Μόλις δυο χρόνια μετά τον βάναυσο θάνατο της 22χρονης Μάχσα Αμίνι, Σεπτέμβρη του 2022 στην Τεχεράνη, εν μέσω θυελλωδών διαδηλώσεων και άγριας καταστολής, ο 52χρονος πολιτικοποιημένος Ιρανός Μοχάμαντ Ρασούλοφ αποφάσισε να εντάξει τα γεγονότα αυτά στη νέα του ταινία «Ο σπόρος της ιερής συκιάς», ένα πολιτικό θρίλερ ενάντια στη βία κατά των γυναικών στο σύγχρονο Ιράν, που κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ο τίτλος αναφέρεται στον κύκλο ζωής της συκιάς, που βλασταίνει και αναπτύσσεται μέσα σε άλλα δέντρα, στραγγαλίζοντάς τα.

Ο φιλόδοξος οικογενειάρχης Ιμάν (Μισάγκ Ζαρέ), ανακριτής κρατικής ασφάλειας, στοχεύει με την υπακοή στους ανωτέρους του, να κερδίσει προαγωγή. Η θητεία του όμως συμπίπτει με το κύμα διαδηλώσεων μετά από το θάνατο μιας κοπέλας σε αστυνομικό τμήμα, εξαιτίας ενδυματολογικής παράβασης, με τον Ιμάν να υπογράφει θανατικές καταδίκες αντιφρονούντων. Η πιστή σύζυγός του Νατζμέ (Σοχεϊλά Γκολεστανί) προσπαθεί να κρατήσει μακριά από τις ταραχές τις δυο κόρες τους, την φοιτήτρια Ρεζβάν (Μαχσά Ροσταμί) και την έφηβη μαθήτρια Σανά (Σεταρέχ Μαλεκί), που παρατηρούν εξοργισμένες τα ψεύδη των τηλεοπτικών δελτίων, κόντρα στις εικόνες άγριας καταστολής στα βίντεο που κυκλοφορούν διαδικτυακά. Ο Ιμάν επιχειρεί να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στο σπίτι, ωστόσο πληγώνεται βαθιά από την αμφισβήτηση της Ρεζβάν και τη μυστηριώδη εξαφάνιση του υπηρεσιακού του όπλου. Διπλά ταπεινωμένος, χάνει κάθε εμπιστοσύνη και πείθεται να διευθετήσει την υπόθεση με διακριτικότητα, αναθέτοντας την ανάκριση των δικών του ανθρώπων σε έμπιστο συνάδελφο. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν οι αντικαθεστωτικοί αναρτούν τη διεύθυνσή του. Φοβούμενος αντίποινα, καταφεύγει με την οικογένειά του στο πατρικό σπίτι, στη μακρινή επαρχία, αποκαλύπτοντας τον πραγματικό του εαυτό.

Παρά τις διαρκείς διώξεις, φυλακίσεις και λογοκρισία, ο Ρασούλοφ κατάφερε να γυρίσει στο Ιράν οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες, οι οποίες έχουν απαγορευτεί στη χώρα του, παρότι κέρδισαν σημαντικά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ. Με απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, από το 2017, ο Ρασούλοφ δήλωσε ότι εμπνεύστηκε την ταινία μετά την εμπειρία του στη φυλακή το καλοκαίρι του 2022, που συνέπεσε με το νέο κύμα εξεγέρσεων, μετά το βίαιο θάνατο της Μάχσα Αμίνι, που ξυλοκοπήθηκε θανάσιμα από την Αστυνομία Ηθών, επειδή δεν φορούσε σωστά το χιτζάμπ της. Μετά την αποφυλάκισή του, γύρισε την ταινία σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, με πολλούς περιορισμούς, ελάχιστο τεχνικό εξοπλισμό και δυσκολία εύρεσης ηθοποιών, λόγω επακόλουθης στοχοποίησής τους. Κάποιοι κατάφεραν και διέφυγαν από το Ιράν, ενώ η Σοχέιλα Γκολεστανί που ερμηνεύει την μητέρα, φυλακίστηκε επειδή υποστήριξε δημόσια το κίνημα των διαδηλώσεων. Ο Ρασούλοφ τελικά κατέφυγε στο Παρίσι, δηλώνοντας ότι επέλεξε να αυτοεξοριστεί επειδή αντιμετώπιζε νέα ποινή οκταετούς φυλάκισης, παράλληλα με μαστίγωμα, πρόστιμο και δήμευση περιουσίας, υπονοώντας ότι κινδύνευε να καταδικαστεί ακόμα και σε θάνατο.

