριαρχίας αποτελούν νέους πειραματισμούς στην εποχή της απορρύθμισης.

 

Τεράστια πειραματικά εργαστήρια

Η Ευρώπη, λοιπόν, δεν βρίσκεται μπροστά σε ένα πρωτόγνωρο προσφυγικό/μεταναστευτικό ρεύμα. Βρίσκεται μπροστά σε έναν μετα-αποικιακό κόσμο που καταρρέει και αντικαθίσταται από τεράστια πειραματικά εργαστήρια για την απορρύθμιση και των τεσσάρων κυριαρχιών του σύγχρονου κράτους: της βεστφαλιανής κυριαρχίας (δηλαδή της μη επέμβασης στα εσωτερικά των κρατών), της εσωτερικής κυριαρχίας (δηλαδή του μονοπωλίου της νομιμοποιημένης βίας σε όλη την επικράτεια), της κυριαρχίας των συνόρων, της εξόδου και της εισόδου στην χώρα και τέλος της διεθνούς κυριαρχίας, δηλαδή της διεθνούς αναγνώρισης.

Οι ιθύνουσες πολιτικές ελίτ της Ευρώπης έχουν αποδεχθεί τον διαχειριστικό τους ρόλο σε αυτήν την παντοκρατορία της αγοράς, έχουν αντικαταστήσει την ηγεμονία της πολιτικής από την «διακυβέρνηση» (governance). Είναι για αυτόν το λόγο αδύνατον να αναπτύξουν στρατηγικές που να αμφισβητούν αυτήν την παντοκρατορία και τα κοινωνικοπολιτικά πειράματα που απορρέουν από τη διαδικασία της απορρύθμισης ακόμη και όταν αυτά αποτελούν κίνδυνο για την πολιτική τους επιβίωση.

Τα ανόητα συμπεράσματα της πρόσφατης Συνάντησης Κορυφής των χωρών διέλευσης των προσφύγων και οι πολιτικές που αφορούν τη δημιουργία σημείων ελέγχου και την κατανομή προσφύγων αποδεικνύουν ακριβώς τον διαχειριστικό ρόλο των ιθυνουσών ελίτ. Για παράδειγμα, όταν γίνει γνωστό ότι η Ελλάδα δέχεται 20.000 πρόσφυγες, η Γερμανία 500.000 η Κροατία 5.000 πρόσφυγες κ.ο.κ., οι άνθρωποι στη Συρία θα καθίσουν εκεί αναμένοντας τη σειρά τους ή θα έρθουν σε πολλαπλάσιους αριθμούς ελπίζοντας ότι θα είναι μέσα στους ευτυχείς που θα τύχουν ασύλου; Τι θα συμβεί τότε;

Οι ηγετικές δυνάμεις της Ευρώπης διαχειρίζονται έτσι την εσωτερική κοινωνική αντίδραση και δεν παίρνουν την πρωτοβουλία για στιβαρή διπλωματία και προώθηση μιας διεθνούς/περιφερειακής συνεννόησης για τη Συρία όπως η συμφωνία 5+1 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκπρόσωπος της Ε.Ε. εκλήθη τελευταία και καταϊδρωμένη στη διάσκεψη για την επίλυση της συριακού εμφυλίου, που λαμβάνει χώρα, τι ειρωνεία, στην καρδιά της Ευρώπης, στη Βιέννη.

 

*Αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!