Θητεία τυμβωρύχου εκτελεί ο Ιοβόλος
Ασφαλώς δεν περίμενε κανείς από την «πρώτη φορά Aριστερά» κυβέρνηση της χώρας, να προχωρήσει τα πάντα ώστε σε τρεις-τέσσερις μήνες να εξαλειφθεί η κατάσταση απαξίωσης, ακύρωσης, απελπισίας που υφίστανται οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι. Περίμενε, όμως, κατιτίς, να έχει δώσει έναν άλλο αέρα, μια άλλη νότα αισιοδοξίας σε όλους αυτούς τους ανέργους. Το γεγονός ότι τα συναισθήματα παραμένουν το ίδιο βαριά, είναι αν μη τι άλλο μια ένδειξη ότι η αισιοδοξία δεν έρχεται με πρωθυπουργική παραγγελία, την ίδια στιγμή που πάντως εκμηδενίζεται (η αισιοδοξία) με κομσί-κομσά δηλώσεις, με άλλα αντ’ άλλων λόγια του αέρα και ματαίωση προσδοκιών.
Αν στην παρακάτω αγωνία της «Ελένης Πι, 38 χρ.» η απάντηση είναι «μη βιάζεστε, τώρα τρέχουμε να κλείσουμε τη συμφωνία και να πληρώσουμε το ΔΝΤ», τότε μάλλον κάτι δεν έχει καταλάβει η κυβέρνηση – και θα το καταλάβει με οδυνηρό τρόπο πολύ γρήγορα.
«Τέσσερα χρόνια. Τέσσερα ρημάδια χρόνια με διαθεσιμότητες, απλήρωτη εργασία, επισχέσεις, επιδόματα, ανεργία.
Εκείνος, ο άνθρωπός μου, ο μπαμπάς, να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι, να πλένει τα πιάτα, να πηγαίνει στο σουπερμάρκετ για να με ξεκουράζει τάχα, και τα μάτια του να σκοτεινιάζουν ολοένα, το γέλιο να χάνεται, όλα γύρω μας να χάνονται.
Και μετά έρχεται μια δουλειά και ξαφνικά όλα φωτίζονται, αλλά σε 9 μήνες έρχεται μια απόλυση και όλα ξανασκοτεινιάζουν και σε δυο μήνες ξανάρχεται η δουλειά και το φως και το χαμόγελο μαζί. Αλλά σε 6 μήνες πάλι η απόλυση και όλα γίνονται χειρότερα από πριν. Γιατί όταν τα έχεις ξαναζήσει, όχι, δεν μπορείς να τα αντέξεις. Γιατί ξέρεις πώς είναι.
Και τώρα είναι πιο δύσκολα από πριν. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Ζητάνε ένα παγωτό, μια βόλτα στη θάλασσα, ένα παιχνιδάκι. Μέσα από τούτα παίρνουν τη χαρά, πώς να τους τα αρνηθείς;
Έρχονται μέρες που δεν ξέρω γιατί πρέπει να σηκωθώ από το κρεβάτι. Μπροστά μου, αύριο, μεθαύριο, την άλλη εβδομάδα δεν υπάρχει τίποτα. Εκείνος με τα ίδια σκοτεινιασμένα μάτια να τριγυρίζει μες στο σπίτι, κι εγώ η στρίγγλα ώρες-ώρες να τον μισώ και να του ουρλιάζω μέσα μου “Τι θες πια εδώ μέσα, φύγε, πήγαινε κάπου, δεν είναι η θέση σου εδώ…”, λες και φταίει εκείνος. Και φοβάμαι μην έρθει καμιά ρημάδα στιγμή και του τα φωνάξω και απ’ έξω μου. Δεν είναι που δεν ανοίγει καμιά πόρτα, είναι που δεν υπάρχουν πια πόρτες.
Πίνω, κάθε μέρα και μεγαλύτερες γουλιές, και μεγαλύτερα ποτήρια απελπισίας και στεναχώριας και θλίψης. Καμιά φορά ξερνάω λίγη οργή και θυμό και μετά ξαναπίνω. Θα σκάσω.
Ελένη Πι, 38 χρ.»
(από το www.imerologioanergou.gr)