Ανανέωση της αυτοβιογραφικής τάσης στον κινηματογραφικό ρεαλισμό

της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

Το σινεμά εμπνέεται από την πραγματικότητα και παράλληλα της χαρίζει λάμψη, μέσα από μικρά διαμάντια, όπως τα δυο εξαιρετικά δείγματα ανεξάρτητου ευρωπαϊκού κινηματογράφου, που κυκλοφορούν τούτες τις μέρες. Δυο γυναίκες, η μια στην αρχή και η άλλη στη δύση της ζωής, σε δυο κινηματογραφικά γυναικεία πορτρέτα ανανεώνουν την αυτοβιογραφική τάση στον κινηματογραφικό ρεαλισμό, με επίκεντρο τις οικογενειακές σχέσεις σε διαφορετικά κοινωνικά μοντέλα.

Αυτοβιογραφικά στοιχεία από την παιδική της ηλικία στον ιταλικό βορρά, στην οικογενειακή φάρμα του Γερμανού μελισσοκόμου πατέρα της επιστρατεύει η Γερμανοϊταλίδα Αλίτσε Ρορβάχερ, στη δεύτερη ταινία της Τα Θαύματα (Μέγα Βραβείο Επιτροπής, Κάννες 2014).

Μαζί με την μητέρα και τις τρεις αδερφές της, η δωδεκάχρονη Τζελσομίνα δουλεύει σκληρά, στη βάση μιας κοινοβιακής αγροτικής ζωής με τα απαραίτητα. Ο εναλλακτικός μελισσοκόμος πατέρας έχει μυήσει την Τζελσομίνα στα μυστικά της μελισσοκομίας, ώστε να συντονίζει τις μικρότερες αδερφές της στην παραγωγή μελιού. Μια τηλεοπτική εκπομπή που διοργανώνει διαγωνισμό ανάμεσα στους τοπικούς παραγωγούς, και η εμφάνιση ενός λιγομίλητου αγοριού σπάνε την καλοκαιρινή ρουτίνα. Η Τζελσομίνα -όνομα που παραπέμπει στο φελινικό Λα Στράντα– θαυμάζει τον πατέρα της, ασφυκτιά όμως στο κλειστό, αύταρκες σύμπαν που δημιούργησε και την προορίζει για διάδοχο, δίχως τη συγκατάβασή της. Αναζητώντας τη δική της φωνή, δηλώνει την οικογενειακή επιχείρηση ως υποψήφια, στον τηλεοπτικό διαγωνισμό.

Η σκηνοθέτρια εστιάζει στους χαρακτήρες και τις ευαίσθητες ερμηνείες. Η κινηματογράφηση με κάμερα στο χέρι αγγίζει ακατέργαστη αυθεντικότητα, με οικείες σκηνές οικογενειακής ζωής, περικλείοντας ωστόσο, σιωπηρή ένταση που φανερώνει τον μεταβατικό ψυχισμό της έφηβης, με την αμφισβήτηση της πατρικής προσταγής, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα και την επιθυμία ανεξαρτητοποίησης. Η σχέση κόρης-πατέρα ξεδιπλώνεται με μικρές τρυφερές χειρονομίες, ενώ η ρεαλιστική αίσθηση της φύσης μεταφέρεται με φυσικούς ήχους και φωτισμούς, δίχως μουσική υπόκρουση. Η ανάδειξη καταμερισμού εργασίας υπογραμμίζει τον παραλληλισμό της σκηνοθέτριας με τις πολύ-πολιτισμικές οικογένειες μελισσών.

Η ταινία θέτει το ζήτημα αν η στροφή στην παράδοση αποτελεί αντίσταση στο σύγχρονο τρόπο ζωής, και στο τηλεοπτικό σόου, που σηματοδοτεί το σύγχρονο κόσμο. Ένα παραδοσιακό πολυφωνικό τραγούδι λειτουργεί μυσταγωγικά, αναδεικνύοντας αυθεντική αξία ενάντια στην ισοπέδωση που μετατρέπει τα πάντα σε προϊόντα.

Ο πατέρας ανήκει στη γενιά που αναζήτησε εκτός μαζικής βιομηχανικής παραγωγής αρμονία στη φύση. Η ανεπαρκής αποδοτικότητα των τοπικών προϊόντων, συγκριτικά με τον κόπο παραγωγής, εγείρει ερωτήματα για τη συνέχεια παρόμοιων εγχειρημάτων, ενώ επισημαίνεται πως η ιδεαλιστική αγνότητα μιας αλλοτινής αγροτικής οργάνωσης δεν αποτελεί όραμα για τις επερχόμενες γενιές.

