Το Φεβρουάριο του 1943 σε μια γκρίζα βιομηχανική πόλη χτισμένη στις όχθες του ποταμού Βόλγα είχε μόλις ολοκληρωθεί μια τιτανομαχία που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μισό εκατομμύριο σοβιετικοί στρατιώτες είχαν χαθεί προκειμένου ο Ζούκοβ και ο Ροκοσόβσκι να καταφέρουν να περικυκλώσουν και να εξουδετερώσουν την 6η Γερμανική στρατιά υπό τον στρατηγό Πάουλους. Η νίκη στο Στάλινγκραντ προκάλεσε έκρηξη ενθουσιασμού σε ολόκληρο εκείνο το πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο αντιφασιστικό μέτωπο που σταδιακά είχε αρχίσει να μορφοποιείται μετά την αποκρυστάλλωση των αντιμαχόμενων στρατοπέδων.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πολεμική αναμέτρηση της ιστορίας, συνιστώντας μια σύγκρουση τεράστιας εμβέλειας σε γεωγραφική κλίμακα αλλά και ως προς τον συνολικό αριθμό των θυμάτων. Όπως είναι αναμενόμενο η βιβλιογραφία γύρω από διάφορες πλευρές του πολέμου αυτού είναι κυριολεκτικά γιγαντιαίων διαστάσεων. Πέραν των γενικών ιστοριών και των εξειδικευμένων μελετών από όλα τα πεδία των κοινωνικών επιστημών συναντούμε και μια ολοένα διευρυνόμενη παραγωγή απομνημονευμάτων, μαρτυριών, αφηγήσεων κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά στις σύγχρονες κοινωνίες η μνήμη του πολέμου αυτού παραμένει ιδιαιτέρως ζωντανή και ευεπίφορη σε διάφορες αναθεωρήσεις. Σε πρώτη ανάγνωση το γεγονός αυτό καθ’ αυτό δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ειδικά σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι κληρονομιές του πολέμου αυτού είναι τόσο ισχυρές, που θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι δύσκολα θα μπορούσαμε να σκεφθούμε οιαδήποτε πτυχή της σύγχρονης ιστορίας που να μην συνδέεται τρόπον τινά με τη σύγκρουση αυτή. Μια από τις πλέον ισχυρές κληρονομιές του πολέμου ήταν και ο αντιφασισμός, ο τονισμός των –πολλές φορές ετερόκλητων– κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που συγκροτήθηκαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες το διάστημα 1939-45 προκειμένου να συντριβεί ο φασισμός και ο ναζισμός. Η συγκρότηση του τελευταίου δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία. Πέρα από το προφανές της ανομοιογενούς συμμαχίας της αστικής δημοκρατίας και του σοβιετικού κομμουνισμού στο ανώτατο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο για την αντιμετώπιση του φασισμού, του ναζισμού και του ιαπωνικού μιλιταρισμού, σε κάθε χειμαζόμενη χώρα υπήρχαν διαιρετικές τομές που σχετίζονταν με τα εκάστοτε πολιτικά διακυβεύματα.
Η ευρωπαϊκή Αντίσταση
Mια από τις πλέον σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη, αφορούσε τη στάση των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στο αντιστασιακό φαινόμενο. Ο όρος Αντίσταση (Resistance) αντιπροσωπεύει διάφορες καταστάσεις στις κατεχόμενες από τις αξονικές δυνάμεις ευρωπαϊκές χώρες. Από τις ομάδες κατασκοπείας μέχρι τον ανταρτοπόλεμο, από τα σαμποτάζ ως τις μαζικές κινητοποιήσεις στις πόλεις, από την άρνηση συνεργασίας με τους κατακτητές ως την ενεργητική υποστήριξη των ένοπλων ομάδων, οι αντιστασιακοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαχητές στην υπηρεσία ενός ευρύτερου σκοπού που υπερέβαινε την αντίθεση στο ναζιστικό βασίλειο της βίας. Η προγενέστερη αντίστοιχη εμπειρία αφορούσε τη διεθνή συσπείρωση στην υπόθεση της υποστήριξης του δημοκρατικού στρατοπέδου στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936-39. Δεν υπάρχει βέβαια απόλυτη γραμμική συνέχεια ως προς την κοινωνική συγκρότηση των συσπειρώσεων αυτών, είναι όμως δεδομένο ότι πολλοί ευρωπαίοι πολίτες ένιωθαν την ανάγκη να ταυτίσουν την προσωπική τους τύχη με μια ευρύτερη υπόθεση.
