Της Μαρίας Θ. Μάρκου
Το 1964, ο Λίντον Τζόνσον κήρυξε τον πόλεμο στη φτώχεια με το φιλόδοξο πρόγραμμα της Great Society. Τρία χρόνια μετά, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ διαπίστωνε ότι η Αμερική έχασε αυτόν τον πόλεμο κλιμακώνοντας έναν άλλον, καθώς για κάθε φτωχό πολίτη είχε μέχρι τότε δαπανήσει 53 δολάρια και για κάθε σκοτωμένο Βιετναμέζο 500.000. Όταν μιλάμε για το κοινωνικό κράτος, για τη στέγη, για την πολεοδομία, μιλάμε για προτεραιότητες που δεν είναι αυτής της γεωπολιτικής ούτε της αγοράς.
Η Great Society πιστώθηκε μια ανάκαμψη του επιπέδου ζωής στις φτωχογειτονιές, πριν την καταργήσουν οι πολιτικές απορρύθμισης. Το 2014, μια ακαδημαϊκή έρευνα αποκάλυψε ότι, στις μητροπολιτικές περιοχές των ΗΠΑ, οι περισσότερες φτωχές γειτονιές έχουν γίνει φτωχότερες από το 1970, όταν 5 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν σε 1.100 γειτονιές με περισσότερο από 30% του πληθυσμού τους κάτω από το όριο της φτώχειας. Σήμερα, ο αστικός πληθυσμός που ζει κάτω από το όριο της φτώχιας έχει διπλασιαστεί και οι γειτονιές όπου συγκεντρώνεται η φτώχεια έχουν τριπλασιαστεί. Περισσότερα από 10 εκατομμύρια άνθρωποι κατοικούν πλέον σε 3.100 φτωχογειτονιές.
Σε πολλές πόλεις έγιναν μεγάλα έργα ανάπλασης που βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Κανείς δεν αμφισβητεί την αναβάθμιση συνοικιών όπως το Τσέλσι, το East Village ή το Williamsburg στη Νέα Υόρκη, το Portero Hill και η Mission District στο Σαν Φραντζίσκο, το Wicker Park του Σικάγου ή το South End της Βοστώνης. Όμως, στην περίμετρό τους τα επίπεδα συγκέντρωσης της φτώχειας απογειώθηκαν. Το Σαν Φραντζίσκο εμφανίζει αύξηση του επιπέδου εισοδήματος αλλά, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μπρούκινς, διαθέτει κι ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά εισοδηματικής ανισότητας. Η κουλτούρα των start-up επιχειρήσεων προσελκύει τους επιτυχημένους, όσο η υποχρηματοδότηση της κοινωνικής στέγης απωθεί τους φτωχούς στην περιφέρεια. Στη «ζώνη της σκουριάς», στα ανατολικά της χώρας, οι βιομηχανικές πόλεις όπως το Ντιτρόιτ, το Κλίβελαντ και το Μπάφαλο, φιλοξενούν όλο και πιο εκτεταμένους θύλακες συμφοράς, όπου η ανεργία, ο αναλφαβητισμός, η τοξικοεξάρτηση και η εγκληματικότητα αυξάνονται σταθερά, ενώ ο πληθυσμός φθίνει. Σε πόλεις όπως το Σαιν Λούις, οι δείκτες κοινωνικού και φυλετικού διαχωρισμού είναι εφιαλτικοί.
Οι πολιτικές εξευγενισμού, που μετρώνται με σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών και περιορίζονται στη μικρή ομάδα των «σούπερ σταρ πόλεων», έχουν τελικά οδηγήσει σε ανάκαμψη μόνο 100 από τις φτωχογειτονιές που καταγράφηκαν το 1970 – αριθμός ελάχιστος μπροστά στα 1.200 νέα «δύοντα άστρα». Για κάθε εξευγενισμένη γειτονιά, 12 σταθερές άλλοτε γειτονιές μεταβλήθηκαν σε ζώνες αποστέρησης, ενώ κανείς δεν συζητά για τη συντριπτική εμμονή της μεγάλης φτώχειας. Η παγίδευση των ευάλωτων ομάδων πληθυσμού σε υποβαθμισμένες γειτονιές για πολλές γενιές παραμένει μια σταθερά για τις αμερικανικές πόλεις που, με την αμοιβαία απώθηση των κοινωνικών τάξεων, μετατρέπονται σε μωσαϊκά από πυκνές συγκεντρώσεις στέρησης και ευημερίας με αγεφύρωτα χάσματα μεταξύ τους. Η έρευνα συμπεραίνει ότι η αστική πολιτική τις επόμενες δεκαετίες πρέπει να επικεντρωθεί στο πώς θα δοθούν ευκαιρίες σε όσους ζουν σε περιοχές παγιωμένης φτώχειας. Η τρέχουσα πολιτική στις ΗΠΑ δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό.