Σε μια σκηνή βγαλμένη από σουρεαλιστικό πίνακα, η Τζελσομίνα, σωστή βασίλισσα μελισσών, τις ελέγχει που περπατούν στο πρόσωπό της δίχως να την τσιμπήσουν. Αντίστοιχο συμβολικό τόνο, δίνει και η παρουσία μιας καμήλας, σε μια μικρή φαινομενικά ταινία, πλούσια όμως σε νοήματα και κοινωνικές προεκτάσεις.

Στο βραβευμένο με Χρυσή Κάμερα στις Κάννες, Party girl, πρώτη ταινία των Μαρί Αματσουκελί, Κλερ Μπουργκέρ και Σαμουέλ Τεΐς, η Ανζελίκ Λιτσενμπουργκέρ, μητέρα του Τεΐς, υποδύεται τον εαυτό της, όπως και πολλοί ηθοποιοί, που παίζουν με τα πραγματικά τους ονόματα.

Η αειθαλής εξηντάρα Ανζελίκ είναι γνωστή από χρόνια στα καμπαρέ, ως εξωτική πεταλούδα που κάνει κονσομασιόν. Κάποια στιγμή αποφασίζει να αποσυρθεί, για να παντρευτεί έναν συνταξιούχο ανθρακωρύχο, παλιότερο πελάτη της και αναζητά τα τέσσερα -από διαφορετικούς άντρες- παιδιά της, με την μικρότερη, έφηβη κόρη της, που μεγαλώνει σε ανάδοχη οικογένεια. Η ασυμβίβαστη, όμως, Ανζελίκ δυσκολεύεται να αντέξει την ανιαρή καθημερινότητα και τη στέρηση της ελευθερίας της.

Θέματα ταμπού, όπως μητρότητα και οικογένεια στο περιθώριο, ακόμα και σε μια δίχως βία, εξευγενισμένη εκδοχή τους, μέσα από την οικογενειακή ιστορία μιας γερασμένης καμπαρετζούς, αποτελούν πρωτότυπη κινηματογραφική θεματολογία, με συναρπαστικούς μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, που αναβιώνουν με αυθεντικές ερμηνείες τους ήρωες μιας περιθωριακής καθημερινότητας. Ο κόσμος της νύχτας, μέσα από την οπτική ενός σκηνοθέτη που στην πρώτη του ταινία αναφέρεται στην μητέρα του, δεν αντιμετωπίζεται ως περιθώριο, αλλά ως ένας κοινωνικά ενταγμένος εργασιακός χώρος, με σκληρά εργαζόμενα κορίτσια, με δικαίωμα στη μητρότητα, την οικογένεια, το γάμο. Αντίστοιχα με τον Καραβάτζιο, που σε εποχή που η τέχνη προοριζόταν για τους βασιλιάδες, χρησιμοποίησε ανώνυμους χωρικούς και πόρνες, ως μοντέλα στις αγιογραφίες του, η ταινία αναδεικνύει ανθρωποκεντρική λαϊκότητα στον στιγματισμένο, ηθικά, χώρο των καμπαρέ. Όσο εκκεντρική και να θεωρείται η φιγούρα της Ανζελίκ, λειτουργεί συσπειρωτικά, ως μητρικός πυρήνας των ετεροθαλών αδερφών που μεγάλωσαν μακριά της. Γάμος, μητρότητα και οικογενειακή ζωή, ως κοινωνική σύμβαση και συναισθηματική δέσμευση, σχολιάζονται μέσα απ’ τη στέρηση της ελευθερίας της ασυμβίβαστης πρωταγωνίστριας. Δίχως να διεκδικεί δάφνες αντικομφορμιστικού μανιφέστου, η ταινία αναδεικνύει με ειλικρίνεια έναν αυθεντικό κινηματογραφικό χαρακτήρα, προσδίδοντας στο περιθώριο κοινωνική υπόσταση, παραπέμποντας στην Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού, αλλά και στις πρωτότυπες λαογραφικές μελέτες του Ηλία Πετρόπουλου.

 

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/ κριτικός κινηματογράφου

(ifigenia.kalantzi@gmail.com)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!