Σε κάθε περίπτωση οι αντιστασιακοί εμφανίζονταν να διαρρηγνύουν την «συναίνεση» γύρω από την υποταγή στον Άξονα, δηλαδή ενίσχυαν την άρση της κοινωνικής εκείνης συμπεριφοράς που έτεινε στο συμβιβασμό και στην υποταγή στη «Νέα Τάξη». Δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση, καθώς τα «νομιμόφρονα» στρώματα των ευρωπαϊκών χωρών δεν ήταν διατεθειμένα να αναλάβουν το κόστος μιας σύγκρουσης με έναν αντίπαλο που φαινόταν (αρχικά τουλάχιστον) ακατανίκητος.
Οι ίδιοι οι αντιστασιακοί έπρεπε πολλές φορές να διαρρήξουν οικογενειακούς και τοπικούς δεσμούς και να έρθουν σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις αυτές. Η «συνεργασία» και ο δωσιλογισμός συνιστούσαν την άλλη άκρη του πολιτικού εκκρεμούς, και σε ορισμένες περιπτώσεις ολόκληρες κρατικές δομές εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των κατοχικών δυνάμεων.
Η επίκληση του αντικομμουνισμού και της «σωτηρίας της πατρίδας» δημιουργούσαν το ιδεολογικό πλαίσιο το οποίο καθοδηγούσε τις κυβερνήσεις αυτές, ύψιστη συμβολική μορφή των οποίων ήταν το «κράτος του Βισύ» στη Γαλλία. Στο πλαίσιο αυτό η Αντίσταση θεωρούνταν ως ενέργεια που υπονόμευε το κοινωνικό καθεστώς και την κοινωνική συνοχή, ως «Πέμπτη φάλαγγα» του κομμουνισμού, ως προανάκρουσμα επαναστατικών μεταπολεμικών εξελίξεων.
Από την άλλη πλευρά η διαμόρφωση της Αντίστασης στην Ευρώπη δεν ήταν ομοιογενής ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. Αντιθέτως έλαβε διαφορετική μορφή σε κάθε κατεχόμενη χώρα, γεγονός αναμενόμενο αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τις προγενέστερες κοινωνικοπολιτικές δομές κάθε ευρωπαϊκού έθνους-κράτους. Σε γενικές γραμμές όμως θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τα κύρια γνωρίσματα της ευρωπαϊκής Αντίστασης στα εξής:
1. Mια ηθική δέσμευση συμμετοχής σε έναν ευρύτερο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα εναντίον της χιτλερικής «Νέας Τάξης» στην Ευρώπη.
2. Μια διάθεση αμφισβήτησης του προπολεμικού status quo ante και διατύπωση μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης για τη μεταπολεμική περίοδο, είτε μεταρρυθμιστικού είτε επαναστατικού προσανατολισμού.
3. Μια απόπειρα ενίσχυσης των συλλογικοτήτων και της κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ των αδυνάτων, των περιθωριοποιημένων και των πλέον απειλούμενων στρωμάτων που εμφανίσθηκαν στην κατεχόμενη Ευρώπη. Σε πρώτη βέβαια φάση αυτό αφορούσε τον κατατρεγμένο εβραϊκό πληθυσμό που απειλούνταν με ολοκληρωτικό αφανισμό.
