Στη συνάντηση Μέρκελ- Λαγκάρντ κρίνεται αν η «κατ’ αρχήν συμφωνία» του Eurogroup θα γίνει και τελική – Μέτρα 3,6 δισ. με τη σφραγίδα του ΔΝΤ που τώρα ζητά εγγυήσεις για το χρέος
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Εκ πρώτης όψεως το αποτέλεσμα του άτυπου Eurogroup στη Μάλτα μοιάζει με έκπληξη. Ωστόσο, από το περιεχόμενο των ανακοινώσεων του προέδρου του Γερούν Ντάισελμπλουμ και των άλλων αξιωματούχων της Κομισιόν, της ΕΚΤ και του ESM προκύπτει ότι οι δανειστές δεν είχαν λόγους να κωλυσιεργούν περαιτέρω, αφού αποσπούν σημαντικές υποχωρήσεις από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ και δεσμεύσεις που πάνε πολύ πέρα από τον ορίζοντά της, ως φυσική συνέχεια του Μνημονίου. Βεβαίως, το θετικό κλίμα που εκπέμφθηκε από τη Μάλτα για ολοκλήρωση της αξιολόγησης συνοδεύεται πάλι από δυο αστερίσκους. Ο πρώτος αφορά την ανοικτή – ακόμη – ημερομηνία επιστροφής του κουαρτέτου στην Αθήνα, ώστε να ολοκληρωθεί το Staff Level Agreement πριν την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον (21-23 Απριλίου). Και ο δεύτερος αφορά την τελική στάση του Ταμείου στο θέμα της συμμετοχής του στον δανεισμό της Ελλάδας, που έχει μια ακόμη προϋπόθεση, όπως θυμίζει η ανακοίνωσή του.
Τα θύματα του συμβιβασμού
Το κυριότερο θύμα του κυβερνητ1ικού συμβιβασμού που φαίνεται να ξεκλειδώνει τη δεύτερη αξιολόγηση είναι το συνταξιοδοτικό σύστημα, πριν καν τεθεί σε πλήρη εφαρμογή η τελευταία μεταρρύθμισή του (νόμος Κατρούγκαλου). Το 2019 θα τεθούν σε πλήρη εφαρμογή περικοπές 1% του ΑΕΠ, με βασική δεξαμενή τις λεγόμενες «προσωπικές διαφορές» στις κύριες συντάξεις, αν και η κυβέρνηση αναζητεί τρόπο να απαλύνει το βάρος επιμερίζοντας μέρος των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις. Επομένως, κατά το εκλογικό έτος 2019 η κυβέρνηση θα βρίσκεται αντιμέτωπη με τουλάχιστον 1,4 εκατ. συνταξιούχους που λαμβάνουν προσωπικές διαφορές. Αλλά και το δεύτερο σκέλος του συμβιβασμού, τα φορολογικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ (μείωση αφορολόγητου) που τοποθετούνται στο 2020 δεν είναι πολιτικά ανώδυνα. Πρώτον, γιατί ανάλογα με τη δημοσιονομική επίδοση του 2018 θα κριθεί «αν πρέπει να έρθουν μπροστά» και, δεύτερον, γιατί η εφαρμογή τους από το 2020 σημαίνει ότι εντός του εκλογικού 2019 εκατομμύρια φορολογούμενοι μισθωτοί θα γνωρίζουν την πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση που θα προκύψει από τη μείωση του αφορολογήτου.
Ακόμη, στην κατ’ αρχήν συμφωνία της Μάλτας περιλήφθηκαν μεν τα «αντίμετρα» με τα οποία η κυβέρνηση θέλει να αντισταθμίσει τις περικοπές στις συντάξεις και τη φορολογική επιβάρυνση στα χαμηλότερα εισοδήματα (μείωση φορολογικών συντελεστών, μείωση ΕΝΦΙΑ, προνοιακές ενισχύσεις), αλλά αυτά τελούν υπό την αίρεση ότι δημιουργείται «επιπλέον δημοσιονομικός χώρος». Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% που έχει συμφωνηθεί για το 2018.
Το μυστήριο μέτρων-αντίμετρων
Το ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώνει η κατ’ αρχήν συμφωνία της Μάλτας το παραδέχθηκε σαφέστατα ο υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος μιλώντας μετά το Eurogroup για «μέτρα που θα στεναχωρήσουν τον ελληνικό λαό». Αυτά τα «στενάχωρα» μέτρα επιχείρησε να τα αντισταθμίσει με τα ισόποσα αντίμετρα, που και αυτά θα κατανεμηθούν κατά 1% +1% του ΑΕΠ το 2019 και το 2020, αν και παραμένει οικονομικό μυστήριο πώς ακριβώς θα λειτουργήσει αυτό το (μηδενικό κατά την κυβέρνηση) δημοσιονομικό ισοζύγιο με τρόπο που να μην υπονομεύει τα απαιτούμενα ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του μνημονίου. Εκτός αν η «ολική συμφωνία» επιφυλάσσει κάποια έκπληξη σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο, δηλαδή μια μείωση των απαιτούμενων πλεονασμάτων αρκετά κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, που σήμερα είναι η βάση συζήτησης. Αλλά αυτό, όπως ξεκαθάρισε τόσο ο Ντάισελμπλουμ όσο και ο Κερέ της ΕΚΤ, δεν θα το μάθουμε πριν ολοκληρωθεί η τεχνική συμφωνία. Τότε – και αυτό το «τότε» αφορά την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ – θα συζητηθούν οι δυο σημαντικές εκκρεμότητες από τις οποίες το Ταμείο εξαρτά το μέλλον του στο τρίτο Μνημόνιο: το ύψος και τη διάρκεια των υποχρεωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018 και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Λιγοστές ήταν οι αναφορές των επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών που συμμετείχαν στο Eurogroup στα υπόλοιπα θέματα της αξιολόγησης, πέρα από τα «μεγάλα θέματα» που συμφωνήθηκαν επί της αρχής, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν εκτός πλαισίου αξιολόγησης και εκτός Μνημονίου και μπήκαν στο τραπέζι μόλις τον Δεκέμβρη, κατ’ απαίτηση του ΔΝΤ. Δεν υπήρξε αναφορά στα ενεργειακά (πώληση μονάδων της ΔΕΗ), ενώ για τα εργασιακά ο υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος προανήγγειλε ότι «από τον Σεπτέμβριο του 2018 θα επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις, με την αρχή της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης», ενώ δεν θα υπάρξει αλλαγή στο ισχύον πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις και νομοθέτηση του λοκ άουτ. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η νομοθέτηση της αποκατάστασης του συλλογικού εργατικού δικαίου μετατίθεται για μετά το πέρας του Μνημονίου, και όλο το αντεργατικό πλαίσιο του δεύτερου Μνημονίου μένει σε πλήρη ισχύ μέχρι το 2019.
Η κυβέρνηση πορεύεται βάσει της ανάγκης να δουν πρώτα οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας κι έπειτα η καθημαγμένη κοινωνία μισογεμάτο το – επιεικώς – μισοάδειο ποτήρι της τρίτης βίαιης μνημονιακής προσαρμογής. Στην προσπάθεια επικοινωνιακής στρογγυλοποίησης των νέων μέτρων συνέβαλαν όσο μπορούσαν και οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων δανειστών, ιδιαίτερα με τις ενθουσιώδεις αναφορές Μοσκοβισί και Ρέγκλινγκ στην υπεραπόδοση του 2016, δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα, που αναμένεται να επιβεβαιώσει λίγο μετά το Πάσχα η Eurostat (κοντά στο 3% του ΑΕΠ, έναντι μνημονιακής πρόβλεψης 0,5%).
Συγχρονισμένη μετατόπιση ΔΝΤ- Γερμανίας
Ωστόσο, πριν διατυπωθεί το τελικό κείμενο της «τεχνικής συμφωνίας» και η εισήγηση του κουαρτέτου προς το επόμενο Eurogroup (είτε έκτακτο, είτε το προγραμματισμένο στις 22/5), όλοι κρατούν μικρό καλάθι. Η μνημονιακή εμπειρία επιβεβαιώνει ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Και καθώς αυτές οι «λεπτομέρειες» πρέπει να διατυπωθούν τόσο στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο με τον ESM, όσο και σε παράλληλο μνημόνιο (MEFP) με το ΔΝΤ, ο τελικός λόγος για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και για την «τελική συμφωνία» ανήκει στην ηγεσία του Ταμείου. Η πρώτη επίσημη αντίδρασή του, με την ανακοίνωση μετά το Eurogroup, είναι ασυνήθιστα θετική (εξίσου ασυνήθιστη με τις θετικές αναφορές του Σόιμπλε) ως προς τις «προοπτικές ολοκλήρωσης» της συμφωνίας, με ευθεία αναφορά σε «επόμενη αποστολή στην Αθήνα». Και, κυρίως, υπενθυμίζει την απαίτησή του για «ικανοποιητικές διαβεβαιώσεις αξιόπιστης πολιτικής για την ανάκτηση της βιωσιμότητας του χρέους, προτού παρουσιαστεί ένα πρόγραμμα στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ» από την Ευρωζώνη.
Η λέξη κλειδί είναι οι «διαβεβαιώσεις», που σημαίνει ότι με τον επισημότερο τρόπο το ΔΝΤ απαιτεί να του παρουσιαστεί το πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, με την ταυτόχρονη πολιτική εγγύηση ότι αυτά θα εφαρμοστούν μετά το 2018. Βεβαίως, αυτό έχει συμβεί ξανά, το 2012. Το ΔΝΤ πήρε και τότε «διαβεβαιώσεις» που δεν τηρήθηκαν ποτέ από την ηγεσία της Ευρωζώνης. Τι θα αλλάξει αυτή τη φορά ίσως το μάθουμε τη Δευτέρα, μετά τη συνάντηση Μέρκελ-Λαγκάρντ στο Βερολίνο, που ανακοινώθηκε λίγο πριν τη συνεδρίαση του Eurogroup στη Μάλτα. Εκεί θα φανεί αν η μετατόπιση της γερμανικής ηγεσίας σε μια διαλλακτικότερη στάση ήταν μονομερής, η τελικώς επρόκειτο για μιαν ακόμη κίνηση συγχρονισμού Βερολίνου και Ουάσιγκτον, που έχει κίνητρα όχι μόνο στενά οικονομικά, αλλά και ευρύτερα γεωπολιτικά. Ο αιφνιδιαστικός αμερικανικός βομβαρδισμός στη Συρία και η νέα ένταση στις αμερικανορωσικές σχέσεις είναι μια εξέλιξη που προκαλεί ντόμινο εξελίξεων που δεν αφήνει καμιά πλευρά ανεπηρέαστη. Αν και με καθόλου ορατό προς το παρόν τρόπο.