Τον περασμένο Σεπτέμβρη, ο δήμαρχος του Λος Άντζελες Eric Garcetti ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει 100 εκατομμύρια δολάρια για τους άστεγους που κατακλύζουν την πόλη. Η ακτιβίστρια Alice Callaghan ισχυρίζεται ότι το ποσό δεν είναι αρκετό για ν’ αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση που οφείλεται στη συνεχή μείωση της κοινωνικής κατοικίας, ιδίως στις ταχύτατα εξευγενιζόμενες περιοχές στο κέντρο και τα δυτικά της πόλης (ακόμα και στο ανεκτικό Skid Row), όπου τα ενοίκια συνεχώς ανεβαίνουν. Άλλωστε, ο τελευταίος οικονομικός απολογισμός δείχνει ότι το Λος Άντζελες ξοδεύει ήδη 100 εκατομμύρια το χρόνο για ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα των άστεγων. Τα πιο πολλά δαπανώνται για συλλήψεις κι άλλες αστυνομικές υπηρεσίες. Επομένως, ίσως και η νέα πρωτοβουλία του δημάρχου αφορά περισσότερο τον «περιορισμό της ορατότητας» των αστέγων, μια και η πόλη θέλει ν’ αναλάβει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024. Αν μιλάμε για προτεραιότητες, η διοργάνωση προβλέπεται να κοστίσει έξι δισεκατομμύρια δολάρια σε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Σύμφωνα με την κατάταξη του ΟΟΣΑ για το 2011, οι ΗΠΑ καταλαμβάνουν την πρώτη θέση μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών ως προς το επίπεδο της φτώχιας, με 17,1% του πληθυσμού της να έχει εισόδημα κάτω από 50% του μέσου όρου στη χώρα. Η δεύτερη είναι η Ελλάδα με 15,2% και η τρίτη η Ισπανία με 15,1%. Η Δανία, με επίπεδο φτώχειας στο 6%, είναι στην καλλίτερη θέση, με αρκετά κοντά τη Γαλλία με 8%, τη Γερμανία με 8,7%, το Ηνωμένο Βασίλειο με 9,5%. Η κατάταξη αφορά, βέβαια, την αρχή της οικονομικής κρίσης αλλά, ήδη, την περίοδο 2005-2011 η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια στο ρυθμό αύξησης της φτώχιας με +2,5%.
Ωστόσο, η ανάδειξη θυλάκων έμμονης φτώχιας στα κέντρα των πόλεων είναι ανεξάρτητη από αυτή την κατάταξη, αγγίζει όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο (αν δεχτούμε ότι το ζήτημα εμφανίζεται με άλλους τρόπους στις αναπτυσσόμενες χώρες) κι έχει να κάνει με την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων στη συνθήκη της παγκοσμιοποίησης, που εκφράζεται με τον πιο ανησυχητικό τρόπο στο προσδόκιμο ζωής. Πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι στο Brownsville της Νέας Υόρκης οι άνθρωποι αναμένεται να ζήσουν κατά μέσο όρο 11 χρόνια λιγότερα απ’ ότι στην περιοχή της Wall Street, σε απόσταση 15 χιλιομέτρων. Η περίπτωση δεν είναι τόσο ακραία όσο αυτή της Γλασκώβης όπου, το 2008, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολόγισε μια διαφορά 28 χρόνων ανάμεσα σε δυο συνοικίες που βρίσκονται σε απόσταση 13 χιλιομέτρων, καθώς το προσδόκιμο ζωής στη συνοικία Calton μόλις άγγιζε τα 54 χρόνια, όταν στη λαμπερή συνοικία του Lenzie ήταν 82. Μια διαφορά, όμως, είκοσι χρόνων καταγράφεται πρόσφατα από μελέτη του University College ανάμεσα σε δύο περιοχές του Λονδίνου, το Vauxhall και το Oxford Circus που τις χωρίζουν τέσσερις στάσεις του μετρό. Ας προσθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας, στη Γαλλία είχε καταγραφεί το 2011 μια διαφορά 6,3 χρόνων στο προσδόκιμο ζωής ανάμεσα στα στελέχη επιχειρήσεων και στους εργάτες.
Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Bernardo Secchi υποστηρίζει ότι το βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων είναι η μείζων πρόκληση του 2ου αιώνα και δεν θα το κατανοήσουμε αν δεν το μελετήσουμε στον τόπο όπου εγγράφεται με τον πιο συγκεκριμένο τρόπο, στην πόλη, προνομιακό πεδίο και εργαλείο της παγκοσμιοποίησης. Χώρος κοινωνικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης μέσα στην ιστορία, η πόλη ήταν και παραμένει επίσης θέατρο των πιο περίπλοκων στρατηγικών διάκρισης. Η διαλεκτική της φαβέλας και της περίφρακτης κοινότητας σημαδεύει πια την καρδιά κάθε πόλης, ως υλική έκφραση των στρατηγικών που μετατρέπουν τις κοινωνικές ανισότητες σε χωρικές, δημιουργώντας καταστροφικά καθεστώτα διαχωρισμού. Ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών αγορών σ’ αυτή την εξέλιξη είναι αδιαμφισβήτητος. Αλλά αυτό δεν κάνει λιγότερο βαριές τις ευθύνες των πολεοδόμων.