Η επιτυχία ή μη του τελικού σκοπού (δηλαδή της ήττας του Άξονα) δεν εξαρτάτο αποκλειστικά από τις αντιστασιακές ομάδες. Η αρχική ενεργοποίηση του «ανορθόδοξου» πολέμου στο εσωτερικό της κατεχόμενης ηπείρου αποτελούσε τμήμα της ευρύτερης βρετανικής στρατηγικής, η οποία και ενέπλεξε στην όλη διαδικασία τα κατασκοπευτικά της δίκτυα και τμήματα της στρατιωτικής της γραφειοκρατίας. Ο πόλεμος πάντως διεξήχθη σε μεγάλο βαθμό από τα τακτικά στρατεύματα και τα ένοπλα αντιστασιακά κινήματα μπόρεσαν να ενισχύσουν επικουρικά τις εκάστοτε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Συμμάχων, όπως αποδείκνυε η σύμπλευση των γάλλων παρτιζάνων με τους Ελεύθερους Γάλλους και τα συμμαχικά στρατεύματα μετά την απόβαση στη Νορμανδία. Παρέμεναν βέβαια ως ξεκάθαρη ενόχληση των (ως επί το πλείστον γερμανικών) στρατευμάτων στα μετόπισθεν, δεν ήταν όμως η στρατιωτική τους διάσταση αυτή που θα χαρακτηρίζαμε κυρίαρχη. Ακόμη και στις χώρες εκείνες όπου ο ανταρτοπόλεμος διεξήχθη κυρίως στο ορεινό πεδίο (Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Αλβανία) υπήρχε μια ξεκάθαρη πολιτική διάσταση στο όλο εγχείρημα, που σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, έλαβε τη μορφή ουσιαστικά μιας κοινωνικής επανάστασης. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τις τεράστιες αντιθέσεις που εμφανίσθηκαν στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Αντίστασης και οι οποίες εκδηλώθηκαν ακόμη και με τη μορφή εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις με διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό. Η διαπίστωση αυτή αφορά τις περισσότερες χώρες στις οποίες εμφανίσθηκε μαζικό ένοπλο κίνημα: την Γιουγκοσλαβία αρχικά, την Ελλάδα, την Αλβανία και την Ιταλία αργότερα. Στις κοινωνίες αυτές η Αντίσταση διχάστηκε, πολλές φορές στη βάση παλαιότερων διαιρέσεων, και οι συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών ήταν σφοδρές, γεγονός που αποπειράθηκαν να εκμεταλλευθούν οι κατοχικές δυνάμεις. Καθώς μάλιστα ο Πόλεμος όδευε προς το τέλος του η πόλωση αυτή αύξανε σε υπέρμετρο βαθμό και η απειλή εμφυλίων πολέμων ήταν διαρκής στις περισσότερες χώρες που απελευθερώνονταν σταδιακά. Η ανοικτή διολίσθηση σε γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο αποφεύχθηκε, και τα πολιτικά καθεστώτα ανασυγκροτήθηκαν σχετικά αναίμακτα. Τραγική εξαίρεση συνιστούσε βέβαια η ελληνική περίπτωση, καθώς με τη βρετανική επέμβαση ο ΕΛΑΣ ηττήθηκε το Δεκέμβριο του 44 και το αντιεαμικό στρατόπεδο επανέκτησε την εξουσία.
Εντελώς διαφορετική ήταν η περίπτωση των Σοβιετικών Παρτιζάνων που δρούσαν στα μετόπισθεν της Βερμαχτ, σε ένα εντελώς διαφορετικό γεωγραφικό και κοινωνικό περιβάλλον. Στο χώρο αυτό, όπως και σε ένα μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης, ο ολοκληρωτικός πόλεμος έλαβε την πλέον ακραία μορφή του, με τις μονάδες των Waffen-SS και των Einsetzgruppen να εξαπολύουν κύματα αδιανόητης βίας εναντίον Εβραίων, κομμουνιστών, άμαχου πληθυσμού και ανταρτών. Οι παρτιζάνοι, με την συμμετοχή στους κόλπους τους πολιτικών επιτρόπων, συνιστούσαν μια σοβαρή απειλή για τα αξονικά στρατεύματα, γεγονός που είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα η γερμανική στρατιωτική διοίκηση, η οποία συγκρότησε και εδικές μονάδες αντιμετώπισης αυτών των ενόπλων.
