Του Σωτήρη Ρούσσου*
Πέρασαν περισσότερα από πέντε χρόνια από την πρώτη μεγάλη εξέγερση της πλατείας Ταχρίρ, και η Αίγυπτος συνεχίζει να ταλανίζεται από τα ίδια προβλήματα που οδήγησαν ή προετοίμασαν την εξέγερση: χλωμή οικονομία μαστιζόμενη από χρόνια και βαθιά διαφθορά, είσοδος εκατομμυρίων μορφωμένων νέων σε μια αγορά εργασίας χωρίς ουσιαστικά κανένα μέλλον, αχαλίνωτος αυταρχισμός και γεωπολιτική αποδυνάμωση. Όλα αυτά συνδυάζονταν με την πλήρη αποξένωση της καθεστωτικής ελίτ, όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από την ιδεολογική μήτρα του καθεστώτος, τον αραβικό-αιγυπτιακό εθνικισμό.
Η Δύση, κυρίως οι ΗΠΑ, αλλά και οι φορείς του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα, πίστεψαν πως μια πολιτική αλλαγή με τη μορφή κοινοβουλευτισμού υπό την εποπτεία των αμερικανοδίαιτων ενόπλων δυνάμεων θα επέτρεπε στην Αίγυπτο να ενσωματωθεί στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και να παίξει το σταθεροποιητικό ρόλο που της είχε απονεμηθεί στη Μέση Ανατολή. Να γίνει δηλαδή μια κοινοβουλευτική δημοκρατία στο πρότυπο της Τουρκίας πριν τον Ερντογάν. Η άνοδος των Αδελφών Μουσουλμάνων και ο γεωπολιτικός συναγερμός που δημιούργησε στο Τελ Αβίβ και τη Ριάντ, σε συνδυασμό με την έλλειψη κοσμικής πρότασης εξουσίας και κυρίως με την άρνηση των καθεστωτικών κλικών να μοιραστούν τα λάφυρα της διαφθοράς με νεοεισερχόμενους, οδήγησαν στο πραξικόπημα του στρατηγού αλ-Σίσι. Μια λύση που θεωρείται προσωρινή για τη Δύση και ορισμένους περιφερειακούς παίκτες.
Η λύση αυτή βασίζεται στο γεωπολιτικό «θέσφατο» ότι η Αίγυπτος δεν μπορεί να αφεθεί να «πέσει». Χάος στην Αίγυπτο δεν θα προκαλέσει συγκρούσεις μεταξύ εθνο-θρησκευτικών ομάδων όπως στη Συρία και το Ιράκ – άλλωστε στην Αίγυπτο τα χαρακτηριστικά της κοπτικής μειονότητας είναι εντελώς διαφορετικά. Όμως τυχόν διάλυση της Αιγύπτου θα έχει δυσθεώρητες επιπτώσεις στην ασφάλεια του Ισραήλ, και βέβαια στη διώρυγα του Σουέζ. Θα αποτελέσει κέντρο διάχυσης του χάους και της αβεβαιότητας όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Βόρειο Αφρική, ακόμη και την Υποσαχάρια Αφρική. Τέλος, με μια ερντογανική Τουρκία αμφίθυμη και κυρίως απρόβλεπτη, και με ένα εχθρικό και δύσπιστο Ιράν, η απουσία της Αιγύπτου θα ανοίξει τις πύλες σε θύελλες άγνωστης ισχύος και θα ανοίξει κρουνούς μετανάστευσης και προσφυγιάς στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι Δυτικοί σε αναζήτηση «σταθεροποιητικού παράγοντα»
Αυτή η προσωρινή λύση σταθερότητας βασίζεται στην ανάγκη να υπάρχει ένας ηγετικός πόλος σε αυτό που ονομάζεται αραβικό περιφερειακό σύστημα ισχύος. Με την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ και την κατάρρευση της Συρίας, δεν υπάρχει καμία χώρα που να μπορεί σοβαρά να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη Δύση αλλά και εντός του αραβικού συστήματος. Η Σαουδική Αραβία δεν θεωρείται φερέγγυα από τις ΗΠΑ, λόγω του ιδιόμορφου μοναρχικού καθεστώτος και κυρίως λόγω του ουαχαβιτικού εξτρεμιστικού Ισλάμ το οποίο εκπροσωπεί και ενισχύει διεθνώς με γνωστά αποτελέσματα: την αλ-Κάιντα, το «Ισλαμικό Χαλιφάτο», την Μπόκο Χαράμ και άλλες εκφάνσεις του τζιχαντιστικού σαλαφιστικού Ισλάμ. Παρά τις κατά καιρούς κοινές τους επιχειρήσεις στην υποστήριξη αυτών των ομάδων, οι Αμερικανοί δεν θεωρούν τους Σαουδάραβες σταθεροποιητική δύναμη, λόγω και της έλλειψης ισχυρών και αποτελεσματικών ενόπλων δυνάμεων (δεν φτάνει για αυτό ο σαουδαραβικός πακτωλός για εξοπλισμούς, αμερικανικής κυρίως προελεύσεως).
