Να περισσεύεις
Στο σπίτι δεν είναι κανένας. Έχει τόση ησυχία που νομίζεις ότι φτάνει μέχρι το παρελθόν. Τικ, ακούγεται ένας ελαφρύς ήχος. Τικ, ξανά. Είσαι μονάχος μέσα στο μονάχο σπίτι και αιφνιδιάζεσαι. Όλοι λείπουν. Οι περισσότεροι για πάντα. Τικ, ελαφρύ και υγρό μυστικό, κάπως σαν δάκρυ. Σαν μια ψυχή που στάζει. Στήνεις αυτί. Το σπίτι πλημμυρίζει από τον αθόρυβο ήχο. Το σπίτι δεν είναι πια μόνο του. Κάπου στάζει νερό. Όχι βρύση. Όχι υδρορροή. Τέτοιες ευτέλειες δεν τις καταδέχεται ένα σπίτι που σαλεύει μέσα στο παρελθόν του. Από κάπου έρχεται νερό και στάζει. Δεν είναι καινούργιος ήχος. Από κάπου έρχεται νερό, περνάει σταγόνα – σταγόνα και φεύγει. Το σπίτι είναι υγρό. Το καταλάβαινες ιδίως ύστερα από τις οικογενειακές γιορτές, όταν το τραπέζι ήταν ακόμα γεμάτο και ξενυχτούσε με τα πιωμένα ποτήρια του, με τα χειρονομικά πιρούνια του, μ’ ένα ξεχασμένο τεταρτημόριο μήλου, με τη σκιά μιας χειρονομίας που αφέθηκε κι ακροβατεί κουρασμένα, χαμογελώντας ανάμεσα στη λύπη και στην ευρυχωρία. Τικ. Και τότε ο ήχος του νερού, ένα νερό που έρχεται αναίτια και φεύγει σαν υπόσχεση ερειπίου, αλλάζει το γεγονός της μοναξιάς. Η ψυχή του σπιτιού είναι εδώ και ρέει, γι’ αυτό δεν ξεχειλίζει. Άκου. Τι κι αν έφυγαν. Τι κι αν η μνήμη γίνεται κάποτε άσωτη. Ο ήχος του νερού όταν σωπαίνει η ησυχία είναι πάντοτε εδώ. Κι εσύ τον ακούς. Ακούς τις φορές που σε ξύπνησε και τις φορές που σε κοίμισε. Τικ, το όνειρο. Τικ, η αγρυπνία που φέρνει το όνειρο. Το νερό δεν σταματάει ποτέ, έλεγε ο πατέρας. Ό,τι και να κάνεις το νερό δεν σταματάει ποτέ. Μην ψάχνεις τώρα μέσα σ’ ένα τυχαίο βράδυ από πού έρχεται ο ήχος. Ο ήχος έρχεται και φεύγει, τα νερό έρχεται και φεύγει, τα χρόνια έρχονται και φεύγουν, το σπίτι είναι ηχείο. Περιέχον και περιεχόμενο. Είσαι και πάλι μόνος μέσα στον απαλό ήχο που ρέει κάτω από το σπίτι, κάτω από τον ουρανό, κάτω από το σύμπαν, αλλά χαράζοντας την κοίτη του, με μαιάνδρους ανάμεσα σε κυνηγημένες λέξεις, σε κυνηγημένες χειρονομίες, σε κυνηγημένα χρόνια, αλλά και ανάμεσα σε σκεύη της ψυχής που διασώθηκαν κι απόμειναν μέσα στην ιερότητα της άφεσης για ένα βράδυ, βράδυ βαθύ, μέχρι να ξημερώσει κάποτε. Και ο ήχος της σταγόνας όλο ν’ ακούγεται και όλο να φεύγει μαζί με το νερό. Και το σπίτι γεμάτο από το άδειο. Μην ψάξεις. Οι νεκροί φεύγουν. Το σπίτι φεύγει. Και εσύ που ψάχνεις και ξαναβιδώνεις τις στρόφιγγες, κι εσύ φεύγεις. Δεν είσαι εδώ. Ήσουν. Τώρα δεν είσαι. Τικ, τικ. Ο ήχος του νερού. Ονειρεύεσαι.