Η γερμανική απάντηση
Ποια ήταν λοιπόν η γενικότερη αντίδραση των Γερμανών στις απόπειρες κατάλυσης της στρατιωτικής κατοχής που είχαν επιβάλει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες; Ο γερμανικός στρατός συνιστά τη στρατιωτική εκείνη δύναμη που για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία εκφράζει με τόση αγριότητα το πνεύμα του νεωτερικού ολοκληρωτικού πολέμου, αυτής της νέας μορφής διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, που άρχισε σταδιακά να επιβάλλεται από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον πόλεμο αυτό δεν υπάρχουν πλέον ασφαλή μετόπισθεν, οι απώλειες μεταξύ των αμάχων είναι κι αυτές τεράστιες, οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν τα τεθωρακισμένα και τη μηχανοκίνηση των στρατευμάτων βασικούς μοχλούς της στρατιωτικής επικράτησης, ενώ οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί προκαλούν τον τρόμο στον άμαχο πληθυσμό των πόλεων. Στο πεδίο της θεωρίας, οι μεγάλοι στοχαστές των κοινωνικών επιστημών, και κυρίως της κοινωνιολογίας, κατεξοχήν επιστήμης της βιομηχανικής κοινωνίας, τρόμαξαν μπροστά στην τεράστια αυτή κινητοποίηση, που δεν άφηνε ανεπηρέαστο κανένα τμήμα του κοινωνικού ιστού. Ο κεραυνοβόλος πόλεμος (Blitzkrieg) που εφάρμοσαν επιτυχημένα οι Γερμανοί στην Ευρώπη το 1939-41 αποτελεί μια πλευρά μόνο αυτής της σύγχρονης τραγωδίας, που επρόκειτο να κορυφωθεί στη μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση όλων των εποχών, αυτή μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ στο ανατολικό μέτωπο. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ήταν, σύμφωνα με κάποιες σύγχρονες θεωρήσεις, οι πλέον αποτελεσματικές του πολέμου. Είχαν αναλάβει, σύμφωνα με το Χίτλερ, την «ιστορική αποστολή» να «συντρίψουν τον μπολσεβικισμό». Ως εκ τούτου αντιμετώπιζαν τις εναντίον τους απειλές ως εκπορευόμενες κυρίως από τη Μόσχα, και δεν έτρεφαν σεβασμό για τον ανταρτοπόλεμο, το είδος αυτό του λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου, το οποίο καθοδηγούσαν ως επί το πλείστον τα αριστερά πολιτικά κινήματα. Στον πόλεμο αυτό ο αντίπαλος εφάρμοζε τακτικές «hit and run», δεν διακρίνονταν εύκολα, δεν δεσμεύονταν από διακρατικές συνθήκες, μπορούσε να δρα στα μετόπισθεν και κατά τη διάρκεια της νύχτας, και είχε μεγάλες δυνατότητες απαγκίστρωσης και διαφυγής. Κυρίως όμως διέθετε την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού, χωρίς την ενεργό συνδρομή του οποίου δεν μπορούσε να έχει πιθανότητες επιβίωσης. Το τελευταίο μάλιστα μάθημα το αντιλήφθησαν ορθά όλοι οι μετέπειτα αντάρτικοι στρατοί, που σε πλανητική πλέον κλίμακα, αμφισβητούσαν ένοπλα τον εκάστοτε κυρίαρχο π.χ. στους αντιαποικιακούς αγώνες.
