του Θανάση Μουσόπουλου*

Με τα κείμενά μας επιχειρούμε να συστήσουμε δημιουργούς του νεοελληνικού λόγου, μέσα από λίγα βιογραφικά στοιχεία και αποσπάσματα. Αναμφίβολα, δεν αρκεί ένα κείμενο ούτε και δύο. Υπάρχουν λογοτέχνες που το έργο τους είναι πολύπλευρο και πολύτομο. Τέτοια περίπτωση είναι και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που «Η φήμη του στάθηκε μεγάλη όσο ζούσε. Μια έρευνα του 1898, από την εφημερίδα Άστυ ανάμεσα σε αναγνώστες και συγγραφείς, ανέδειξε ως πρώτο στην Ελλάδα τον Παλαμά και δεύτερο τον Ξενόπουλο», όπως σημειώνει ο Mario Vitti.

Στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» συναντούμε σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα: «Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μεγάλωσε στη Ζάκυνθο και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και πέθανε. Παρουσιάστηκε στα γράμματα σε εφηβική ηλικία κι από τότε δεν έπαψε να γράφει. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του πεζού λόγου. Πρώτος αυτός διέγνωσε την αξία των ποιητών Γρυπάρη και Καβάφη και τους παρουσίασε από τις στήλες περιοδικών. Τα περισσότερα μυθιστορήματα και θεατρικά έργα του είναι εμπνευσμένα από την παλιά αριστοκρατική κοινωνία της Ζακύνθου και τη σύγχρονή του αθηναϊκή ζωή. Ο Ξενόπουλος απέσπασε την πεζογραφία από την ειδυλλιακή ύπαιθρο και την προσανατόλισε προς τη σύγχρονη ζωή, δίνοντάς της έτσι αστικό χαρακτήρα. Από τα μυθιστορήματά του ξεχωρίζουν: “Στέλλα Βιολάντη” (1909), “Ο Κόκκινος Βράχος” (1915), “Πλούσιοι και φτωχοί” (1926) κ.ά. Από τα θεατρικά: “Φοιτηταί” (1921), “Πειρασμός” (1930) κ.ά. Κατά καιρούς ίδρυσε ή διηύθυνε και διάφορα αξιόλογα περιοδικά, όπως: “Εικονογραφημένη Εστία”, “Διάπλασις των Παίδων”, “Νέα Εστία”.

Ο Λίνος Πολίτης στην “Ιστορία” του σημειώνει: «Τα μυθιστορήματά του είναι επηρεασμένα από το ρεαλισμό και το νατουραλισμό, ο ίδιος άλλωστε αναγνώριζε ως δασκάλους τον Balzac και τον Zola, και ακόμη τον Dickens και τον Daudet. Στο ενεργητικό του πρέπει επίσης να προσγραφεί το μεγάλο άλμα που επιτέλεσε μ’ αυτόν η νεοελληνική λογοτεχνία από το περιορισμένο πλαίσιο του ηθογραφικού διηγήματος στο πολυσύνθετο αστικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του στην πρωτεύουσα ή στην επαρχία. Δίπλα στο μυθιστορηματικό, σημαντικό είναι και το θεατρικό του έργο […]. Επηρεασμένος από τον Ίψεν έδωσε γύρω στο 1900 τα πρώτα του δράματα».

***

Δύο δείγματα θα παραθέσουμε, ένα πεζό και ένα θεατρικό.

«Μαργαρίτα Στέφα» (1893). Από την νεότερη έκδοση, των Αδελφών Βλάσση, 1984 διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: «Στη Ζάκυνθο στα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή κοινωνικής αναζύμωσης, γεννιέται ένας έρωτα άνισος, αταίριαστος για τον κόσμο. Εκείνος νέος με στιβαρά χέρια και ένα αβρό ρόδινο χρώμα στα μάγουλα, αναφαίρετο προνόμιο των ευγενών των Ιονίων Νήσων. Εκείνη πυρόξανθη κόρη του λαού, ξεχωριστή, που η λάμψη της δεν έχει σβήσει στη μνήμη του από τα τρυφερά παιδικά τους χρόνια. Στην αρχή κάνουν μόνο γλυκά όνειρα, αργότερα όμως η μαγεία γίνεται πιο δυνατή. Γι’ αυτούς ο έρωτας δε γνωρίζει περιορισμούς, έχει τη δική του ηθική. Όμως, αλίμονο, πρέπει να πείσουν μια ολόκληρη κοινωνία γι’ αυτό! Κι όσο αυτό δε γίνεται, οι νέοι ξαγρυπνούν κάθε βράδυ και μπροστά τους παρελαύνει ένας και μόνο λογισμός, η φυγή μακριά από όλους». Δείγμα:

«Ὁ Γιακουμάκης Στέφας ἦτο γέρων ἄνω τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν, ἀλλ’ ἡ ὄψις του ἐν γένει τὸν ἐδείκνυε πολὺ νεώτερον. Εὐθυτενὴς τὸ σῶμα, ζωηρὸς ἀρκετὰ τὰς κινήσεις, εὔχρους, μὲ πρόσωπον ἐξυρισμένον, χωρὶς μύστακα, ἐφόρει τὴν ἀφελῆ καὶ καθαρίαν ἐνδυμασίαν του, − ἄσπρον πανταλόνι λινὸν καὶ γιατέκαν ἀπὸ μαῦρο σόφι, μὲ ἀνοικτὸν ἄσπιλον ὑποκάμισον, ἐφ’ οὗ ἔπιπτον αἱ ἄκραι τοῦ στενοῦ μαύρου λαιμοδέτου καὶ μὲ κασκέτον ἢ μπερετόνι ἀπὸ μαῦρον μεταξωτὸν μὲ στιλπνὴν προμετωπίδα, − τὴν ἐνδυμασίαν αὐτὴν τὴν ἐφόρει μ’ ἐλευθερίαν καὶ ἄνεσιν σπανίαν δι’ ἄνθρωπον τῆς ἡλικίας του. Ἤρκει νά τόν ἔβλεπέ τις μόνον, διὰ νὰ συμπαθήσῃ πρὸς αὐτὸν ζωηρῶς, καὶ πρὶν ἀκόμη διαστείλῃ τὸ χεῖλος εἰς τὸ σύνηθές του γλυκύτατον μειδίαμα, τὸ ἀποκαλύπτον ὀδοντοστοιχίαν πλήρη καὶ λευκήν […]