Μετά την αριστουργηματική σπονδυλωτή ταινία του «Δεν υπάρχει κακό» (2020), ο Ρασούλοφ επιστρέφει με ένα τολμηρό αντικαθεστωτικό κοινωνικό δράμα, που καταλήγει σε πολιτικό θρίλερ, αναδεικνύοντας καταπίεση και ανελευθερία, αρχικά μέσα από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες. Ο Ιμάν ενσαρκώνει την καθιερωμένη νοοτροπία του πατριάρχη και εθελόδουλου υπαλλήλου. Στο πλευρό του, η υποταγμένη Νατζμέ, αφοσιωμένη σύζυγός και στοργική μητέρα, αναλώνεται στις δουλειές του σπιτιού. Κάθε μια από τις δυο αδερφές επιχειρεί τη δική της υπέρβαση, με τον σκηνοθέτη να αναδεικνύει πως κανείς δεν γεννιέται επαναστάτης, αλλά διαμορφώνεται μέσα από τις συνθήκες. Παρά τον ήπιο χαρακτήρα, η Ρεζβάν είναι αυτή που αποτολμά πρώτη να αντιπαρατεθεί στον πατέρα, αμφισβητώντας το επιβαλλόμενο πατριαρχικό επιστέγασμα, ενώ συμπαραστέκεται και στην τραυματισμένη φίλη της. Υπόδειγμα της εξεγερμένης νεολαίας η τολμηρή έφηβη Σανά, παρότι αρχικά απεικονίζεται σιωπηλή, είναι αυτή που δίνει δραστική λύση αντίδρασης και απελευθέρωσης, ενώ προηγουμένως σε μια νοσταλγική παλινδρόμηση, είχε επιχειρήσει να προσεγγίσει τον μαινόμενο Ιμάν, μέσα από την ανιδιοτελή πατρική αγάπη.

Παρότι ο Ρασούλοφ καταλήγει σε χαρακτήρες που εκφράζουν με την απολυτότητά τους την εκτροχιασμένη καθεστωτική καταπίεση, την ασυγκράτητη βία και τη θεοκρατική παράνοια που επικρατεί, ώστε να δημιουργήσει μεταφορικά σχήματα και συμβολισμούς για επερχόμενες εξεγέρσεις, στο πρώτο μέρος εστιάζει στους προβληματισμούς των γονέων, αναδεικνύοντας πώς επιδρούν οι κρατικοί μηχανισμοί εκφοβισμού, καταπίεσης και ηθικής συνενοχής, δημιουργώντας υποταγμένους πολίτες.

Με την ισλαμική ιρανική κοινωνία να διαιωνίζει έναν κόσμο διαχωρισμένο σε άντρες/γυναίκες, η ταινία αποτελεί αρχικά μια απλή κατασκευή με πολλά πορτραίτα και κοντινά στα πρόσωπα, σχεδόν τηλεοπτικής αισθητικής, μεταφέροντας δραματικές κορυφώσεις, μέσα από αντιπαραθετικούς διαλόγους και σιωπές. Ωστόσο, οι έμφυλες ανισότητες αναδεικνύονται μέσα από τα καδραρίσματα, υπογραμμίζοντας τη γυναικεία καταπίεση. Η μεγαλύτερη κόρη μπροστά, περιστοιχίζεται από μητέρα και μικρότερη αδερφή στο φόντο, ενώ συχνά οι γυναίκες απεικονίζονται στο πρώτο πλάνο σε εσωτερικό χώρο, να διαχωρίζονται από το αρσενικό που βρίσκεται έξω, πλαισιωμένο από παράθυρα ή πόρτες. Συχνά πατέρας και μητέρα βρίσκονται στο ίδιο κάδρο, στα πλάνα πριν πέσουν για ύπνο, με ενδεικτική τη σκηνή κοινής προσευχής, όπου απεικονίζονται σε προφίλ κρατώντας την ιεραρχία, ενώ η τοποθέτηση των μορφών στο κάδρο έχει τεράστια σημασία στις σκηνές ανάκρισης, με τον ανακριτή πίσω από τον ανακρινόμενο. Αίσθηση σύγχρονου γυναικωνίτη απεικονίζεται με την μητέρα στο σπίτι που σιδερώνει, πλένει ή μαγειρεύει, ενώ οι δυο αδερφές με την φίλη τους, καλλωπίζονται πάνω στο κρεβάτι, σε αντίθεση με τη βία που επακολουθεί.