Για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά ο ανταρτοπόλεμος κρίθηκε απαραίτητο να εφαρμοσθούν τα πιο σκληρά μέτρα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Η πρακτική των αντιποίνων εγκρίθηκε από την ανώτατη ηγεσία, προσωπικά δηλαδή από τον Χίτλερ. Αρχικά ο χώρος της Γιουγκοσλαβίας έκανε τους Γερμανούς να αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση τους σλάβους αντάρτες, στο πλαίσιο της ναζιστικής φυλετικής κοσμοαντίληψης περί «αρίων» και «κατωτέρων» φυλών. Ο ηγέτης του «χιλιόχρονου Ράιχ» μιλούσε υποτιμητικά για «τα παράσιτα» αυτά, τους «συμμορίτες» που έχυναν πολύτιμο γερμανικό αίμα και επέβαλαν την παρουσία 17 μεραρχιών στη βαλκανική χερσόνησο. Στη συνέχεια όμως τα αντίποινα εφαρμόσθηκαν με αγριότητα εναντίον των περισσότερων κοινωνιών στις οποίες είχαν εμφανισθεί αντιστασιακοί στρατοί. Η τελική επιτυχία όλων αυτών των ενεργειών υπήρξε αμφίβολη, καθώς οι αποτρόπαιες αυτές επιχειρήσεις προκαλούσαν στην πλειονότητα των περιπτώσεων το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα ως προς τις διαθέσεις του άμαχου πληθυσμού έναντι των στρατευμάτων κατοχής.
Η κληρονομιά της Αντίστασης
Εξίσου σημαντική ήταν η παρουσία των αντιστασιακών στο αστικό πεδίο. Και στο σημείο αυτό οι διαφορές από χώρα σε χώρα ήταν σημαντικές. Στην περίπτωση της Γαλλίας π.χ. ο «μυστικός στρατός» είχε αναπτύξει δίκτυα στις περισσότερες πόλεις που επικοινωνούσαν με τους maquis. Οι μαζικές διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις των ετών 1943-44 απέτρεψαν την σχεδιαζόμενη από τους Γερμανούς πολιτική επιστράτευση στην Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην κατεχόμενη Βαρσοβία, στην οποία η ανοικτή εξέγερση εναντίον των Γερμανών συνετρίβη με βιαιότητα.
Μια εξίσου σημαντική διάσταση της Αντίστασης αφορούσε την είσοδο νέων κοινωνικών κατηγοριών στο πεδίο της πολιτικής δράσης: γυναίκες, νέοι, εκπρόσωποι μειονοτήτων, έβρισκαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε ένα πεδίο που μέχρι τότε φαινόταν απόμακρο. Η ριζοσπαστικοποίηση των στρωμάτων αυτών δεν ήταν καθόλου αυτονόητη, και ούτε υπήρξε ομοιογενής. Συνιστούσε όμως και αυτή με τη σειρά της μια ρήξη με το προπολεμικό καθεστώς, ειδικά σε χώρες όπως αυτές των Βαλκανίων, στις οποίες προνεωτερικού τύπου κοινωνικές ιεραρχίες ρύθμιζαν ακόμη τις ζωές εκτεταμένων στρωμάτων του πληθυσμού (ιδίως στην ύπαιθρο).
Το τέλος του Πολέμου έβρισκε την ευρωπαϊκή ήπειρο καθημαγμένη, και υποταγμένη στα κελεύσματα των νέων κυρίαρχων –ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Η νομιμοποίηση όμως των μεταπολεμικών καθεστώτων βασιζόταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην ηθική κληρονομιά της Αντίστασης, και οι συνεργάτες των χιτλερικών τιμωρούνταν στις περισσότερες χώρες, με ανάλογες διαφοροποιήσεις ως προς τον τύπο της τιμωρίας και τον αριθμό των καταδικασθέντων. Και στο σημείο αυτό τη μεγαλύτερη εξαίρεση αποτέλεσε η Ελλάδα, στην οποία επικρατούσε διαφορετική κατάσταση. Παρά λοιπόν τη συγκρότηση των Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων η διολίσθηση προς τον Εμφύλιο Πόλεμο απέτρεπε τις μαζικές καταδίκες συνεργατών. Αντιθέτως η πλήρης επιβολή του αντικομμουνισμού δημιουργούσε τις συνθήκες για την εκ νέου ενσωμάτωση των κοινωνικών αυτών στρωμάτων στις κρατικές και ημι-κρατικές δομές, και την εκ μέρους τους προβολή του «εθνικόφρονος» χαρακτήρα της δράσης τους.