− Τίνος εἶνε, κυρά μου, τὸ ἀρχοντόπουλο; ἠρώτησε τὴν Μαργαρίταν, ὅταν ὁ Τόνης δὲν ἐφαίνετο πλέον.
−Εἶνε γυιὸς τοῦ Τοκαδέλου, ποῦ τον εἴχαμε μία βολὰ γείτονα.
− Κακὸ νὰ μὴν ἔχῃ τὸ ξένο ἀρχοντόπουλο μία τζόγια, εἶνε λεβέντης. Καὶ ποῦ ἔλειπε, μάτια μου;
− Στὴν Πάτρα.
− Καὶ ἦρθε νὰ κάτσῃ πηλειό;
− Ναί.
− Ἀνύπαντρος, ἀνύπαντρος;
− Ναῖσκε, ἀνύπαντρος!

Καὶ ἀνῆλθεν ἡ Μαργαρίτα καὶ ἔκλεισεν ἀποτόμως τὸ παράθυρον. Ἦτο ἡ ὥρα τοῦ γεύματος καὶ ὑπῆγε νὰ ἑτοιμάσῃ τὰ τῆς τραπέζης».

Το δεύτερο απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο «Το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας», που πρωτοπαραστάθηκε στις 30 Ιουλίου 1904 από τον θίασο Νέας Σκηνής του Χρηστομάνου (το έργο είναι θεατρική διασκευή του διηγήματος «Το μυστικόν της Βαλέραινας»). Η υπόθεσή του ξετυλίγεται στη Ζάκυνθο. Εκεί ζει η γριά κοντέσσα Βαλέραινα που από οικογενειακή παράδοση ήξερε ένα μυστικό φάρμακο για τη θεραπεία των ματιών. Το φάρμακο έπρεπε να μην αποκαλυφτεί και η θεραπεία να γίνεται δωρεάν. Οι καιροί όμως είναι τώρα δύσκολοι και η παλιά αρχοντική οικογένεια έχει ξεπέσει. Η κοντέσσα πιέζεται να εμπορευτεί το φάρμακο και υπάρχουν δελεαστικές προτάσεις γι’ αυτό. Από την 3η σκηνή – πρόσωπα: Μανόλης, ο γιος της κοντέσσας και Τασία, η νύφη της

ΜΑΝΟΛΗΣ: (διστακτικός). Καλησπέρα, μάνα…
ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (συλλογισμένη). Καλώς το Μανόλη.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ε! τα λέτε;
ΤΑΣΙΑ: Τα είπαμε!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και η μάνα;…
ΤΑΣΙΑ: Αυτή τη στιγμή θα μου ‘λεγε το ναι ή το όχι. Εγώ δεν την εστένεψα καθόλου. Της είπα μόνο την ιδέα μου, καθαρά, και την άφησα στη διάθεσή της. Μου φαίνεται όμως πως θα πει το ναι. Το ξέρω… το βλέπω. Ο νους της τώρα της λέει πως έτσι πρέπει να κάμει. Δε μένει παρά να της το πει κι η καρδιά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Το ευκολότερο λοιπόν!… Η καρδιά της μάνας μπορεί να μην το πει; Πρώτα μάλιστα έπρεπε ναν το πει η καρδιά της κι έπειτα ο νους. Φτάνει μόνο να θυμηθεί πως σήμερ’ αύριο μας πουλούνε και τούτο το ρημάδι και μας πετάνε στο δρόμο… Στο δρόμο, μάνα, στο δρόμο!…
ΤΑΣΙΑ: Α, η μάνα δε θα μας κάμει ποτέ τέτοιο κακό… Η μάνα είναι καλή και μας αγαπάει…
ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Θεέ μου! Τι να κάμω!… τι να κάμω!
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Στ’ αυτί της). Να κάμεις εκείνο που σου λέει τώρα κι η καρδιά σου!…. Εκείνο που σε παρακαλούνε γονατιστά τα παιδιά σου, η Τασία σου, ο Μανόλης σου, ο Παυλάκης σου…
ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Με πικρία). Κι η Όρσολά μου… Ακόμα κι η Όρσολά μου! Όλοι τραβάτε το σκοινί… Όλοι μαζί… Κι εγώ μονάχη μου!»

Ο Roderick Beaton στην «Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία» παρατηρεί ότι ο Ξενόπουλος τοποθετείται «πλησιέστερα προς την ανάκαμψη του μυθιστορήματος, που σημειώθηκε στην Ελλάδα μετά τη δεκαετία του 1960, παρά στο μυθιστόρημα των ενδιάμεσων χρόνων».

Συνεχίζοντας θα περάσουμε στους μεγάλους ποιητές Καβάφη, Βάρναλη, Σικελιανό και Καζαντζάκη.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!