Εύστοχα ο Ρασούλοφ εντάσσει τις πραγματικές συγκλονιστικές εικόνες από τα βίντεο των κινητών, δημοσιοποιώντας ό,τι συνέβηκε σε ευρύτερο ακροατήριο, καθώς αυτά τα βίντεο εξαφανίστηκαν από το διαδίκτυο, με κρατική εντολή, αποκαλύπτοντας καθεστωτική παραπληροφόρηση και εκστρατεία παραπλανητικής προπαγάνδας από τα τηλεοπτικά δελτία. Αρχικά διαφαίνεται η μαζικότητα των κινητοποιήσεων με πανό και συνθήματα «Κάτω η θεοκρατία», «Γυναίκες, ζωή, ελευθερία», κοπέλες που καίνε τα χιτζάμπ, αλλά και η απροκάλυπτη βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν. Οι θεατές γίνονται μάρτυρες άγριας καταστολής, με αιμόφυρτους διαδηλωτές και νεκρούς καταμεσής στο δρόμο.

Ενδεικτική είναι η σκηνή σε κοντινό πλάνο, με την Νατζμέ να βγάζει τα σκάγια από το παραμορφωμένο πρόσωπο του τραυματισμένου κοριτσιού, υπό το άκουσμα του τραγουδιού «Dilman», του Καρζάν Μαχμούντ, με την σπαρακτική ερμηνεία της Ραχά Γιουσέφι, να λειτουργεί σαν μουσικός θρήνος. Το τραγούδι συνεχίζεται όταν η μητέρα πετάει στο νιπτήρα τα ματωμένα σκάγια, σε αργή κίνηση. Ο Μαχμούντ που υπογράφει την πρωτότυπη μουσική χρησιμοποιεί παραδοσιακά έγχορδα και κρουστά εντείνοντας την αγωνία μέσα από ρυθμικές συνθέσεις, στη σκηνή που ο πατέρας εισβάλλει στο δωμάτιο των κοριτσιών, ψάχνοντας το όπλο, ενώ η ορχηστρική σύνθεση «Σπόρος» στο τέλος, αντηχεί τη στιγμή που το υψωμένο χέρι του θαμμένου άντρα ξεπροβάλλει απειλητικά σαν φυτρωμένο δέντρο.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι σκοτεινές σκηνές της ανάκρισης των τριών πρωταγωνιστριών, με δέσιμο χεριών και ματιών, με τον Ρασούλοφ να επιχειρεί διπλή αποκάλυψη: καταγγέλλει το ιρανικό καθεστώς για ψυχολογικά βασανιστήρια κατά τις ανακρίσεις, ενώ παράλληλα προδίδει πως αντίστοιχες μεθόδους χρησιμοποιεί και ο πρωταγωνιστής, όπως αποκαλύπτεται στο τέλος. Τότε οι χαρακτήρες στα όρια υπερβολής, αποκτούν συμβολική υπόσταση, εκφράζοντας την παραβολή του τίτλου.

Οι συνθήκες απαγορεύσεων και εγκλεισμών που γυρίστηκε η ταινία περιόρισαν τη δράση εσωτερικά, με ελάχιστα πλάνα στους δρόμους και με εξαίρεση στο τέλος, που το κάδρο ξανοίγεται στην ιρανική επαρχία, με φόντο τα βουνά. Εξαιρετικό είναι και το εγκαταλελειμμένο χωριό με τα πλινθόκτιστα σπίτια, όπου διεξάγεται η τελευταία πράξη του δράματος, ανακαλώντας το κυνηγητό στον λαβύρινθο από τη «Λάμψη» (1980/Κιούμπρικ), προετοιμάζοντας ένα φινάλε, που επιστρέφει στο συμβολισμό.

Ο Ρασούλοφ κλείνει την ταινία του ελπιδοφόρα, με την πραγματική εικόνα-σύμβολο ελευθερίας, μιας νεαρής διαδηλώτριας, που δίχως χιτζάμπ, χορεύει ανέμελη γύρω από μια φωτιά στο δρόμο, με τα μακριά μαλλιά της να ανεμίζουν.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!