Μέσα από το ντοκιμαντέρ «Κυπραίες», των Β. Κατριβάνου και Bushra Azzouz
Συνέντευξη: στον Σταμάτη Μαυροειδή
Από την προσεχή Πέμπτη 15 Απριλίου και για μια εβδομάδα η Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48) θα παρουσιάσει για πρώτη φορά όλα τα ντοκιμαντέρ που απείχαν από το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης που έγινε το Μάρτιο του 2010.
Η εβδομάδα αυτή, με τίτλο FOG DOC, περιλαμβάνει 16 ντοκιμαντέρ και είναι αφιερωμένη στον πρόσφατο θάνατο του ποιητή, θεωρητικού και κριτικού κινηματογράφου Ανδρέα Παγουλάτο. Με αφορμή το αφιέρωμα που οργανώνεται από τους «Κινηματογραφιστές στην ομίχλη» ως πράξη διαμαρτυρίας για τη μη ψήφιση του υπεσχημένου από το υπουργείο Πολιτισμού νέου νόμου για τον Κινηματογράφο μιλήσαμε με την Βασιλική Κατριβάνου, δημιουργό του ντοκιμαντέρ «Κυπραίες».
Η κ. Κατριβάνου μαζί την Bushra Azzouz σκηνοθέτησαν ένα πολύ ενδιαφέρον φιλμ, το οποίο φέρνει στο φώς ιστορίες από το διαιρεμένο νησί που για χρόνια έμεναν κρυμμένες, ένα φιλμ που εκφράζει την επιθυμία γυναικών και από τις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής να ζήσουν ξανά μαζί…
Παρ’ ότι το ντοκιμαντέρ διατρέχει με ευαισθησία τις βαθιές πληγές της πολιτικής ιστορίας των τελευταίων 40 χρόνων στην Κύπρο, εντούτοις, ο πυρήνας του δεν επικεντρώνεται στον πολιτικό διάλογο. Η ταινία, παρά ταύτα, είναι πολιτική;
Κατά τη γνώμη μου, ο πολιτικός διάλογος δεν αφορά μόνο την αντιπαράθεση σ’ ένα επίπεδο πολιτικών θέσεων, ιδεών και απόψεων. Αφορά ολόκληρο τον άνθρωπο και την εμπειρία του, δηλαδή τι σκέφτεται, τι αισθάνεται, τι τον εμπνέει και τον διακινεί, τι τον φοβίζει. Μια πολιτική θέση έχει πίσω της προσωπικά βιώματα και ιστορίες, συναισθήματα, έναν ολόκληρο κόσμο.
Όταν αυτά συμπεριληφθούν στη συζήτηση, τότε ο διάλογος μπορεί να βαθύνει, και να καταλάβεις καλύτερα τι κινεί τη σκέψη τού άλλου. Πήγα στην Κύπρο σε μια περίοδο που η αντιπαράθεση ήταν έντονη, υπέρ ή κατά του Σχεδίου Ανάν και η συζήτηση αναπαραγόταν συνεχώς με τον ίδιο τρόπο. Αναρωτιόμουν, λοιπόν, τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να βαθύνει το διάλογο. Ο κόσμος, την περίοδο του δημοψηφίσματος, αισθανόταν ότι ζούσε μια ιστορική στιγμή και διψούσε να μιλήσει για την εμπειρία του γύρω από το Κυπριακό. Μέσα στην ίδια του την κοινότητα ή σε διάλογο με την άλλη κοινότητα, μοιραζόταν ιστορίες που δεν είχε πει για χρόνια.
Στο φιλμ δεν υπάρχει αντρική παρουσία – αν εξαιρέσουμε βέβαια κάποια γενικά, αναγκαία για τα γυρίσματα πλάνα. Είναι συνειδητή επιλογή η αποκλειστικά γυναικεία ματιά του θέματος, οι γυναικείες φωνές; Και αν ναι, για ποιο λόγο, κ. Κατριβάνου;
Όταν έφτασα στην Κύπρο, διαπίστωσα ότι οι γυναίκες με έντονη ακτιβιστική δράση απείχαν από τα κέντρα λήψης αποφάσεων και από τις επίσημες συζητήσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ξέρουμε, ότι η έξαρση του εθνικισμού προσλαμβάνει έμφυλα χαρακτηριστικά.