Χώρες όπως το Κατάρ και η Ιορδανία ενδεχομένως να μπορούν να παίξουν ρόλο μεσολαβητή, αλλά δεν έχουν την ισχύ και το μέγεθος για να αποτελέσουν ηγετικό και σταθεροποιητικό παράγοντα στο αραβικό σύστημα. Η Αλγερία, η οποία κατά καιρούς είχε παίξει σημαντικό ρόλο, σήμερα αντιμετωπίζει εσωτερικές προκλήσεις και δεν φαίνεται να επιθυμεί να πάρει πρωτοβουλίες πέρα από τη Βόρειο Αφρική και την περιοχή του Σαχέλ. Για τη Δύση, η περίπτωση αλ-Σίσι είναι αυτό που κατόπιν εορτής θα ήθελαν να έχουν στο Ιράκ και τη Συρία – δηλαδή έναν στρατιωτικό που θα σταθεροποιούσε την κατάσταση, θα επέβαλλε την τάξη και θα έστρωνε τον δρόμο για μια ελεγχόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, τύπου νοτιοανατολικής Ασίας (Μυανμάρ, Μαλαισία) και με ανάλογη έκθεση στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο.
Η Αίγυπτος παραμένει πολύπλευρα προβληματική
Δυστυχώς όμως η σταθεροποίηση δεν φαίνεται να έρχεται. Τα δημοσιονομικά μεγέθη της Αιγύπτου παραμένουν εξαιρετικά δυσμενή, με το έλλειμμα στον προϋπολογισμό και στις τρέχουσες συναλλαγές να φτάνει το 12% και το 7% αντίστοιχα. Η ανεργία των νέων φτάνει το 40%, με πάνω από ένα εκατομμύριο νέους να εισέρχονται κάθε χρόνο στην αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή, η συμφωνία με το ΔΝΤ για δάνειο 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων βασίζεται σε μέτρα περικοπών των επιδοτήσεων σε καύσιμα, ίσως και τρόφιμα – κάτι που συνήθως οδηγεί σε εξεγέρσεις στις μεσανατολικές κοινωνίες (διαδηλώσεις για το ψωμί στην Ιορδανία και τα καύσιμα στο Ιράν). Η θεραπεία-σοκ του Ταμείου θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνη. Έτσι, ακόμη και εκφραστές της οικονομίας της αγοράς όπως ο Economist συμβουλεύουν συγκρατημένες μεταρρυθμίσεις για να μην «πέσει» η Αίγυπτος.
Το βασικότερο πρόβλημα είναι όμως η παλινόρθωση του καθεστωτικού συστήματος νομής εξουσίας και διαφθοράς που κυριαρχούσε στην περίοδο Μουμπάρακ. Ο στρατηγός αλ-Σίσι δεν ήταν δυνατόν να καθαρίσει την «κόπρο του Αυγείου» γιατί απλούστατα αποτελεί μέρος και χρωστάει την εξουσία του σε αυτούς που την παράγουν – δηλαδή τον στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας, των οποίων οι επιχειρηματικές δραστηριότητες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παρασιτικής και διεφθαρμένης αιγυπτιακής οικονομίας. Παράλληλα, τα έσοδα από τον τουρισμό έχουν μειωθεί δραματικά λόγω των προβλημάτων ασφάλειας, ιδιαίτερα με την αμείωτη δράση των τζιχαντιστών στη Χερσόνησο του Σινά (άλλη μια αποτυχία του αλ-Σίσι). Τα εμβάσματα των Αιγυπτίων εργαζομένων από το εξωτερικό μειώνονται λόγω της οικονομικής κρίσης στις χώρες εργασίας τους, και κυρίως στη Σαουδική Αραβία και τις χώρες του Κόλπου λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Ακόμη και τα έσοδα από την πρόσφατα διευρυμένη Διώρυγα του Σουέζ μειώθηκαν. Η γιγάντωση της μαύρης αγοράς συναλλάγματος και ο υψηλός πληθωρισμός είναι ακόμη δύο δείγματα μιας οικονομίας που οδηγείται σε κατάρρευση. Και βέβαια η Σαουδική Αραβία, με τόσο μειωμένα έσοδα από το πετρέλαιο, δεν μπορεί να τη σώσει.
Ο αλ-Σίσι οχυρώνεται με κάθε δυνατό τρόπο
Το δίλημμα για τη Δύση, τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ παραμένει ισχυρό και πιεστικό: Στηρίζουμε τον αλ-Σίσι με οποιοδήποτε, οικονομικό κυρίως, κόστος; Ή αναζητούμε μια άλλη λύση που θα περιλαμβάνει κι άλλες πολιτικές δυνάμεις, πιθανόν και «λογικούς» ισλαμιστές, και θα είναι ικανή να βρει ένα modus operandi με τον στρατό;
Ο αλ-Σίσι πάντως προετοιμάζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι Αιγύπτιοι αξιωματούχοι δεν αφήνουν ευκαιρία για να στηλιτεύσουν τα δεινά που επέσυραν στη Μέση Ανατολή οι πρόσφατες ξένες επεμβάσεις. Και δεν πρέπει να παραβλέψουμε το κλείσιμο του ματιού στη Μόσχα και το Πεκίνο. Μάλιστα φαίνεται ότι η κυβέρνηση αλ-Σίσι προσπαθεί να ξαναφέρει στο προσκήνιο το Παλαιστινιακό ζήτημα, μιας και αισθάνεται ότι αυτό αποτελεί προνομιακό χώρο παρέμβασης της Αιγύπτου, και υπολογίζει ότι τυχόν έναρξη μια νέας ειρηνευτικής διαδικασίας θα κάνει δυσκολότερη την ανατροπή του από όσους τον θεωρούν προσωρινή λύση. Άλλωστε, ουδέν μονιμότερο του προσωρινού.
* Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr