Της Μαρίας Μάρκου
Κλαίμε στους γάμους, λένε, και γελάμε στις κηδείες. Το βράδυ των εκλογών η σκέψη μας ήταν σ’ αυτούς που έλειπαν από τη γιορτή. Στους ήρωες και τους δασκάλους της Αριστεράς αλλά και στους δικούς μας, τους ανώνυμους, που τάχθηκαν μαζί της τον καιρό που ήταν επιλογή ζωής στιγματισμένης. Στους πολίτες δεύτερης κατηγορίας που έζησαν στην πλευρά που χάνει κι υπέμειναν για χρόνια τον κατατρεγμό, πιστεύοντας ότι ήταν δυνατά τα βήματα για πιο πολλή δημοκρατία, για πιο δίκαιη μοιρασιά του πλούτου, για μια ζωή που θα μπορεί ο καθένας να διαλέγει κι ο κόπος του θα πιάνει τόπο.
Οι πατεράδες μας ήρθαν από τα βουνά και είχαν αγιάτρευτη ως το τέλος νοσταλγία για τα δάση και τα νερά που τραγουδούν. Ήταν τα υποσιτισμένα παιδιά που εκτέθηκαν στην πολιομυελίτιδα και στη φυματίωση, τα ξυπόλυτα με τα κουρεμένα κεφάλια, τα ορφανά μιας εποχής που οι γυναίκες πέθαιναν στη γέννα. Ήταν τα παιδιά που βρέθηκαν στην Αριστερά πριν μάθουν να διαβάζουν, πριν καταλάβουν τι τους ζητούσε και τι τους υποσχόταν. Μόνο γιατί μέσα στη φωτιά βρέθηκε δίπλα τους. Γιατί η Αριστερά έδωσε αξιοπρέπεια στην πείνα τους, νόημα στην ταπεινότητά τους, ελπίδα ότι η στερημένη τους ζωή δεν ήταν μοίρα και το αύριο ήταν τόσο κοντινό που μπορούσαν να το αγγίξουν. Κι αυτό έκανε τα παιδιά άντρες που άντεξαν την ήττα με την πίστη του ταγμένου.
Κατέφυγαν στην πόλη με ακριβά πληρωμένες τις απώλειες. Είχαν δικούς τους στο Δίστομο και στην Τασκένδη και πάντα κάποιος έλειπε από τα γιορτινά τραπέζια τους, ο πιο μικρός κι ο πιο αγαπημένος. Πήγαν στις φυλακές και στα νησιά, είχαν φάκελο στην Ασφάλεια κι έπαιρναν διπλωμένη την εφημερίδα. Είχαν, όμως, το δίκιο που μοιράστηκαν και τους έκανε ελεύθερους. Είχαν κοινό σπίτι, αυτό ήταν η Αριστερά. Δεν προσδοκούσαν την αναδίπλωση, όταν θα ’ταν κατάλληλες οι συνθήκες, αλλά το μερίδιό τους από το σήμερα, της κάθε μέρας τη δικαίωση, τον κοινό βηματισμό για τα μικρά και τα μεγάλα, για ό,τι μπορούσαν να πληρώσουν κι ό,τι ποθούσαν να τους χαριστεί. Μ’ αυτά τα υλικά έφτιαξαν τη ζωή τους κι αυτή που μας χάρισαν.
Ζητούσαν λόγο, δεν διεκδικούσαν αυθεντία. Τίποτα δεν ξεχνούσαν από το δρόμο που έκαναν, αλλά είχαν τη σοφία ν’ αποδέχονται την εκκρεμότητα, όχι τη νομοτέλεια, την περιπλάνηση, όχι στάδια που ολοκληρώνονται και κύκλους που κλείνουν. Η μιλιά τους κρατούσε πάντα κάτι από τον ήχο του βουνού με τα πολλά σύμφωνα. Όταν γύριζαν στα χωριά τους ξαστέρωναν, έλεγαν «ψυχή βαθιά!» και συγχωρούσαν ζητώντας συγχώρεση. Κι όταν ήταν στην πόλη δούλευαν χωρίς ανάπαυση και τους αρκούσαν λίγα. Μόνο για την παιδεία είχαν ασίγαστη λαχτάρα που ήθελαν να κληρονομήσουν στα παιδιά τους. Από μικρά μας διάβαζαν αλλιώτικα παραμύθια, Γκόρκι και Ντοστογιέφσκι και Βάρναλη και Παλαμά. Η ποίηση χτυπούσε στο σφυγμό τους «τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια». Αλλά σε μας φαίνονταν από τότε αταίριαστοι, ξεπερασμένοι με τις εμμονές τους, πληκτικοί με τις αποτυχίες τους.
Ήταν αυτοί που στήριξαν την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες, που έστησαν τα δίκτυα της αντίστασης στη χούντα, που άκουσαν τα ντοκουμέντα της διάσπασης, σε ρυθμό υπαγόρευσης, από τη Φωνή της Αλήθειας. Που γιόρτασαν τη Μεταπολίτευση πιστεύοντας ότι ήταν η δική τους ώρα και δεν κατάλαβαν τι ήταν αυτό που σκόρπισε σε κομμάτια την Αριστερά, αυτοί που έλπισαν ότι το ΠΑΣΟΚ θα έδινε τέλος στον εμφύλιο και δεν πήραν μέρος στη μοιρασιά της εξουσίας.
Δεν δικαιώθηκαν. Η Αριστερά είχε μεγάλο το βάρος της ήττας και ήταν ανέτοιμη στις αλλαγές του κόσμου. Δεν είχε την ταπεινοσύνη των μπερδεμένων ανθρώπων, ούτε την αντοχή τους στις απώλειες, ούτε, πάλι, την πίστη τους στην ενότητα, την ανεμελιά τους στη σπατάλη, την άγνοιά τους για το ρίσκο ή το ανώφελο. Πιο εύκολα από αυτούς θυσίαζε τη στιγμή της ανάγκης στο κυνήγι της ιδεολογικής καθαρότητας, τη συγκυρία στη στρατηγική, τα μικρά πράγματα στους μεγάλους στόχους. Πιο δύσκολα συγχωρούσε και λοξοδρομούσε. Πιο δύσκολα και πιο τσιγκούνικα έκανε απολογισμούς. Πιο πολύ κοιτούσε προς τα μέσα, ιεραρχίες και συσχετισμούς, παρά προς τη μεριά μιας ζωής ρευστής και φευγαλέας, απείθαρχης στις αναλυτικές κατηγορίες. Συχνά βρισκόταν να ανατέμνει μηχανισμούς και διαδικασίες τόσο θαυμαστά που να μην αναρωτιέται για τις ρωγμές τους και να μη βλέπει πόσο ο πόθος ή ο θυμός μπορούσε να τις διευρύνει.
Οι πατεράδες μας χάθηκαν, χωρίς να ζήσουν πάλι την Αριστερά που φώτισε τα παιδικά τους χρόνια, την Αριστερά που διεκδικεί το τώρα όταν φαίνεται ανέφικτο και παρεμβαίνει στις αλλαγές αντί να τις προκαταλαμβάνει. Μας άφησαν με πιο καλή θεωρία αλλά με λιγότερη πίστη στη χρησιμότητά της, με αναλυτικά εργαλεία που καταλήγουν σε ομολογία ανημπόριας, με ένα κόσμο που δεν τον φτιάξαμε με τα δικά μας χέρια και με τα δικά μας λάθη, αλλά αφήσαμε να μας συμβεί. Συγκροτημένοι, ναι, και πιο ασφαλείς, χωρίς τη δικιά τους εναγώνια παλινδρόμηση σε χώρους και χρόνους αντιφατικούς αλλά και με κομμένα τα γεφύρια πίσω μας, σβησμένα τα ίχνη και ανέκκλητες τις επιλογές, σαν να μην είχαμε από την αρχή παρά ένα μόνο δρόμο κι ένα προορισμό, αυτόν που είδαμε να οδηγεί στο χάος κι αναρωτηθήκαμε πώς δεν αναγνωρίσαμε τα σημάδια, πώς ήμασταν τόσο τυφλοί στα προμηνύματα.
Εμείς ευλογηθήκαμε στη θέση τους από το ξύπνημα μιας Αριστεράς που πήρε την ευθύνη ν’ ανακόψει αυτό το δρόμο. Ευθύνη για νέες ιδέες χωρίς βεβαιότητες, για δράση που δεν μπορεί να περιμένει, για την ανάκτηση όσων μας άρπαξαν και τα θέλουμε πίσω αλλά κι όσων ονειρευτήκαμε χωρίς να τολμήσουμε, όσων έμοιαζαν αδύνατα. Μιας Αριστεράς που απευθύνεται στη δύναμη της ανάγκης και στην επινοητικότητα της αλληλεγγύης. Μιας νέας Αριστεράς που δυναμώνει αντί να αφοπλίζεται από τις αντιρρήσεις, τρέφεται αντί να μαραζώνει από τις αντιφάσεις, με την παλιά αθωότητα της κάθε εφόδου προς τον ουρανό, που δεν έχει τίποτε να χάσει αλλά έχει και θέλει να κερδίσει τον κόσμο ολόκληρο.
Το βράδυ της Κυριακής γιορτάσαμε την πρώτη νίκη της αριστεράς, τη στιγμή που αυτοί δεν έπαψαν να περιμένουν και δεν πρόφτασαν να χαρούν. Βρεθήκαμε στη γιορτή όλοι από δρόμους χωριστούς, δίχως να καταλάβουμε πώς σμίξαμε. Παραζαλισμένοι από την έκπληξη και μουδιασμένοι μπροστά σε κάτι που δεν ξέρουμε να κάνουμε και πρέπει να το κάνουμε για να μη χαθούμε. Που το φοβόμαστε και το λαχταράμε. Που το χρωστάμε σ’ αυτούς που έφυγαν και σ’ αυτούς που έρχονται, αυτούς που σπαταλήσαμε την κληρονομιά τους και αργήσαμε να τους κάνουμε χώρο, να τους δώσουμε λόγο, να τους αναγνωρίσουμε σαν δικά μας παιδιά.
Πρέπει να εμπιστευτούμε αυτή την Αριστερά γιατί δεν έχουμε άλλη που να μας εμπιστεύεται. Πρέπει να φανούμε αντάξιοι και αντάξιές της. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά για τη νίκη. Όχι εκείνη που διαλαλούσαμε άκοπα έναν καιρό με εφηβική έπαρση. Τη νίκη της κάθε μέρας που έρχεται και θα ’ναι δύσκολη, θα παίζεται και θα τη διεκδικήσουμε με ολοένα και πιο αβέβαιους τρόπους, ολοένα και μεγαλύτερο πείσμα. Αλλά πώς πιστέψαμε ότι υπάρχουν κι άλλου είδους νίκες;