Οι άντρες είναι οι πολεμιστέ και οι γυναίκες είναι υπεύθυνες για τη βιολογική και κοινωνική αναπαραγωγή του έθνους. Το έθνος απεικονίζεται μέσω του γυναικείου σώματος, που είτε πρέπει να προστατευθεί, είτε να κατακτηθεί ως λάφυρο. Κυρίαρχη είναι η εικόνα της ένδοξης μάνας ή της κακοποιημένης γυναίκας. Συγχρόνως, υπάρχει έντονος διαχωρισμός της ιδιωτικής σφαίρας, που εκπροσωπείται από τις γυναίκες και το συναίσθημα, και της δημόσιας, που εκπροσωπείται από τους άντρες και τη λογική.
Με ενδιέφερε, λοιπόν, να κάνω μια ταινία, της οποίας η ιστορία θα λεγόταν μέσα από γυναικείες φωνές και αφηγήσεις και που οι γυναίκες θα ήταν οι φορείς και δημιουργοί της.
Η ταινία έγινε μέσα από ένα συνεχή διάλογο: ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, ανάμεσα στις γυναίκες και μένα, ανάμεσα σε μένα και τη συνεργάτιδά μου Bushra Azzouz στις ΗΠΑ και πάλι πίσω στην Κύπρο με τη βασική ομάδα των γυναικών. Θυμάμαι το σοκ της πρώτης φοράς, όταν οι Τουρκοκύπριες μου είπαν: «Όχι άλλη μια ταινία από ελληνική σκοπιά». Το είπαν αυτό γιατί αρχικά, αν και είχα πολλές συνεντεύξεις με Τουρκοκύπριες, η βασική μου ηρωίδα ήταν μια Ελληνοκύπρια που επισκεπτόταν το σπίτι που είχε χάσει μετά την εισβολή.
Θεωρούσα, ότι αυτό θα αρκούσε για να εκπροσωπηθεί ο κοινός πόνος των Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων προσφύγων. Όμως, τότε συνειδητοποίησα ότι ποτέ η εμπειρία της μειοψηφίας δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από την πλειοψηφία.
«Όταν ανοίξαμε τους δρόμους, είναι σαν να ανοίξαμε τον κόσμο», λέει σε κάποια σκηνή μια από τις πρωταγωνίστριες και σε ακόμη μία σκηνή ακούγεται κάποια άλλη να λέει: «αν μας αφήσουν μόνους μας, θα τα βρούμε…». Πιστεύετε σε μια τέτοια «λύση», μια λύση από τα κάτω;
Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μορφή λύσης δεν μπορεί να είναι βιώσιμη μόνο με κάποιο σχέδιο ή με διοικητικές ρυθμίσεις. Άλλωστε, το 2003 τα σύνορα άνοιξαν μετά από μεγάλες κινητοποιήσεις του τουρκοκυπριακού λαού.
Η συνύπαρξη προϋποθέτει τη σχέση, και η σχέση χρειάζεται μοίρασμα κοινών δραστηριοτήτων αλλά και μοίρασμα των φόβων, της δυσπιστίας και των ονείρων που έχουν οι άνθρωποι για τη ζωή τους. Μετά από κάθε προβολή της ταινίας στην Κύπρο ακολουθούσε κουβέντα με το ακροατήριο. Όταν ξεπερνούσαμε την αντιπαράθεση γύρω από το Σχέδιο Ανάν, άρχιζαν οι άνθρωποι και από τις δύο κοινότητες να ρωτούν οι μεν τους δε για διάφορα περιστατικά, αν όντως έγιναν έτσι, πώς τα βίωσαν, τι αισθάνονται για τα σπίτια που έχασαν, τι εκπροσωπούν για κείνους και αν θέλουν πίσω τις περιουσίες τους. Αυτός ο διάλογος πρέπει να γίνει ανάμεσα στις δύο κοινότητες και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κανέναν διάλογο κορυφής.