Σε κάθε περίπτωση η Αντίσταση αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες εκφάνσεις του αντιφασιστικού αγώνα. Αυτό το αποδεικνύει μεταξύ άλλων και η Τέχνη, με τις άπειρες αναφορές στην περίοδο αυτή στο χώρο του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας, του θεάτρου, της ζωγραφικής κ.λπ. Η Αριστερά τάχθηκε στην πρωτοπορία του αγώνα αυτού, και το πλήρωσε με χιλιάδες θύματα. Η πολιτική κεφαλαιοποίηση όμως της συμμετοχής στην Αντίσταση επέτρεψε σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές αριστερές οργανώσεις να αυξήσουν το ειδικό βάρος τους στα μεταπολεμικά πολιτικά συστήματα της Ευρώπης, με κορυφαία παραδείγματα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας. Οι μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις, ο χωρισμός της Ευρώπης και ο Ψυχρός Πόλεμος, δημιούργησαν πολλά ρήγματα στο αντιφασιστικό στρατόπεδο. Όμως όσο και αν η περίοδος του B’ παγκοσμίου πολέμου αναθεωρείται διαρκώς από τις κοινωνικές επιστήμες, όσο και αν οι ίδιες οι μνήμες του μεγάλου γεγονότος μεταβάλλονται σε σχέση π.χ. με την πολιτική συγκυρία της πτώσης του «υπαρκτού» το 1989, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον κομβικό ρόλο της Αντίστασης ως προς την υπεράσπιση των οικουμενικών αξιών της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης. Τονίζοντας με δραματικό πολλές φορές τρόπο τα μεγάλα διλήμματα τα οποία είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει ο νεωτερικός άνθρωπος, το αντιστασιακό φαινόμενο παραμένει ένα φωτεινό σημείο της σύγχρονης ιστορίας, όσο κι αν οι σχετικιστικές μετανεωτερικές αντιλήψεις τείνουν στην «αποδόμηση» του προς όφελος πάντα των κυρίαρχων ελίτ και της ιδεολογικής ηγεμονίας την οποία τείνουν να εγκαθιδρύσουν.
*Ο Βαγγέλης Τζούκας είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας.
Άγγελος Ελεφάντης, «Το αντιστασιακό φαινόμενο στην Ευρώπη του Χίτλερ», Μας πήραν την Αθήνα…ξαναδιαβάζοντας την Ιστορία 1941-50, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002.
Rab Bennett, Under the shadow of the swastika: the moral dilemmas of Resistance and Collaboration in Hitler’s Europe, NY, NYU Press, 1999.
Michael Burleigh, Moral Combat-A history of World War II, London, Harper Press, 2011.
Richard Evans, The Third Reich at War-How the Nazis led Germany from Conquest to Disaster, London, Penguin, 2009.
Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων: ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999.
Eric Hobsbawm, Επαναστάτες, Αθήνα, Θεμέλιο, 2008.
Hans Joas, War and Modernity, Polity Press, Cambridge, 2003.
Γιώργος Μαργαρίτης, «Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πενήντα χρόνια από το τέλος της ευρωπαϊκής εκδοχής του», Ο δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 5 (1995), σσ. 24-27.
Mark Mazower, Hitler’s Empire-How the Nazis ruled Europe, NY, Penguin, 2008.
Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή Ήπειρος: ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2001.
Richard Overy, Russia’s war: a history of the soviet effort 1941-45, London, Penguin, 1998.
Alastair Parker, Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2004.
Juliette Pattinson & Ben Shepherd, War in a Twilight World: Partisan and Anti-Partisan Warfare in Eastern Europe 1939-1945, NY, Palgrave-MacMillan, 2010.
Carl Schmitt, Η θεωρία του αντάρτη-παρεμβολή στην έννοια του Πολιτικού, Αθήνα, Πλέθρον, 1990.
Ζακ Σεμελέν, Άοπλοι απέναντι στον Χίτλερ-Η πολιτική αντίσταση στην Ευρώπη 1939-1943, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1993.
Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης-Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Αθήνα, Νεφέλη, 2008.