Ένας, ένας φύγανε. Μαζί με το νερό. Τικ, στάζει το νερό. Τικ, στάζει το βράδυ, στο βάραθρο μιας μοναξιάς ανεκδιήγητης, φτιαγμένης από τα πρωινά μιας ηλικίας που κρύωνε από τον τρόμο της. Και ο τρόμος άχνιζε πάνω στα τζάμια κι έσταζε κι έπρεπε να τον σκουπίσεις με το χέρι για να δεις τον έξω κόσμο. Για να δεις τον μέσα, ήταν αλλιώς. Τικ. Τικ. Τικ. Στάζει κι απόψε το νερό. Στάζει κι απόψε η ζωή σου. Έρχεται και φεύγει. Είναι η ψυχή σου που έρχεται και φεύγει. Είναι η ψυχή της απουσίας που στάζει ανελέητα απάνω στη στιγμή, για να περισώσει το θεμέλιο του λυγμού που είναι αυτό που στάζει και τρέχει, όπως η ψυχή προς το σώμα που θα την περιθάλψει.
Σε ξυπνάει ο ήχος της ψυχής, και στάζει. Από πού έρχεται ο ήχος της ψυχής και που πηγαίνει; Τικ, τικ, τικ. Σηκώνεσαι και είναι πάντα χαράματα. Χαράζει ο ήχος την σιωπή. Έρχεται μια ακόμα ημέρα. Το σπίτι είναι ράθυμο. Αποσιωπά την απώλεια και τη ψυχή του. Με τον ήχο του νερού που στάζει επί δικαίους και αδίκους.
Σηκώνεσαι και είναι πάλι βράδυ. Κάπου στάζει. Κάπου στάζει το βράδυ μέσα στο σπίτι. Γεμίζουν βράδυ τα ποτήρια εκείνης της γιορτής που ξεχειμώνιασε σε νύχτες και νύχτες. Πίνουν απ’ το σκοτάδι της οι πρόσφυγες του ανείπωτου. Και η πόλις μοιάζει να ξεδιψά, πλην όμως το αλάτι της θέλει νερό, δεν είναι εύκολη υπόθεση η θάλασσα, δεν είναι εύκολη υπόθεση το αλάτι στην πληγή.
Το αλάτι στην πληγή. Αυτή είναι η ψυχή της πόλης. Στάζει η πόλη πάνω στην πληγή της. Τικ, τικ. Η θάλασσα δεν σταματάει. Πάντοτε δουλεύει, έλεγε ο πατέρας. Η μητέρα τον άκουγε. Τικ, τικ, τον άκουγε. Και η θάλασσα, έσταζε σπαραχτικά πάνω σε σκαλωσιές που κατεδάφισαν ό,τι κενό υπήρξε μέσα στο κάθε σπίτι. Γιατί είναι άγριο πράγμα η ψυχή. Δεν συγχωρεί. Και καταστρέφει το οποιοδήποτε κενό αφήνει η πόλη. Και η ασυγχώρητη θάλασσα που καμώνεται την ψυχή, αλλά παρατάσσεται σε διατεταγμένους κυματισμούς πλοιοκτησίας της όρασης. Τικ. Τικ. Το νερό. Τικ. Τικ. Η θάλασσα. Η πόλη έχει πουλήσει την ψυχή της στη στεριά. Αλλά η θάλασσα, η θάλασσα δουλεύει. Η ψυχή πάντοτε δουλεύει και υποσκάπτει. Δεν σταματάει ποτέ. Ούτε στη Ρώμη, ούτε στην Καρχηδόνα, ούτε στην Κωνσταντινούπολη, ούτε στο σπίτι που μεγάλωσες. Το άδειο σπίτι της Ρώμης και της Καρχηδόνας και της Κωνσταντινούπολης. Με το νερό να στάζει. Τικ. Αυτό θα πει ψυχή.
Αυτό θα πει πόλη: Να περισσεύεις από το φόβο.
Να περισσεύεις από τη θάλασσα.